Η κοινότοπη θεώρηση της τέχνης ως απόκοσμης και σχεδόν υπερφυσικής δραστηριότητας του ανθρώπινου «πνεύματος» ήταν -και εξακολουθεί να είναι- το βασικό εμπόδιο για την κατανόηση των πραγματικών προϋποθέσεων κάθε αισθητικής εμπειρίας της ομορφιάς. Κάτι που, εξάλλου, επιβεβαιώνεται ποικιλοτρόπως από πλήθος ερευνών γύρω από τις ανθρωπολογικές, τις ιστορικές και, πιο πρόσφατα, τις νευροβιολογικές προϋποθέσεις των λεγόμενων καλών τεχνών.
Πράγματι, πολύ πριν επινοηθεί ο γραπτός λόγος, οι πρώτοι νοήμονες κάτοικοι του πλανήτη μας χρησιμοποιούσαν συστηματικά τις οπτικές και ακουστικές τέχνες για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Οπως μαρτυρούν οι εντυπωσιακές σπηλαιογραφίες, μέσω της λεγόμενης «πρωτόγονης» ζωγραφικής -και πιθανά με τη μουσική- οι πρώτοι άνθρωποι κατάφερναν να εκφράζουν τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους για τον θαυμαστό νέο κόσμο της συνειδητής πλέον ζωής.
Αν όμως ανέκαθεν η δημιουργική φαντασία των ανθρώπων εκδηλωνόταν μέσω της τέχνης, τότε πώς θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε αυτή την ακαταμάχητη γοητεία που ασκεί «το ωραίο» στο ανθρώπινο μυαλό;
Κάθε καλλιτεχνική δραστηριότητα -πραγματοποίηση ή πρόσληψη ενός έργου τέχνης- επιτελείται μέσω του ανθρώπινου νου, ο οποίος, όπως πλέον γνωρίζουμε, συνδέεται άμεσα με τις λειτουργίες και τις δυνατότητες του ανθρώπινου εγκεφάλου. Συνεπώς, σε τελευταία ανάλυση, κάθε καλλιτεχνική μας δραστηριότητα καθορίζεται ή, έστω, εξαρτάται άμεσα από τη βασική οργάνωση του εγκεφάλου μας.
Αιώνες τώρα, όμως, ήμασταν πεπεισμένοι για το ακριβώς αντίθετο. Θεωρούσαμε βέβαιο ότι οι αισθητικές μας κρίσεις και προτιμήσεις είναι υποκειμενικές· ότι, δηλαδή, εξαρτώνται αποκλειστικά από τα πρόσκαιρα συναισθήματα, τις αναμνήσεις και την παιδεία μας.
Η παραδοχή, ωστόσο, ότι η αισθητική του καθενός από μας αποτελεί ένα καθαρά προσωπικό-υποκειμενικό ζήτημα, έχει δύο εναλλακτικές, αλλά άκρως ενοχλητικές συνέπειες για την ανθρώπινη σκέψη: θα πρέπει να παραδεχτούμε είτε ότι κάθε αισθητική μας εμπειρία ή δημιουργία είναι εντελώς τυχαία (προϊόν έμπνευσης ή ίσως επιφοίτησης), είτε πάλι ότι καθορίζεται μόνο από εξωγενείς και, εντέλει, τυχαίους ιστορικούς-πολιτισμικούς παράγοντες (η έννοια του ωραίου ως κοινωνική κατασκευή)!
Μια προοπτική εξόδου από αυτά τα φιλοσοφικά και κοινωνιολογικά αδιέξοδα, που αιώνες τώρα ταλανίζουν την αισθητική σκέψη, άρχισε να διαφαίνεται πριν από περίπου μία δεκαετία.
Η βιο-αισθητική μηχανή
Αν, όπως υποστηρίζουν οι σύγχρονες νευροεπιστήμες, κάθε διανοητική και ψυχολογική συμπεριφορά μας εξαρτάται από την πολύπλοκη μηχανή τού νου, τότε δεν θα έπρεπε να αναζητήσουμε μέσα στον εγκέφαλό μας τα θεμέλια και τις προϋποθέσεις της ανθρώπινης δημιουργικότητας, όπως αυτή εκφράζεται τόσο στην παραγωγή όσο και στην πρόσληψη της τέχνης;
Οσο εξοργιστικό ή αιρετικό και αν ακούγεται το παραπάνω ερώτημα, θα αποτελέσει την απαρχή για την ανάδυση ενός νέου και εξαιρετικά δυναμικού διεπιστημονικού κλάδου, της Νευροαισθητικής.
Ημερομηνία γέννησης αυτού του νέου ερευνητικού πεδίου θεωρείται το 1994, όταν δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Brain» το περίφημο άρθρο-μανιφέστο των Mathew Lamb και Semir Zeki με τίτλο «Η Νευρολογία της κινητικής τέχνης». Σ' αυτό το άρθρο οι δύο Βρετανοί ερευνητές εξαγγέλλουν, κυρίως όμως τεκμηριώνουν πειραματικά, ότι: «Κάθε οπτική τέχνη οφείλει να υπακούει στους νόμους του οπτικού συστήματος του εγκεφάλου»!
Τα επόμενα χρόνια ο Semir Zeki, ήδη διάσημος από τις πρωτοποριακές μελέτες του για τη δομή και τη λειτουργία του οπτικού εγκεφάλου (βλ. πλαίσιο) θα προπαγανδίσει όσο κανένας άλλος τη δυνατότητα, αλλά και την αναγκαιότητα ανάπτυξης ενός ευρύτερου προγράμματος νευροβιολογικής κατανόησης όλων των αισθητικών εμπειριών, πρόγραμμα που πρώτος αυτός ονόμασε «Νευροαισθητική».
Πώς όμως θα μπορούσε κανείς να ορίσει αυτό το νεόκοπο και τόσο αχανές επιστημονικό πεδίο; Απαντώντας σε αυτό το ερώτημα, ο Zeki περιέγραψε τη Νευροαισθητική ως εξής: «Πρόκειται για ένα σχετικά νέο πεδίο έρευνας, στόχος του οποίου είναι να διερευνήσει την εγκεφαλική δραστηριότητα που βρίσκεται στη βάση της δημιουργικότητας και της απόλαυσης της τέχνης. Η θεμελιώδης παραδοχή της είναι ότι το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας προκύπτει από τη δραστηριότητα του εγκεφάλου και υπακούει στους νόμους του εγκεφάλου. Γι' αυτό, μόνο αν κατανοήσουμε τις νευρολογικές βάσεις της δημιουργικότητας και της καλλιτεχνικής εμπειρίας θα μπορέσουμε να αναπτύξουμε μια έγκυρη αισθητική θεωρία».
Αλήθεια, πόσο πλήρης και επιστημονικά εμπεριστατωμένη μπορεί να θεωρείται σήμερα η οποιαδήποτε αισθητική θεωρία όταν αγνοεί ή, ακόμη χειρότερα, όταν παραβλέπει όσα γνωρίζουμε για τη λειτουργία του εγκεφάλου μας;
Σε αυτό το προκλητικό ερώτημα επιχειρεί να απαντήσει ο Zeki με τις πρωτοποριακές έρευνές του στο University College του Λονδίνου. Η ίδια μάλιστα η φύση του οπτικού εγκεφάλου να ορά και να οράται οδήγησε σταδιακά τον Zeki στο να υπερβεί τα καθιερωμένα και ασφυκτικά ακαδημαϊκά στεγανά και να προβεί στη ριζική επανεξέταση των φιλοσοφικών, επιστημολογικών και καλλιτεχνικών συνεπειών των ανακαλύψεών του. Με άλλα λόγια, τον οδήγησε στην επινόηση της Νευροαισθητικής, ενός ερευνητικού πεδίου που αιωρείται στα σύνορα μεταξύ επιστήμης, φιλοσοφίας και καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Η επιστροφή των πλατωνικών ιδεών
Ποια ακριβώς λειτουργία επιτελεί ο εγκέφαλος εν γένει και ο οπτικός εγκέφαλος ειδικότερα τόσο στην καθημερινή μας ζωή όσο και στις οπτικές τέχνες; «Κατεξοχήν λειτουργία του οπτικού εγκεφάλου είναι η πρόσκτηση γνώσης για τον κόσμο που μας περιβάλλει», ισχυρίζεται ο Zeki στο περίφημο βιβλίο του «Εσωτερική όραση» (εκδ. «ΠΕΚ», 2003).
Εξάλλου, είναι γνωστό ότι η αίσθηση της όρασης και οι εγκεφαλικοί μηχανισμοί της οπτικής αντίληψης αποτελούν τον αρχαιότερο εξελικτικά και πολυπλοκότερο λειτουργικά γνωσιακό μηχανισμό που ανέπτυξαν οι ανώτεροι οργανισμοί κατά την εξέλιξή τους.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η αποστολή του οπτικού εγκεφάλου είναι να εξάγει τα σταθερά και αμετάβλητα χαρακτηριστικά του εξωτερικού κόσμου μέσα από την πληθώρα των ευμετάβλητων και ασαφών πληροφοριών που δέχεται ασταμάτητα, κάτι που επιβεβαιώνεται από όλες τις έρευνες. Εύκολα αναγνωρίζει κανείς ότι πίσω από αυτή τη σκληρή νευροβιολογική θεώρηση υποβόσκει η παλιά καλή πλατωνική ουσιοκρατία.
Ισως ακούγεται παράδοξο, όμως οι πιο πρωτοποριακές έρευνες της Νευροαισθητικής αναζητούν τα καθολικά και αμετάβλητα στοιχεία ή πρότυπα των αισθητικών μας εμπειριών. Αναζητούν δηλαδή ό,τι πριν από χιλιάδες χρόνια ο Πλάτωνας είχε περιγράψει ως «ιδέες».
Είναι γεγονός ότι σε πολλές νευροεπιστημονικές και νευροαισθητικές έρευνες επιχειρείται μια βιολογική επιστροφή και επαναθεμελίωση των πλατωνικών «ιδεών», χωρίς βέβαια τη μεταφυσική οντολογία τους. Οι «ιδέες» του Πλάτωνα επιστρέφουν έχοντας όμως εγκαταλείψει τις αιθέριες κατοικίες τους, για να εγκατασταθούν, οριστικά και αμετάκλητα, στους μαιάνδρους του εγκεφάλου μας.
Τι ακριβώς συμβαίνει όταν κοιτάζουμε έναν πίνακα ζωγραφικής; Ποια εγκεφαλικά κυκλώματα του οπτικού εγκεφάλου μας ενεργοποιούνται για να αναγνωρίζουμε τα δομικά στοιχεία ή να απολαμβάνουμε το αισθητικό αποτέλεσμα του έργου; Πώς ένας μεγάλος καλλιτέχνης καταφέρνει, με λίγες πινελιές του χρωστήρα του να μετουσιώνει σε όραμα την οπτική σκηνή που βλέπει; Και γιατί το οπτικό σύστημα του θεατή μπορεί, αργά ή γρήγορα, να αναγνωρίζει την προφανή και ουσιαστική αλήθεια του οράματος που ο ζωγράφος κατάφερε να αποτυπώσει στο έργο του;
Οι απαντήσεις σε αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα δεν είναι ούτε προφανείς ούτε εύκολες. Και η Νευροαισθητική, μολονότι επιχειρεί να αρθρώσει κάποιες εύλογες εξηγήσεις, γνωρίζει καλά ότι δεν είναι ακόμη σε θέση να κατανοήσει τη θεμελιώδη ανάγκη για ομορφιά στη ζωή των ανθρώπων.
ΠΗΓΗ: του Σπύρου Μανουσέλη, Eλευθεροτυπία 08/11/2008