Μπορεί βέβαια τα στιγμιότυπα να διαρκούν λίγο, αλλά το περιεχόμενό τους είναι ευρύτερο και μπορεί να αναγάγει το θεατή σε μια ολόκληρη σκηνή ή ακόμη και σε μια ξεχωριστή δράση. Μέσα από το μέρος του στιγμιότυπου μεταφερόμαστε στο όλον της ιδέας. Και πράγματι αυτό διαπιστώνει ο θεατής της έκθεσης από την πρώτη κιόλας οπτική επαφή με τα έργα. Άνθρωποι στην παραλία να αγναντεύουν τη θάλασσα, να ονειροπολούν, ηλικιωμένες γυναίκες να συζητούν, παιδιά να παίζουν ανέμελα στην παραλία, ζευγάρια ερωτευμένα. Αυτές είναι ορισμένες από τις στιγμές, στις οποίες επικεντρώνει την προσοχή της η Μπαϊράμη.
Αυτό που διαπιστώνει ο θεατής και που εντέλει κεντρίζει το ενδιαφέρον του είναι μια σημαντική ιδιαιτερότητα που έχουν τα έργα αυτά, καθώς η Μπαϊράμη αντί για χρώμα χρησιμοποιεί κομμάτια υφασμάτων και κομμάτια από ταπετσαρίες. Η χρήση αυτών των υλικών της δίνει τη δυνατότητα να δώσει την αίσθηση της αληθοφάνειας στα μάτια του θεατή. Οι μορφές δεν χρωματίζονται, αλλά ενδύονται και έτσι ο θεατής έχει την αίσθηση πως στον καμβά δεν υπάρχει απλά μια φιγούρα, αλλά ένας άλλος άνθρωπος με τον οποίο μπορεί δυνητικά να συνομιλήσει όταν εκείνος στρέφει το βλέμμα του έξω από τον καμβά, στον θεατή. Νιώθει πως μπορεί να ακούσει τις φωνές των παιδιών που παίζουν.
Τα υφάσματα που επιλέγει η Μπαϊράμη δεν τοποθετούνται τυχαία, αλλά συνδέονται άρρηκτα με το προς απεικόνιση θέμα. Έτσι με τον τρόπο αυτό πλάθει και τον περιβάλλοντα χώρο είτε πρόκειται για εξωτερικό χώρο είτε πρόκειται για το εσωτερικό ενός δωματίου. Αν και η Μπαϊράμη δεν χρησιμοποιεί χρώμα αλλά υφάσματα, καταφέρνει τόσο με την διαφορετική υφή των υφασμάτων, τις τονικές τους διαβαθμίσεις καθώς και με τον τρόπο που τοποθετεί το ένα κομμάτι υφάσματος δίπλα στο άλλο, να πετύχει τόσο την αίσθηση της φωτοσκίασης όσο και του βάθους.
Παρατηρώντας τώρα τις στιγμές που καταγράφονται διαπιστώνουμε πως πρόκειται για στιγμές οικείες στον κάθε θεατή. Η Μπαϊράμη δεν ενδιαφέρεται να καταγράψει στιγμές ανοίκειες αλλά στιγμές που είναι καταγεγραμμένες στη μνήμη του καθενός από μάς. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα αόρατο παιχνίδι μνήμης που ανακαλεί στο συνειδητό στιγμές που ο καθένας έχει ζήσει.
Τέλος διαπιστώνουμε πως η Μπαϊράμη δεν σχεδιάζει χαρακτηριστικά στα περισσότερα πρόσωπα. Με τον τρόπο αυτό το πρόσωπο αποκτά άλλη υπόσταση, δεν είναι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά ένα πρόσωπο που θα αντισταθεί στο χρόνο και θα ζει στο διηνεκές ανακαλώντας μνήμες από την παιδική ηλικία, την παράδοση και την ανθρώπινη επαφή.
Γενικότερα μπορούμε να διακρίνουμε στο έργο της Μπαϊράμη δυο επίπεδα: το επίπεδο επιφάνειας και το επίπεδο βάθους. Στο πρώτο χαρακτηριστικό στοιχείο αποτελεί η επένδυση, ο τρόπος δηλαδή με το οποίο καλύπτει με υφάσματα τις μορφές της. Μπορεί με τον τρόπο αυτό να τους δώσει ένα συγκεκριμένο σχήμα, αλλά και μια νοηματόδοτηση που παραπέμπει πέρα από το εικονιζόμενο πρόσωπο. Έχουμε επομένως μια διαδικασία μετασχηματισμού που δίνει υπόσταση στις μορφές και τις μεταφέρει από το ρεαλιστικό επίπεδο στο συμβολικό επίπεδο. Μπορούμε λοιπόν να μιλήσουμε άνετα για τους ενδυματολογικούς κώδικες της Μπαϊράμη. Αυτοί οι ενδυματολογικοί κώδικες μας μεταφέρουν τώρα στο επίπεδο βάθους, στο επίπεδο δηλαδή του νοήματος, σε ολότητες σχηματικές που υπερβαίνουν τα στενά όρια της καθημερινότητάς μας και παραπέμπουν σε διαφορετικούς πολιτισμούς και τόπους. Έτσι το έργο χαρακτηρίζεται και από μια διάσταση υπερπολιτισμική.
Είμαστε σίγουροι πως στο μέλλον θα δούμε και άλλα εξίσου σπουδαία έργα από τη Χρυσάνθη Μπαϊράμη.
Λαμπρινή Μπενάτση
Ιστορικός Τέχνης
MA of Arts University of Essex, U.K.
Υπ. Διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης