Μετά το 1735 ξαναγύριζε όλο και συχνότερα στις νεκρές φύσεις και στις μιμήσεις των χάλκινων ανάγλυφων. Άρρωστος τα τελευταία χρόνια, χρησιμοποίησε το παστέλ, γιατί δεν μπορούσε να αφιερωθεί τελείως στην ελαιογραφία. Μετά το 1771 εξέθεσε με επιτυχία προσωπογραφίες και σπουδές που είχε κάνει με το μέσο αυτό. Ο Σαρντέν ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Ευρωπαίους ζωγράφους του 18ου αιώνα και θεωρείται πρόδρομος ενός μεγάλου ρεύματος, που έφτασε έως τους σύγχρονους μέσα από τον Κορό και τον Σεζάν. Από τους πιο χαρακτηριστικούς επαίνους για αυτόν, είναι ο έπαινος του Ντιντερό.
Ζαv - Μπατίστ - Σιμεόν Σαρντέν (Jean - Baptiste - Simeon Chardin). Γεννήθηκε στο Παρίσι το 1699 και πέθανε το 1779. Γάλλος ζωγράφος, ένας από τους εκπροσώπους του ρεαλισμού. Αφού επέσυρε την προσοχή με έναν αξιόλογο πίνακα για έναν χειρουργό φίλο του πατέρα του (τεχνίτη που έφτιαχνε μπιλιάρδα για τον βασιλιά), ο Σαρντέν εξέθεσε για πρώτη φορά στην έκθεση στην πλατεία Ντωφίν, όπου την ημέρα της εορτής του Corpus Domini οι νεαροί ζωγράφοι παρουσίαζαν τα πρώτα τους έργα. Το έργο του, που παρουσίαζε ένα χάλκινο ανάγλυφο, αγοράστηκε από τον Ζαν Μπατίστ Βαν Λόο, του οποίου ήταν βοηθός στην επισκευή των τοιχογραφιών του Ρόσσο και του Πριματίτσιο στο Φονταινεμπλώ.
Το 1750 έως το 1753 ο καλλιτέχνης διακόσμησε στο Βύρτσμπουργκ στη Φραγκονία, την τραπεζαρία, με επεισόδια από τη ζωή του Μπαρμπαρόσα και το κλιμακοστάσιο, με τα «Μέρη του κόσμου», στην κατοικία του πρίγκιπα επισκόπου. Κατά την επιστροφή του στη Βενετία, το 1757, εργάστηκε στην έπαυλη Βαλμαράνα, όπου διακόσμησε το μικρό περίπτερο με επεισόδια από την Ιλιάδα, την Αινειάδα, τον Μαινόμενο Ορλάνδο και την Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ. Ο ξενώνας διακοσμήθηκε από τον γιο του, Τζαντομένικο.
Τιέπολο Τζοβάνι Μπατίστα ή Τζαμπαττίστα (Giovanni Battista – Giambattista Tiepolo). Ιταλός ζωγράφος, γεννήθηκε στην Βενετία το 1696 και πέθανε στην Μαδρίτη το 1770. Μαθήτευσε στο εργαστήριο του Γκρεγκόριο Λατζαρίνι, γρήγορα όμως άρχισε να εργάζεται για δικό του λογαριασμό, επηρεαζόμενος περισσότερο από τον Τζιαμπαττίστα Πιατσέττα και τον Σεμπαστιάνο Ρίτσι.
Πνευματικό κίνημα, που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αιώνα, στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επομένου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic, από την οποία προέρχεται ο όρος από την ισπανική romance, χρησιμοποιείται ήδη στην Αγγλία τον 17ο αιώνα για να χαρακτηρίσει κάτι που είναι romance, δηλαδή έξω από την πραγματικότητα. Με την πάροδο του χρόνου, από το περιεχόμενο του όρου τονίστηκε περισσότερο η σημασία του γραφικού, που επεκτάθηκε σε μια δεύτερη φάση και στη συγκινησιακή αντίδραση που προκαλεί το αντικείμενο στον θεατή. Στο τέλος, ρομαντικό άρχισε να λέγεται και αυτό που στη λαϊκή ή στην έντεχνη ποίηση συνδέεται με τον Μεσαίωνα.
Με τον όρο νεοκλασικισμό, χαρακτηρίζεται μια μεγάλη πολιτιστική κίνηση, που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη, στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές του Ηρακλείου και της Πομπηίας στην Καμπανία, και από την εκπληκτική προσωπικότητα του Γερμανού ερευνητή και καλλιτέχνη Γιόχαν Γιοακίμ Βίνκελμαν, ο οποίος με την δημοσίευση του έργου του «Ιστορία της Τέχνης της Αρχαιότητος», (1764), άσκησε μεγάλη επίδραση στις αισθητικές αντιλήψεις των συγχρόνων του.
Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του Μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στην Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που μολονότι συνδεδεμένη με το Μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιον τρόπο το τέλος του Μπαρόκ. Ο όρος Ροκοκό προήλθε από τη λέξη rocaille, που τον 18ο αιώνα σήμαινε μοτίβα εμπνευσμένα από κοχύλια ή βράχους και χρησιμοποιήθηκε πρώτα με έννοια περιφρονητική. Μόνο στο τέλους του 19ου αιώνα απέκτησε την σημασία του συγκεκριμένου στυλ. Το Ροκοκό είναι το γοητευτικό καλλιτεχνικό κίνημα, όπου οι ποιότητές του πρέπει να αναζητηθούν προς την πλευρά της φαντασίας, του πνεύματος, της κομψότητας, της ευαισθησίας και της άνεσης. Η τέχνη του Ροκοκό, για πολλούς, καθρεπτίζει το γούστο της γαλλικής αριστοκρατίας. Τη μόδα, δηλαδή, των απαλών χρωμάτων και της λεπτής διακόσμησης.