Ο Δουκάκης επιλέγει μια δύσκολη ώρα του εικοσιτετραώρου, το βράδυ, όπου τα χρώματα αλλάζουν και τα γνώριμα σημεία παίρνουν μια άλλη όψη, καθώς τα σημεία είναι και ταυτόχρονα δεν είναι ίδια. Και μέσα στα τοπία, ορισμένες φορές, η παντελής έλλειψη της ανθρώπινης παρουσίας. Δρόμοι άδειοι, έρημοι, μοναχικοί, λουσμένοι στο ψυχρό φως του ηλεκτρικού.
Υπάρχουν φορές που ο Δουκάκης δεν επιλέγει σημεία ευκόλως προσβάσιμα τις νυχτερινές ώρες. Η επιλογή είναι συνειδητή καθώς, όπως γίνεται φανερό, ο Δουκάκης επιλέγει να αναδείξει την κυριαρχία του τοπίου. Το τοπίο είναι που γίνεται κυρίαρχο και καθηλωτικό. Η ανθρώπινη παρουσία, όπου υπάρχει, έρχεται σε δεύτερο ρόλο, όπως για παράδειγμα ο κόσμος έξω από το στάδιο Καραϊσκάκη. Ο τρόπος σχεδίασης δίνει την αίσθηση πως πρόκειται για μια σκούρα ζώνη δίπλα στα φώτα του δρόμου και του κτιρίου. Άλλες φορές η ανθρώπινη παρουσία υπονοείται˙ ο άνθρωπος βρίσκεται μέσα στο αυτοκίνητο που κινείται στο δρόμο. Και σε αυτή την περίπτωση η ανθρώπινη παρουσία έρχεται σε δεύτερη μοίρα· σαν να υπάρχει εκεί αναγκαστικά.
Ακόμα όμως και εκεί όπου η ανθρώπινη παρουσία δηλώνεται με σαφήνεια, όπως στο εσωτερικό του τρένου, και πάλι ο χώρος κυριαρχεί, καθώς οι μοναδικοί επιβάτες, ένας άνδρας και ίσως μια γυναίκα, βρίσκονται στο τέρμα του τρένου, στα τελευταία καθίσματα, χωρίς να μπορεί ο θεατής να διακρίνει τα χαρακτηριστικά των προσώπων των δύο επιβατών. Ο άνθρωπος χαμένος στα δικά του προβλήματα, στις δικές του ανησυχίες και φόβους χάνει την κυριαρχία του έναντι του χώρου. Αν και θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο εντούτοις ο χώρος, ένας χώρος σταθερός και απαράλλαχτος, κυριαρχεί πάνω στον άνθρωπο, τον υπερβαίνει.
Ο τρόπος με τον οποίο ο ζωγράφος σχεδιάζει τα τοπία του, πέρα από το ότι τον κατατάσσει στο χώρο του εξπρεσιονισμού, δίνει την αίσθηση πως τα έργα του έχουν μια εσωτερική κίνηση˙ πως μπορείς να ακούσεις τον ήχο της νύχτας. Όλα τα έργα θεώνται από το ύψος θέασης του θεατή· ούτε πιο ψηλά ούτε πιο χαμηλά, δίνοντας την αίσθηση στο θεατή πως με έναν απλό δρασκελισμό μπορεί και ο ίδιος να γίνει μέρος του έργου.
Δρ. Λαμπρινή Μπενάτση
Ιστορικός Τέχνης