Διάσημη για τις υπέροχες άριες, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της, η Μαντάμα Μπαττερφλάι, συγκινεί διαχρονικά και προκαλεί έντονα συναισθήματα.
Η παράσταση του Ντε Άνα, η ο οποία πρωτοπαρουσιάστηκε με τεράστια επιτυχία στο Ηρώδειο το 2013, εστιάζει στις διαφορές μεταξύ αμερικάνικης και ιαπωνικής κουλτούρας, και στη συναισθηματική ένταση της δραματικής ηρωίδας, μέσα από μια διαχρονική σκηνοθετική άποψη με αναφορές σε συμβολικές εικόνες των δύο πολιτισμών. Τα λιτά, ιαπωνικής αισθητικής σκηνικά σε συνδυασμό με τις προβολές δίνουν μια κινηματογραφική διάσταση στην παράσταση, ενώ τα πολύχρωμα εντυπωσιακά αυθεντικά γιαπωνέζικα κιμονό και η κινησιολογία πρωταγωνιστών και χορωδίας έχουν επιρροές από το θέατρο καμπούκι.
Η υπόθεση της όπερας αφορά το μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την Αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από τη Μπαττερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί μονάχα στον ίδιο τον Πίνκερτον και στη συνέχεια αυτοκτονεί.
Η "γιαπωνέζικη τραγωδία" του Πουτσίνι, το έργο που δημιούργησε γέφυρες ανάμεσα στη δυτική μουσική και την παράδοση της Άπω Ανατολής, είναι στις μέρες ένας από τους πιο δημοφιλείς, τίτλους παγκοσμίως, με χιλιάδες παραστάσεις ανά τον κόσμο, κάθε χρόνο.
Η ιστορία της ξεκινά το 1900 όταν ο Τζάκομο Πουτσίνι ταξίδεψε στο Λονδίνο για τη Βρετανική πρεμιέρα της Τόσκας και παρακολούθησε το θεατρικό μονόπρακτο του Ντέιβιντ Μπελάσκο, Μαντάμ Μπαττερφλάι. Παρά τα φτωχά αγγλικά του, ο συνθέτης ενθουσιάστηκε από τη θεατρικότητα, τον εξωτισμό και την κλιμακούμενη ένταση του έργου. Η αδύναμη γιαπωνέζα που αυτοκτονεί εγκαταλειμμένη από τον Αμερικάνο σύζυγό της, φάνταζε ως η αυτονόητη συνέχεια στο πάνθεον των οπερετικών ηρωίδων του Πουτσίνι, μετά την Μποέμ και την Τόσκα. Έπειτα από πολλές μετατροπές και διαφωνίες, το κείμενο ολοκληρώθηκε από τους Τζακόζα και Ίλλικα, σε μια πρώτη μορφή το 1902. Δύο χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1904, πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα του έργου στη Σκάλα του Μιλάνου, η οποία εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες του συνθέτη. Η επιτυχία όμως δεν άργησε κι έτσι, τρεις μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1904, η Μαντάμα Μπαττερφλάι ολοκλήρωσε την πρεμιέρα της στο Μεγάλο Θέατρο της Μπρέσσα με 27 αυλαίες. Παρά την παγκόσμια καθιέρωση του έργου το 1906 στην Κωμική Όπερα του Παρισιού, ο Πουτσίνι δεν σταμάτησε να το τροποποιεί έως το 1920. Εντούτοις, η εκδοχή στην οποία το έργο παρουσιάζεται στις μέρες μας είναι αυτή του 1907.
Στην Ελλάδα περιλήφθηκε στο ρεπερτόριο του Γ΄ Ελληνικού Μελοδράματος ήδη από το 1919. Τον Απρίλιο του 1930 ανέβηκε εκ νέου στο –πρώτο– Θέατρο Ολύμπια της Αθήνας από τη μελοδραματική σχολή του Ελληνικού Ωδείου, με τη Μαρία Τριβέλλα, δασκάλα της Μαρίας Κάλλας, στον κεντρικό ρόλο.
Για την Εθνική Λυρική Σκηνή, η Μαντάμα Μπαττερφλάι έχει ιδιαίτερη σημασία αφού υπήρξε η πρώτη όπερα που παρουσιάστηκε από τον τότε νεοϊδρυθέντα οργανισμό, στις 25 Οκτωβρίου 1940 - τρείς μέρες πριν από την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου. Τον κεντρικό ρόλο ερμήνευαν εναλλάξ η Ζωή Βλαχοπούλου και η Άννα Ρεμούνδου, ενώ την ορχήστρα διεύθυνε ο Λεωνίδας Ζώρας. Στην ιστορική εκείνη πρεμιέρα, η οποία πραγματοποιήθηκε στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, παρέστη ο γιός του συνθέτη, Αντόνιο Πουτσίνι.
Τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης υπογράφει ο διάσημος Αργεντίνος σκηνοθέτης της όπερας Ούγκο ντε Άνα. Τόσο το ελληνικό κοινό, όσο και οι φίλοι της όπερας παγκοσμίως τον γνωρίζουν για τα θεαματικά σκηνικά του, αλλά και για την εντυπωσιακή χρήση των φωτισμών και των βίντεο. Αναγνωρίζεται ως απαιτητικός σκηνοθέτης που αναζητά τις λεπτές αποχρώσεις των ερμηνειών, ενώ την ίδια στιγμή έχει την ικανότητα να δημιουργεί «μεγάλα θεάματα». Έχει σκηνοθετήσει στις σπουδαιότερες όπερες στον κόσμο, όπως στις: Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Όπερα Σεβίλλης, Όπερα Τελ Αβίβ, Σκάλα του Μιλάνου, Αρένα της Βερόνας, Όπερα του Τόκιο και Λιθέου της Βαρκελώνης κ.α.
Ο αρχιμουσικός της ΕΛΣ, Λουκάς Καρυτινός, θα διευθύνει την παραγωγή, ενώ τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος.
Στον ιδιαιτέρως απαιτητικό ρόλο του τίτλου θα απολαύσουμε την σπουδαία υψίφωνο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Τσέλια Κοστέα, στην πρώτη διανομή. Η Κοστέα, έχει διακριθεί στον ρόλο της Μπαττερφλάι σε Ελλάδα και εξωτερικό και έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές για τις σπουδαίες ερμηνείες της.
Η διακεκριμένη κορεάτισα σοπράνο Σάε-Κιουνγκ Ριμ, η οποία έχει πρωταγωνιστήσει σε κορυφαία λυρικά θέατρα, όπως η Κρατική Όπερα της Βιέννης, η Αρένα της Βερόνας, η Όπερα της Ουάσινγκτον κ.α., θα ερμηνεύσει τον ρόλο της Μπαττερφλάι, στη δεύτερη διανομή.
Στον ρόλο του Πίνκερτον, θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε στην πρώτη διανομή, έναν από τους κορυφαίους Ιταλούς τενόρους, τον Στέφανο Σέκο, ο οποίος έχει πρωταγωνιστήσει στα κορυφαία ευρωπαϊκά και αμερικάνικα λυρικά θέατρα, όπως η Όπερα του Παρισιού, η Κρατική Όπερα της Βιέννης, το Ρεάλ της Μαδρίτης, η Κρατική Όπερα του Βερολίνου, η Όπερα της Ζυρίχης, η Σκάλα του Μιλάνου, το Φενίτσε της Βενετίας, η Αρένα της Βερόνας, η Βασιλική Όπερα του Λονδίνου, η Όπερα της Ρώμης, η Όπερα του Μονάχου, το Λα Μονναί των Βρυξελλών, η Όπερα του Σικάγο, του Λος Άντζελες, του Σιάτλ, του Καναδά κ.α.
Στη δεύτερη διανομή τον ρόλο θα ερμηνεύσει ο διακεκριμένος τενόρος της ΕΛΣ, Δημήτρης Πακσόγλου, ο οποίος εντυπωσίασε με την πρόσφατη ερμηνεία του στον Μάκβεθ της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Ο Έλληνας βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης, μέλος του ανσάμπλ της ΕΛΣ, θα ερμηνεύσει τον ρόλο του Σάρπλες και στις πέντε παραστάσεις. Ο Σούρμπης διαγράφει μια σημαντική διαδρομή σε Ελλάδα και εξωτερικό, έχοντας ήδη πρωταγωνιστήσει σε τρεις παραγωγές της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου.
Μαζί τους, μια πλειάδα μονωδών, όπως οι Έλενα Κασσιάν, Ελένη Βουδουράκη, Χρήστος Κεχρής, Χαράλαμπος Βελισσάριος, Δημήτρης Κασιούμης κ.ά.
Η Μαντάμα Μπαττερφλάι με μια ματιά
Ο συνθέτης / O Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της Τοσκάνης στις 22 Δεκεμβρίου 1858. Δεν ήταν μόνον το πέμπτο από επτά αδέλφια, αλλά και ο πέμπτος κατά σειρά μουσικός μιας οικογένειας απ’ όπου κατάγονταν οργανιστές του καθεδρικού ναού της πόλης, αρχιμουσικοί και συνθέτες κυρίως εκκλησιαστικής μουσικής. Μέχρι σήμερα ο Πουτσίνι παραμένει ένας από τους επιτυχέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς τα περισσότερα έργα του βρίσκονται σταθερά στο ρεπερτόριο των λυρικών θεάτρων του κόσμου. Η προσωπική του γλώσσα διαμορφώθηκε με μεγάλη σαφήνεια ήδη από την τρίτη του όπερα, Μανόν Λεσκώ (1893), ενώ με τα επόμενα τρία έργα του, Μποέμ (1896), Τόσκα (1900) και Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904), αναγνωρίστηκε ως ο σημαντικότερος διάδοχος του Τζουζέππε Βέρντι. Η πρόδηλα μελωδική μουσική και η έντονη θεατρικότητα που χαρακτηρίζουν τις όπερές του απάντησαν με επιτυχία στα αιτήματα της εποχής. Πέθανε το 1924, αφήνοντας ανολοκλήρωτη την τελευταία του όπερα, Τουραντότ (1926).
Το έργο / Η Μαντάμα Μπαττερφλάι είναι «γιαπωνέζικη τραγωδία» σε ποιητικό κείμενο των Τζουζέππε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλλικα, εμπνευσμένο από το ομότιτλο μονόπρακτο θεατρικό έργο (1900) του Αμερικανού Ντέιβιντ Μπελάσκο, το οποίο βασίστηκε σε σύντομο διήγημα (1898) του επίσης Αμερικανού Τζων Λούθερ Λονγκ. Αρκετά στοιχεία πηγάζουν επίσης από το μυθιστόρημα Μαντάμ Κρυζαντέμ (1887) του Γάλλου Πιέρ Λοτί.
Πρεμιέρες / Η Μαντάμα Μπαττερφλάι πρωτοπαρουσιάστηκε ως δίπρακτη όπερα στη Σκάλα του Mιλάνου στις 17 Φεβρουαρίου 1904. Αναθεωρημένη, σε τρεις πράξεις, δόθηκε στο Μεγάλο Θέατρο της ιταλικής πόλης Mπρέσα στις 28 Μαΐου 1904. Η μορφή στην οποία παρουσιάζεται το έργο στις μέρες μας βασίζεται σε εκδοχή του Πουτσίνι για το θίασο της Κωμικής Όπερας του Παρισιού που ανέβηκε στη γαλλική πρωτεύουσα στις 28 Δεκεμβρίου 1906.
Σύνοψη
Α’ Πράξη / Ναγκασάκι, αρχές 20ού αιώνα. Ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχος του Ναυτικού των ΗΠΑ, ρυθμίζει με τον Γκόρο, Ιάπωνα μεσίτη γάμων, τις τελευταίες λεπτομέρειες της γαμήλιας ένωσής του με τη δεκαπεντάχρονη γκέισα Τσο-Τσο-Σαν, την αποκαλούμενη «Μπαττερφλάι». ο Πίνκερτον πληροφορεί τον αμερικανό πρόξενο Σάρπλες ότι, σύμφωνα με το ιαπωνικό δίκαιο, για τον ίδιον η ένωση αυτή δεν είναι δεσμευτική και μπορεί να λυθεί σε οποιονδήποτε χρόνο. Μάταια ο Σάρπλες επισημαίνει στον αξιωματικό ότι για την έφηβη Τσο-Τσο-Σαν η τελετή είναι σοβαρή υπόθεση.
Καταφτάνει η νύφη με συγγενείς, φίλους και φίλες της. Παρουσιάζει στον Πίνκερτον τα λιγοστά της υπάρχοντα, που περιλαμβάνουν το τελετουργικό μαχαίρι με το οποίο αυτοκτόνησε ο πατέρας της. Αμέσως μετά φτάνει ο Μπόνζο, ιερέας και θείος της γκέισας, που την καταριέται επειδή απαρνήθηκε τη θρησκευτική πίστη της. Το ίδιο ζητά από τους παρευρισκόμενους συγγενείς. Η Τσο-Τσο-Σαν μένει μόνη με τον Πίνκερτον, που προσπαθεί να την παρηγορήσει. Η υπηρέτριά της Σουτζούκι την ετοιμάζει για την πρώτη νύχτα του γάμου, και η ερωτευμένη Μπαττερφλάι σμίγει με το σύζυγό της στον κήπο.
Β’ Πράξη / Τρία χρόνια αργότερα στην ίδια κατοικία η Τσο-Τσο-Σαν και η Σουτζούκι συζητούν μόνες. Ο Πίνκερτον έφυγε για την πατρίδα του λίγο μετά το γάμο και δεν επέστρεψε από τότε. Παρ’ όλα αυτά, εκείνη παραμένει πιστή και ονειρεύεται τη μέρα που θα τον ξαναδεί. Φτάνει ο Σάρπλες, θέλοντας να την προετοιμάσει για την επιστροφή του Πίνκερτον μαζί με την αμερικανίδα σύζυγό του. Η Τσο-Τσο-Σαν αρνείται να τον ακούσει. Του δείχνει το γιο που απέκτησε από τον Πίνκερτον. Στολίζει το σπίτι για την υποδοχή του και, πλάι στο παιδί και στη Σουτζούκι, τον περιμένει άγρυπνη όλη νύχτα.
Ξημερώνει, και η Τσο-Τσο-Σαν παίρνει το παιδί σε διπλανό δωμάτιο για να το νανουρίσει. Μπαίνουν ο Πίνκερτον και ο Σάρπλες. Ζητούν από τη Σουτζούκι να μιλήσει με την αμερικανίδα σύζυγο, που περιμένει έξω από το σπίτι. Ο Πίνκερτον αναπολεί το παρελθόν. Κυριευμένος από τύψεις, αποφεύγει να αντιμετωπίσει την Τσο-Τσο-Σαν και αποχωρεί. Εμφανίζεται η Μπαττερφλάι, που τον αναζητά. Έντρομη, βλέπει την ξένη γυναίκα στον κήπο. Πληροφορείται από τον Σάρπλες και τη Σουτζούκι ότι ο Πίνκερτον δεν θα γυρίσει ποτέ πια κοντά της. Φαίνεται να αποδέχεται όσα συμβαίνουν, δέχεται να δώσει ακόμα και το γιο τους, αρκεί να τον παραλάβει ο ίδιος ο Πίνκερτον. Η Τσο-Τσο-Σαν ζητά να μείνει μόνη και αποφασίζει να θέσει τέλος στη ζωή της. Σε μία προσπάθεια να αποφευχθεί το κακό, η Σουτζούκι στέλνει κοντά της το παιδί. Εκείνη, αφού το αποχαιρετήσει με σπαρακτικό πόνο, του δένει τα μάτια και αυτοκτονεί λίγο πριν από τον ερχομό του Πίνκερτον.
- Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός
- Σκηνοθεσία-σκηνικά-κοστούμια: Ούγκο ντε Άνα
- Φωτισμοί: Βινίτσιο Κέλι
- Σχεδιασμός Προβολών: Σέρτζιο Μετάλλι - Ideogamma
- Κινησιολογία: Λέντα Λογιόντιτσε
- Διεύθυνση χορωδίας: Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
- Τσο-Τσο-Σαν: Τσέλια Κοστέα (31/5 & 3,7/6)
- Σάε-Κιουνγκ Ριμ (2,4/6)
- Σουτζούκι: Ελένα Κασσιάν
- Κέιτ Πίνκερτον: Ελένη Βουδουράκη
- M. Φ. Πίνκερτον: Στέφανο Σέκκο (31/5 & 3/6)
- Δημήτρης Πακσόγλου (2,4,7/6)
- Σάρπλες: Διονύσης Σούρμπης
- Γκόρο: Χρήστος Κεχρής
- Πρίγκιπας Γιαμαντόρι: Χαράλαμπος Βελισσάριος
- Μπόνζο: Δημήτρης Κασιούμης
- Γιακουζιντέ: Χρήστος Λάζος
- Αυτοκρατορικός Επίτροπος: Γιάννης Σελητσανιώτης
- Ληξίαρχος: Σωτήρης Κολυδάς
- Μητέρα της Τσο-Τσο-Σαν: Αμαλία Αυλωνίτη
- Θεία: Βάγια Κωφού
- Ξαδέλφη: Φωτεινή Χατζιδάκη
Συμμετέχουν η Ορχήστρα και η Χορωδία της ΕΛΣ
Στην ιταλική γλώσσα, με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους.
Πληροφορίες
Μαντάμα Μπαττερφλάι
Τζάκομο Πουτσίνι
Ωδείο Ηρώδου Αττικού
31 Μαΐου & 2, 3, 4, 7 Ιουνίου 2017
Ώρα έναρξης 21.00
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών
Τιμές εισιτηρίων €25, €45, €55, €60, 85, €100
Παιδικό, φοιτητικό €15
Προπώληση:
> Εκδοτήρια του Φεστιβάλ Αθηνών (Πανεπιστημίου 39, Αθήνα - 2103272000 / Δευτέρα - Παρασκευή 09.00-17.00, Σάββατο 09.00-15.00)
> Ταμεία της ΕΛΣ στο Θέατρο Ολύμπια (Ακαδημίας 59, Αθήνα - 2103662100 / Τρίτη - Κυριακή 09.00-21.00, Δευτέρα 09.00-16.00)
> Ταμεία της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (Συγγρού 364, Καλλιθέα - 2130885700 / Καθημερινά 09.00-21.00)
> online στα www.nationalopera.gr & www.greekfestival.gr