Ένα πρώτο δείγμα του έργου του παρουσίασε στα χρόνια της μαθητείας του, όταν συμμετείχε στην ομαδική έκθεση ομογενών και Τούρκων ζωγράφων, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη το 1904. Τρία χρόνια αργότερα ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Παρίσι και επέστρεψε στην Πόλη. Από εκεί, το 1908, πήγε στη Συρία και την Παλαιστίνη, το 1909 στην Αίγυπτο και το 1910 στο Λίβανο. Στη διάρκεια των χρόνων αυτών ζωγράφιζε ασταμάτητα και συχνά έστελνε ανταποκρίσεις στον περιοδικό τύπο της Κωνσταντινούπολης με επιγραφές των τόπων και των συναισθημάτων που του προκαλούσαν.
Όταν την ίδια χρονιά επέστρεψε στη βάση του, γνωρίστηκε με τον Γιώργο Τσορμπατζόγλου, του οποίου την κόρη Ευφροσύνη παντρεύτηκε εν έτει 1913. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη, αλλά το 1917 μετακόμισε στην Αθήνα.
Στην πρωτεύουσα, ο Μαλέας, διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στις έντονες ζυμώσεις που σημειώθηκαν μεταξύ 1917-20 στην τέχνη και την εκπαίδευση. Από τα νεανικά του χρόνια αρθρογραφούσε στον ελληνόφωνο τύπο της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης και, από την εγκατάστασή του στην Ελλάδα, σε εφημερίδες και περιοδικά της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας. Ο κ. Κωτίδης αναφέρει χαρακτηριστικά σε σχέση με αυτό το γεγονός τα εξής: "Η δραστηριότητα αυτή εκφέρεται σε ευρύτατη γλωσσική γκάμα, από έναν ακραίο δημοτιστικό φονταμεταλισμό ως την καθαρεύουσα. Αρκετά στοιχεία της δείχνουν ότι ο Μαλέας ήταν διαποτισμένος από τις ιδέες ενός ουτοπικού σοσιαλισμού".
Επιπρόσθετα, υπήρξε μέλος της «Ομάδας Τέχνης», της πρώτης οργανωμένης κίνησης καλλιτεχνών που στόχο είχαν την ανανέωση της ελληνικής τέχνης και την αποδέσμευσής της από τον ακαδημαϊσμό της Σχολής του Μονάχου. Παράλληλα, ως στενός συνεργάτης των Γληνού, Δελμούζου και Τριανταφυλλίδη, εργάστηκε σε αρκετές επιτροπές μαζί τους για την εφαρμογή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης. Επιπλέον, εικονογράφησε το 1918 το νέο αναγνωστικό για την πρώτη Δημοτικού, το περίφημο Αλφαβητάρι με τον Ήλιο.
Το 1920 ταξίδεψε στη Σπάρτη, το Μυστρά, την Ολυμπία και τη Νάξο, και τον επόμενο χρόνο στο Θέρμο της Αιτωλίας, συνοδεύοντας τον αρχαιολόγο Κωνσταντίνο Ρωμαίο. Την περίοδο 1921 - 1923 έζησε και εργάστηκε στη Χίο και τη Μυτιλήνη και το 1923 τιμήθηκε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Μετείχε στις εκθέσεις της "Ομάδας Τέχνη", ενώ παρουσίασε έργα του και σε άλλες ομαδικές και σε συνολικά δέκα τρεις ατομικές εκθέσεις. Ένα χρόνο πριν το θάνατό του, στα 49 του χρόνια, επισκέφτηκε το Παρίσι και το Μόναχο. Το 1936 εστάλησαν έργα του στην Μπιενάλε της Βενετίας. Αναδρομικές παρουσιάσεις του έργου του πραγματοποιήθηκαν το 1929 στο Ζάππειο και το 1980 στην Εθνική Πινακοθήκη.
Η ζωγραφική του, μαζί με αυτή των άλλων αντιακαδημαϊκών καλλιτεχνών της Ομάδας Τέχνη, αποτέλεσε την έκφραση του φιλελευθερισμού της κυβέρνησης Βενιζέλου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Υπήρξε, αδιαμφισβήτητα, ανανεωτής της ελληνικής ζωγραφικής, έχοντας ως αφετηρία ιμπρεσιονιστικά και μεταϊμπρεσιονιστικά πρότυπα, απεικόνισε κατά κύριο λόγο τοπία, στα οποία κυριαρχούν η σχηματοποίηση και τα δυνατά, καθαρά χρώματα που χτίζουν σε ενότητες τη σύνθεση.
Λέγεται ότι ο Μαλέας επηρεάστηκε κυρίως από τους τρεις μεγάλους Μεταϊμπρεσιονιστές Σεζάν, Γκωγκέν και Βαν Γκογκ, από τους Συμβολιστές και τους Φωβιστές. Εκτός των άλλων, τα έργα του διακρίνονται για τα πολύ φωτεινά («εκτυφλωτικά») χρώματα και τις πλατιές πινελιές, και έφεραν επανάσταση στα τότε στάσιμα νερά της ακαδημαϊκής αθηναϊκής ζωγραφικής.
Οι συντηρητικοί κριτικοί της εποχής του, χαρακτήρισαν τα έργα του ως «τα ιδιοτροπότερα εις χρώμα και σχέδιο». Μόνον ο Φώτος Πολίτης αναγνώρισε αμέσως την αξία του Μαλέα συνιστώντας στους νεαρούς ζωγράφους «να αφήσουν προς στιγμήν τους δασκάλους τους και να σπεύσουν να πάρουν μαθήματα από τον καλλιτέχνη».
Σήμερα, το έργο του Μαλέα θεωρείται πάντα επίκαιρο, «ως θεμέλιο και σημείο αναφοράς για την αποφασιστική στροφή της ελληνικής ζωγραφικής προς τη μοντέρνα τέχνη».
Βιβλιογραφία:
- Κωτίδης Α., Κωνσταντίνος Μαλέας, εκδόσεις Αδάμ, Αθήνα 2000