Η έκθεση χωρίζεται σε επτά μέρη: στα πρώτα χρόνια, στα έργα του καθρέφτη, στα πορτραίτα, στην περίοδο της δικτατορίας, στις νέες μορφές βίας, στη γυναίκα και τέλος στα έργα που έγιναν για το θέατρο. Η έκθεση συμπληρώνεται από πλούσιο φωτογραφικό υλικό.
Από τα έργα που παρουσιάζονται στο μέρος που καλύπτει τα πρώτα χρόνια του καλλιτέχνη θα σταθούμε στα έργα της περιόδου της στρατιωτικής του θητείας, έργα τα οποία, όπως μας πληροφορεί ο κατάλογος της έκθεσης, εκτίθενται για πρώτη φορά. Πρόκειται για έργα που έστελνε ο ίδιος στη γυναίκα του μαζί με τα γράμματα που της έγραφε. Τα έργα αυτά σχεδιασμένα με μελάνι, τις περισσότερες φορές, περιγράφουν το χώρο που ζει. Ο στρατώνας, τα αυτοκίνητα του στρατού είναι μερικά από αυτά, ή ο περιβάλλων χώρος, με τα δέντρα χωρίς φύλλα· πιθανότατα πρόκειται για χειμωνιάτικο τοπίο. Οι στρατιώτες, όπου εικονίζονται, αποδίδονται ως μικρές μαύρες φιγούρες, που ενυπάρχουν στο χώρο, χωρίς όμως να τον υπερβαίνουν, καθώς ο χώρος είναι αυτός που κυριαρχεί, αυτός καταγράφεται με απόλυτη λεπτομέρεια. Τα έργα αυτά στο σύνολό τους αποδίδονται με μικρές, λιτές γραμμές και με πολλαπλότητα προοπτικής. Σε όλα ο χώρος κυριαρχεί καταγράφοντας ασυνείδητα την ψυχολογία του κάθε φαντάρου.
Η δεύτερη ενότητα, που αφορά στους καθρέφτες, χωρίζεται σε δύο μέρη: στα έργα γύρω στο 1965 (τη θεματολογία με τους καθρέφτες την αρχίζει το 1960) και στα έργα πάλι με θέμα τους καθρέφτες, από το 1987 και εξής. Τα πρώτα έργα, γύρω στο 1965 είναι περισσότερο αφηρημένα. Η κυριαρχία του καθρέφτη πάνω στο εικονιζόμενο θέμα είναι καθηλωτική. Καμπύλες γραμμές, έργα που κινούνται σε δύο διαστάσεις, γυναικείες μορφές, στις οποίες αναδεικνύονται οι καμπύλες του σώματος, ελαφρώς παραμορφωμένες. Με τα έργα αυτά ουσιαστικά αναδεικνύεται η δυναμική του μέσου, του καθρέφτη δηλαδή, στο προς απεικόνιση θέμα. Από το 1987 και εξής η απόδοση του καθρέφτη αλλάζει. Ο καθρέφτης γίνεται οργανικό μέρος του έργου. Απεικονίζεται και απεικονίζει. Ένα από τα πολλά παραδείγματα αυτής της ενότητας, ο τριπλός καθρέφτης του 1967. Η γυναίκα κάθεται απέναντι από τον καθρέφτη και το πρόσωπό της αντανακλάται στον καθρέφτη. Το παράδοξο είναι πως στο κεντρικό κομμάτι του καθρέφτη εικονίζεται το είδωλο της γυναίκας ασπρόμαυρο και όχι έγχρωμο, όπως θα περίμενε κανείς. Το έγχρωμο είδωλο εικονίζεται στο δεξί μέρος του καθρέφτη.
Ο Μυταράς θα ασχοληθεί ιδιαίτερα με το πορτραίτο, πράγμα που γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στην παρούσα έκθεση. Η γυναίκα του η Χαρίκλεια παρουσιάζεται σε διάφορες εκδοχές, με πιο ενδιαφέρουσες ίσως εκείνες, στις οποίες γίνεται αναπόσπαστο μέρος επιτύμβιων στηλών. Οι επιτύμβιες στήλες αποδίδονται ασπρόμαυρες, ενώ η Χαρίκλεια με τα κανονικά της ρούχα και με χρώμα αποδοσμένη, έρχεται να αντιδιαστείλει το παλιό με το νέο, το ζωντανό με το μη ζωντανό˙ γίνεται θα λέγαμε ο συνδετικός κρίκος δύο εποχών. Μόνο σε ένα έργο η Χαρίκλεια κοιτάζει το θεατή, τα άλλα έργα, θα λέγαμε, είναι πιο εσωτερικά˙ σαν να θέλει ο ζωγράφος να καταγράψει τον ψυχικό κόσμο της γυναίκας.
Στο πορτραίτο του Νίκου Λούρου ο Λούρος εικονίζεται με την πανεπιστημιακή τήβεννο. Το πορτραίτο γίνεται το 1975, ένα χρόνο μετά την ανάληψη του χαρτοφυλακίου του Υπουργού Παιδείας στην Κυβέρνηση εθνικής Ενότητας. Ο Λούρος κοιτάζει κατάματα το θεατή και αποδίδεται με ψυχρά χρώματα. Ιδιαίτερα η απόδοση του προσώπου του και η έκφραση που αυτό έχει συμπυκνώνουν, θα λέγαμε, την πορεία του εικονιζόμενου προσώπου: γιος πολιτικού, γιατρός, ακαδημαϊκός, πολιτικός. Αυτά ουσιαστικά είναι τα στοιχεία που θέλει να εξάρει μέσω της προσωπογραφίας ο Μυταράς.
Το πορτραίτο του Μαγκάκη είναι σαφώς διαφορετικό. Ο Μαγκάκης στρέφει το βλέμμα στα δεξιά, αποφεύγει την οπτική επαφή με το θεατή ενώ διαφορετική είναι και η επιλογή των χρωμάτων.
Στο φόντο και των δύο πορτραίτων εικονίζεται ένα αρχαίο άγαλμα, κορμός και προτομή αντίστοιχα. Έχουμε ξανά τόσο μια αντιδιαστολή, όσο και μια προσπάθεια σύνδεσης του παλιού με το νέο.
Η τρυφερότητα του Μυταρά θα εκφραστεί στο πορτραίτο του γιού του. Ο Μυταράς θα επιλέξει την ώρα που κοιμάται ο γιός του για να απεικονίσει το πορτραίτο του, το οποίο θα αποδοθεί με γρήγορες γραμμές. Παρατηρώντας ο θεατής το πορτραίτο εστιάζει στην ηρεμία που αυτό εκπέμπει. Γίνεται όμως φανερό και κάτι ακόμα, ο Μυταράς μέσα από το πορτραίτο αυτό και με τον τρόπο που το παρουσιάζει φανερώνει και κάτι ακόμα, τα συναισθήματα που νιώθει ο ίδιος για το γιό του. Έχουμε εδώ μια διπλή καταγραφή: το πώς είναι ο γιος και πώς τον βλέπει ο πατέρας – ζωγράφος.
Η ενότητα της έκθεσης που αφορά την περίοδο της δικτατορίας χωρίζεται στις εξής ενότητες: τα αρχαία αγάλματα, τις έρημες πόλεις, τους πίνακες-ντοκουμέντα και τα επιτύμβια. Στην πρώτη ενότητα ο Μυταράς, θα λέγαμε, πως κινείται με μεταφορές. Το κεφάλι του Λαοκόοντα είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Από όλο το σύμπλεγμα απομονώνει και αποδίδει μόνο το κεφάλι και την έκφραση του πόνου. Έχουμε με το έργο αυτό μια έμμεση αναφορά στον αντίκτυπο της δικτατορίας στον άνθρωπο.
Με τις έρημες πόλεις καταγράφει τον αντίκτυπο της δικτατορίας στις πόλεις˙ άδειες και φοβισμένες. Χρώματα ψυχρά, μηδενική ανθρώπινη παρουσία. Πολλές φορές παρόντα στη σύνθεση είναι κεφάλια αρχαίων αγαλμάτων ή αντικείμενα, όπως ένα άσπρο καπέλο. Και πάλι όμως τα εικονιζόμενα αντικείμενα είναι άψυχα.
Στους πίνακες-ντοκουμέντα θα σταθούμε στον πίνακα Funéraire de Ritsona και στα πρόσωπα που εικονίζονται στη σύνθεση, καθώς είναι πρόσωπα υπαρκτά, τα οποία κατά την περίοδο την Κατοχής βοήθησαν να σωθούν οι άνδρες άνω των 16 στο εν λόγω χωρίο, κάτι που οι ίδιοι το πλήρωσαν με τη ζωής τους. Στον πίνακα εικονίζονται σε μαύρο φόντο, είτε στρέφοντας το βλέμμα στο θεατή, είτε κοιτώντας αλλού, άλλοι χειρονομώντας, άλλοι έχοντας τα χέρια σε στάση προσοχής. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μυταράς επιλέγει να ζωγραφίσει το εν λόγω έργο το 1969.
Τέλος στην ενότητα επιτύμβια ο Μυταράς θα κάνει τα δικά του επιτύμβια. Στο κόκκινο επιτύμβιο ένας άνδρας με καπέλο καθισμένος σε καρέκλα γραφείου, χωρίς να υπάρχει γραφείο μπροστά του, κοιτάζει προς το θεατή. Παρά το γεγονός ότι κοιτάζει προς το θεατή, ουσιαστικά κοιτά στο κενό. Η έκφρασή του είναι απλανής, σαν να περιμένει οδηγίες από αλλού για το τι πρέπει να κάνει, σαν να μην μπορεί να αντιδράσει.
Στην ενότητα με τις νέες μορφές βίας θα δώσει αρκετούς πίνακες με μοτοσυκλέτες. Θα εστιάσει την προσοχή του στις ρόδες αυτών, στην περιπλοκότητα των δρόμων, στα κίτρινα γάντια των μοτοσικλετιστών. Ειδικά στο έργο με τίτλο τα κίτρινα γάντια στο ύψος του κεφαλιού υπάρχει μια κόκκινη γραμμή μια γραμμή που σηματοδοτεί πολλά, το τέρμα της διαδρομής, την υπερβολική ταχύτητα και τις συνέπειές της.
Είναι φανερό πως ο Μυταράς αγάπησε τη γυναίκα. Στα πορτραίτα που καλύπτουν την ενότητα αυτή οι γυναίκες που εικονίζονται δεν είναι γνωστές. Είναι γυναίκες έτσι όπως τις φαντάστηκε και τις απέδωσε ο Μυταράς. Εικονίζονται σε προφίλ, χωρίς να κοιτούν το θεατή, κάποιες από αυτές κοιτάζουν τον περιβάλλοντα χώρο, όπως είναι ο Πύργος της Θεσσαλονίκης, ή κοιτούν τα άλλα πρόσωπα της σύνθεσης. Αρκετές φορές η στάση των εικονιζόμενων προσώπων είναι δανεισμένη από τη στάση αρχαίων αγαλμάτων. Στα πορτραίτα αυτά ο Μυταράς δουλεύει πολύ με το χρώμα και μέσω αυτού προσπαθεί να εκφράσει τα συναισθήματα του εικονιζόμενου προσώπου.
Τελευταία ενότητα είναι τα σχέδια που κάνει για το θέατρο. Στην ενότητα αυτή παρουσιάζονται προσχέδια κουστουμιών. Σε κάποια προσχέδια βλέπουμε και σημειώσεις του ίδιου του Μυταρά για το πού θα τοποθετηθεί ποιο κομμάτι υφάσματος˙ προσχέδια σκηνικών, τα οποία περιλαμβάνουν όχι μόνο πώς θα είναι η σκηνή, αλλά και πού θα στέκεται ο κάθε ηθοποιός.
Η έκθεση συμπληρώνεται από μια πλούσια σειρά φωτογραφιών, τόσο από την προσωπική ζωή του καλλιτέχνη, όσο και από το κομμάτι που αφορά στο θέατρο.
Αυτή η πολύ ενδιαφέρουσα έκθεση άρχισε την 1η Ιουλίου και θα τελειώσει στις 30 Σεπτεμβρίου.
Δρ. Λαμπρινή Μπενάτση
Ιστορικός Τέχνης