Η αποκάλυψη του ονόματός του οφείλεται στον Άλμπρεχτ Ντύρερ. Ο καλλιτέχνης είχε την τύχη να θαυμάσει το «Τρίπτυχο των Τριών Μάγων», ή αλλιώς το «Εικονοστάσιο των Πολιούχων», με τον ανώνυμο ζωγράφο Στέφανο της Κολωνίας, στον οποίο αποδίδονταν διάφορα έργα. Θεμελιακό για τη γνώση της τέχνης του είναι το «Εικονοστάσιο των Πολιούχων», ένα τρίπτυχο με την Προσκύνηση των Μάγων στο κεντρικό φύλλο, στα πλάγια φύλλα την Αγία Ούρσουλα και τον Άγιο Γεδεών και στην εξωτερική όψη τον Ευαγγελισμό. Η σύνθεση, τόσο για τη γραμμική απόδοση, όσο και για το ζωηρό, σχεδόν μικρογραφικό χρώμα, είναι αναμφισβήτητα γοτθική, ενώ εμφανίζει ταυτόχρονα μια αναζήτηση πλαστικής στερεότητας και μεγαλείου.
Η Παναγία υπήρξε το αγαπημένο θέμα του καλλιτέχνη. Απηχήσεις των αισθητικών αντιλήψεων του Μπος· εμφανίζονται στο «Εικονοστάσιο της Δευτέρας Παρουσίας», το κεντρικό φύλλο του οποίου βρίσκεται στο Μουσείο Βάλραφ Ρίχαρτς της Κολωνίας και χαρακτηρίζεται για την εκπληκτική αντίθεση μεταξύ των μορφών του Χριστού, της Παναγίας και του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, στο πάνω τμήμα της συνθέσεως, και της ταραγμένης μάζας των κολασμένων που γεμίζει σχεδόν ολόκληρο το κάτω τμήμα. Από τα είκοσι περίπου έργα που του αποδίδονται, τα πιο σημαντικά είναι δύο πίνακες της «Υπαπαντής», η «Παναγία του Ροδώνα», με τη γοτθική κομψότητα και οι μικρογραφίες του προσευχηταρίου της Landesbibliothek του Ντάρμστατ. Ο Λόχνερ ανήκει στους ποιητικούς ζωγράφους της υστερογοτθικής παραδόσεως. Ο Μούτερ τονίζει ότι, η επιθυμία της ονειροπόλησης, η ουράνια γαλήνη, μένει στα έργα του Λόχνερ σαν τρυφερή πνοή, σαν ηχώ από το υπερπέραν.
Ο πίνακας «Οι Άγιοι Αικατερίνη, Ουμπέρτος και Κυρίνος» 1430, αποτελεί μέρος ενός νεανικού έργου που φιλοτεχνήθηκε αμέσως μετά την εγκατάσταση του ζωγράφου στην Κολωνία, ύστερα από την επιστροφή του, από ένα ταξίδι ή μια διαμονή στη Φλάνδρα. Είναι φανερή η αναζήτηση ενός συμβιβασμού ανάμεσα στην κυματοειδή γοτθική γραμμικότητα και στην πλαστική και χρωματική υπόσταση της μορφής, κατά τον φλαμανδικό τρόπο.
Ο Λόχνερ ήταν κατά κάποιον τρόπο ο Φρα Αντζέλικο του Βορρά. «Η Παναγία μες τις τριανταφυλλιές» 1440, περιστοιχισμένοι από μικρούς αγγέλους που παίζουν μουσική, σκορπίζουν λουλούδια ή προσφέρουν καρπούς στον μικρό Χριστό, δείχνει πως ο ζωγράφος ήξερε τις νέες μεθόδους του Βαν Άυκ. Στο έργο του υποβάλει την αίσθηση του χώρου, όπου είναι ενθρονισμένη η Παναγία πάνω στη χλόη. Κάθεται μπροστά από ένα χρυσό φόντο, μπροστά του όμως υπάρχει ένας πραγματικός χώρος, κάτι σαν σκηνή θεάτρου. Ο ζωγράφος έβαλε δύο αγγελάκια να ανοίγουν την αυλαία που μοιάζει να κρέμεται από το πλαίσια της εικόνας.
Στο έργο του «Γέννηση» 1440-1445, παρατηρούμε τη μοναδική θέση του τεχνίτη, ανάμεσα στο διεθνές γοτθικό στυλ και στον φλαμανδικό νατουραλισμό. Της προσπάθειάς του να επιτύχει μια ισορροπία, ανάμεσα στα δύο αυτά πολιτιστικά στοιχεία. Τα πιο στέρεα αποτελέσματα του καλλιτέχνη βρίσκονται κυρίως στα μικρά έργα του, όπου κάθε ασυνέπεια ανάμεσα στις δύο παραδόσεις, ξεπερνιέται από την αγνότητα της νέας λυρικής ποιότητας. Πλούσιοι γραμμικοί και συνθετικοί ρυθμοί, καθώς και μια διακριτική φυσικότερη θεώρηση του χώρου και του τοπίου, συνταιριάζονται ευτυχισμένα μέσα στη γαλήνια ποίησή του.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 9ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Παλαιά Πινακοθήκη-Μόναχο), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia