Από τη στιγμή που μπορούμε να δούμε, συνειδητοποιούμε ότι επίσης μπορεί να μας βλέπουν. Το μάτι του άλλου συνδυάζεται με το δικό μας μάτι για να μας φανερώσει ότι αποτελούμε μέρος του ορατού κόσμου. Η αμοιβαία φύση της όρασης είναι περισσότερο θεμελιακή από εκείνη του προφορικού λόγου. Ο διάλογος είναι μια απόπειρα να εκφράσουμε λεκτικά το πώς «βλέπουμε τα πράγματα» και να ανακαλύψουμε πώς «ο άλλος βλέπει τα πράγματα». Ο σουρεαλιστής ζωγράφος Magritte σχολίασε το πανταχού παρόν χάσμα μεταξύ λέξεων και όρασης σ' ένα πίνακά του που ονομάζεται «Το κλειδί των Ονείρων».
Τα δικά μας μάτια έχουν ξεχωριστούς μηχανισμούς που συγκεντρώνουν το φως, απομονώνουν τις σημαντικές ή καινοφανείς εικόνες, τις εστιάζουν με ακρίβεια, τις εντοπίζουν στο χώρο και τις παρακολουθούν, λειτουργούν δηλαδή σαν στερεοσκοπικά κυάλια κορυφαίας ποιότητας. Αντίθετα τα μάτια των ζώων ποικίλουν ανάλογα τη χρήση τους. Για παράδειγμα η ύαινα έχει τα μάτια στο πλάι του κεφαλιού, επειδή χρειάζεται περιφερειακή όραση για να εντοπίζει ό, τι την πλησιάζει από τα νώτα της. Οι μύγες έχουν «σύνθετα μάτια», ένα συγκρότημα απλών ματιών (ομματιδίων) που συλλειτουργούν ως ενότητα. Αν είχαμε τα μάτια μιας μύγας, θα βλέπαμε στην τηλεόραση ξεχωριστές διαδοχικές εικόνες, αφού η τηλεόραση εμφανίζει 25 εικόνες ανά δευτερόλεπτο, κάτι που για το μάτι της μύγας, με την ταχύτατη σάρωσή του, είναι πολύ αργό.
Ζώα με μάτια σαν και τα δικά μας αποτελούν λιγότερο από το 6% του ζωικού βασιλείου. Περισσότερα από 77% είναι έντομα και οστρακόδερμα με σύνθετα μάτια. Πολλά πλάσματα βασίζονται στην όραση πολύ λιγότερο από μας (π.χ. οι νυχτερίδες και τα δελφίνια). Πολλά θηλαστικά ζουν σε έναν κόσμο μυρωδιών παρά εικόνων. Μοιραζόμαστε τη μεγαλύτερη εξάρτησή μας από την όραση, σε σύγκριση με την όσφρηση, με τα άλλα πιθηκοειδή. Από όλα τα σπονδυλωτά τα πουλιά είναι αυτά που εξαρτώνται από την όραση πιο πολύ.
Κανένα πλάσμα δεν μπορεί να δει λεπτομέρειες στο σκοτάδι, αλλά μερικά άλλα πλάσματα έχουν πολύ καλύτερη «βραδινή όραση» από εμάς (π.χ. οι αλεπούδες, οι γάτες κι οι κουκουβάγιες). Πλάσματα με καλή νυχτερινή όραση έχουν κατά κανόνα το ανακλαστικό «γυάλισμα του ματιού» που παρατηρούμε συχνά. Είναι αυτό που τους επιτρέπει να εκμεταλλεύονται οποιοδήποτε φως υπάρχει. Οι κουκουβάγιες είναι ευαίσθητες σε χαμηλές εντάσεις φωτός, 50 έως 100 φορές περισσότερο από την αβοήθητη ανθρώπινη νυκτερινή όραση. Τα μάτια της γάτας συλλαμβάνουν 50% περισσότερο φως από τα δικά μας και τη νύχτα είναι 8 φορές πιο ευαίσθητα από τα δικά μας. Αλλά η όρασή τους αυτή συμπληρώνεται κατά κανόνα από άλλες αισθήσεις. Κι ακόμη μέσα στην όραση, η κίνηση για μερικά πλάσματα είναι πρωταρχική, όπως τα μάτια της μέλισσας και του βατράχου που είναι πολύ ευαίσθητα στην κίνηση.
Η διαδικασία της όρασης ξεκίνησε πολύ απλά. Στις θάλασσες της αρχικής δημιουργίας, οι διάφορες μορφές ζωής ανέπτυξαν αχνές οπτικές κηλίδες ευαίσθητες στο φως. Διέκριναν το φως από το σκοτάδι, καθώς επίσης και την κατεύθυνση της φωτεινής πηγής. Οι εν λόγω ικανότητες αποδείχτηκαν πολύ χρήσιμες, ώστε το μάτι κατέληξε να διακρίνει κίνηση, ύστερα σχήμα και τέλος ένα εκπληκτικό σύμπλεγμα λεπτομερειών και χρωμάτων. Επομένως το μάτι το μόνο που κάνει είναι να συγκεντρώνει το φως (βάση αυτής της πληροφορίας επινοήσαμε τη φωτογραφική μηχανή που λειτουργεί ακριβώς σαν το μάτι μας).
Στο πίσω μέρος του ματιού είναι ο τρίτος χιτώνας, ο γνωστός σε όλους αμφιβληστροειδής, ο οποίος περιέχει τα φωτοευαίσθητα κύτταρα, που ονομάζονται κωνία και ραβδία, και τα οποία μετατρέπουν τη φωτεινή ενέργεια σε σήμα που μεταφέρεται με το οπτικό νεύρο στον εγκέφαλο. Χρειαζόμαστε δύο είδη επειδή ζούμε σε δύο κόσμους, το σκοτάδι και το φως. Εκατόν είκοσι πέντε εκατομμύρια ραβδία ερμηνεύουν το αμυδρό φως και αναφέρουν σε μαύρο / άσπρο. Επτά εκατομμύρια κωνία ανιχνεύουν τη φωτεινή, έγχρωμη μέρα. Υπάρχουν τριών ειδών κωνία που εξειδικεύονται στο γαλάζιο, το κόκκινο και το πράσινο. Από κοινού, τα ραβδία και τα κωνία, επιτρέπουν στο μάτι ν' αντιδρά γρήγορα στην εναλλαγή σκηνικού. Η πιο ευαίσθητη περιοχή του αμφιβληστροειδούς ονομάζεται ωχρή κηλίδα και βρίσκεται λίγο πάνω από το σημείο στο οποίο ενώνεται ο αμφιβληστροειδής με το οπτικό νεύρο και δεν έχει ούτε ραβδία ούτε κωνία - δεν αντιλαμβάνεται το φως- και ονομάζεται «τυφλό σημείο».
Σε χαμηλό φως τα κωνία του βοθρίου είναι σχεδόν άχρηστα και πρέπει να κοιτάξουμε «λοξά» από το αντικείμενο, για να δούμε καθαρά με τα τριγύρω ραβδία και όχι απευθείας προς αυτό, επειδή το βοθρίο μπορεί να μας εξαπατήσει και το αντικείμενο να γίνει αόρατο. Επειδή τα ραβδία δεν βλέπουν χρώμα, τη νύχτα δεν αντιλαμβανόμαστε χρώματα. Όταν ο αμφιβληστροειδής παρατηρεί κάτι, οι νευρώνες διαβιβάζουν το ερέθισμα στον εγκέφαλο, ο οποίος αρχίζει να τον ερμηνεύει.
Επομένως ο αμφιβληστροειδής, ως αποδέκτης του φωτός, στο σύνολο της έκτασής του είναι εντελώς ανομοιόμορφος. Σκοπός της όρασης καθ' εαυτού είναι να εισφέρει πληροφορίες στον εγκέφαλο, πληροφορίες για τον εξωτερικό κόσμο και εμείς από την πλευρά μας χρησιμοποιούμε την όραση με τρόπο που να μεγιστοποιεί τις επιθυμητές λεπτομέρειες και να ελαχιστοποιεί τις ανεπιθύμητες.
Καταλήγοντας στο συμπέρασμα λοιπόν ότι δεν βλέπουμε με τα μάτια μας αλλά με τον εγκέφαλό μας, μια εικόνα που σχηματίζεται από έναν φακό ή μια σκηνή στο περιβάλλον μας δεν είναι ότι βλέπουμε, γιατί η «προσοχή» μας είναι σε ένα μέρος της σκηνής ή είμαστε φορτισμένοι συναισθηματικά με αυτό που βλέπουμε.
Η όραση είναι εξαιρετικά επιλεκτική και καθοδηγείται από ό, τι ο παρατηρητής θέλει να δει. Η όραση μπορεί να θεωρηθεί σαν σχηματισμός εικόνων, με το μάτι ως όργανο ανομοιόμορφο και ατελές. Από την άλλη μπορεί να θεωρηθεί ως μηχανισμός συλλογής και επαλήθευσης πληροφοριών για τη συμπλήρωση μιας υπάρχουσας εικόνας, όπου το μάτι αποδεικνύεται θαυμαστό όργανο. Επομένως ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε στην πράξη τις ικανότητες και τις ευαισθησίες του ματιού μας, αποτελεί ένα πολυσύνθετο μείγμα προθέσεων, ενδιαφερόντων και επιθυμιών. Οι «αντιλήψεις» μας κατασκευάζονται (ή ανακατασκευάζονται) από ένα πλήθος τεμαχισμένων πληροφοριών, κάποιες από τις οποίες είναι χωρικά οργανωμένες (π.χ. μια άμεση αποτύπωση από θέσεις στο περιβάλλον, σε θέσεις στον εγκέφαλο) και κάποιες από τις οποίες οργανώνονται σύμφωνα με άλλες ιδιότητες των ερεθισμάτων (π.χ. χρώμα, προσανατολισμός, υφή, κίνηση κ.λ.π.).
Εντούτοις ακόμη και οι άνθρωποι που δεν έχουν την ικανότητα να βλέπουν καθόλου, τυφλοί είτε εκ γενετής είτε έπειτα από κάποιο ατύχημα, μπορούν να δημιουργούν νοητικές εικόνες για τα αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου. Ορισμένα μάλιστα εξαιρετικά προικισμένα τυφλά άτομα κατάφεραν να διαπρέψουν ακόμη και στις εικαστικές τέχνες.
Η πιο διάσημη, αλλά καθόλου μοναδική, περίπτωση είναι αυτή του Τούρκου ζωγράφου Esref Armagan, ο οποίος κατάφερε να αποτυπώσει στα εντυπωσιακά έργα του (ζώα, τοπία, πορτρέτα) τις πολύ ιδιαίτερες εντυπώσεις που του γεννά η επαφή του με τον περιβάλλοντα κόσμο, έναν κόσμο που του είναι αδύνατον να «δει», αφού είναι εκ γενετής τυφλός. Ο Esref διαμόρφωσε με τα χρόνια μια προσωπική και πρωτότυπη τεχνική, στην οποία τα χέρια, και συνεπώς η αφή, έχουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Πράγματι, χρησιμοποιεί τα χέρια στη θέση των πινέλων για να απλώνει τα χρώματα και κυρίως για να έχει, μέσω της αφής, μια άμεση τοπολογική αίσθηση της ανάπτυξης του έργου πάνω στον καμβά. Χάρη στα χέρια του μπορεί να αντιλαμβάνεται τον ίδιο κόσμο που οι άλλοι ζωγράφοι βλέπουν με τα μάτια τους.
Συνεπώς, γεννημένοι μέσα σε ένα περίπλοκο οπτικά κόσμο, μαθαίνουμε σταδιακά να διαλευκάνουμε ότι βλέπουμε, με τα μέσα όλων των αισθήσεών μας, ενώ η όραση προοδευτικά παίρνει τη θέση των άλλων αισθήσεων για τα αντικείμενα που βρίσκονται σε απόσταση ή όχι. Όπως ορθά αναφέρει και ο Σωκράτης «Η όρασης του μυαλού αρχίζει να γίνεται οξεία , όταν η όρασης των ματιών χάνει την δύναμη της».
Βιβλιογραφία:
- ''Τέχνη και Οπτική Αντίληψη, Η Ψυχολογία της Δημιουργικής Όρασης'', Rudolf Arnheim, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2004
- ''H Ιστορία των Αισθήσεων, Όραση'', Diane Ackerman, Εκδόσεις Περίπλους, Αθήνα 2002
- ''Η Εικόνα και το Βλέμμα'', John Berger, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1980
- ''Οπτική Σύνταξη'', Εμμανουήλ - Γεώργιος Βακαλό, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1998