Η Τζέιν Ώστεν υπήρξε, πράγματι, στη σύντομη μα δημιουργική ζωή της, μία ταλαντούχα συγγραφέας, που σε πείσμα της οικογένειας της και των αυστηρών κοινωνικών συμβάσεων της εποχής της Αντιβασιλείας, μας άφησε έξι «κλασσικά», πλέον, μυθιστορήματα. Τα «παιδιά» της, όπως συνήθιζε να λέει αναφερόμενη στα πνευματικά της πονήματα, αποτυπώνουν, με μία αδιόρατη λεπτή ειρωνεία αλλά και κριτική ματιά, το καυστικό σχόλιο της συγγραφέως στις υπερφίαλες και υποκριτικές δομές μιας παρηκμασμένης κοινωνίας, όπου ο αγώνας κατάκτησης του χρήματος και των αξιωμάτων υποσκέλιζε την προσωπική ολοκλήρωση και ευτυχία. Ο γάμος, διακαής πόθος και μέσο κοινωνικής αποκατάστασης και ασφάλειας για κάθε νεαρή κοπέλα της εποχής, δεν ήταν παρά ένα ακόμη ζήτημα εμπορικής συναλλαγής, πράγμα που εξόργιζε την ίδια την Ώστεν που δεν παντρεύτηκε ποτέ. Με χαρακτηριστική ειρωνεία αντιμετωπίζει στο έργο της τον ίδιο το θεσμό του γάμου, όταν αυτός διέπεται από ευτελή κίνητρα και όχι από ανιδιοτελή αγάπη.
Το ενδιαφέρον για τη ζωή και το συγγραφικό της έργο, τις τελευταίες δεκαετίες, είναι αυξανόμενο, καθώς αποκτά ολοένα και περισσότερους θαυμαστές παγκοσμίως ενώ οι δεκάδες κινηματογραφικές μεταφορές των μυθιστορημάτων της αποτελούν ένδειξη μιας «ωστεινικής» κουλτούρας. Σύλλογοι, με σημαντικότερο το The Jane Austen Center του Μπαθ, λέσχες ανάγνωσης, σεμινάρια εκμάθησης χορών από την περίοδο που έζησε η Ώστεν, κοντσέρτα με αγαπημένη μουσική της συγγραφέως κλπ μπήκαν δυναμικά στη ζωή μας (μονάχα στην Ελλάδα δεν έχουμε κάτι σχετικό ακόμα...) δίνοντας μας την ευκαιρία να σκιαγραφήσουμε το πορτραίτο και τη ζωή της εξαιρετικής δεσποινίδας Ώστεν. Καθώς δεν άφησε προσωπικό ημερολόγιο και πληθώρα γραμμάτων της προς την αγαπημένη της αδελφή Κασσάνδρα καταστράφηκε μετά το θάνατο της, τη προσωπική ζωή της καλύπτει ένα πέπλο μυστηρίου. Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια καν πως ήταν. Η μοναδική γνήσια προσωπογραφία που διασώζεται ως σήμερα της συγγραφέως είναι μία μικρή υδατογραφία από την αδελφή της Κασσάνδρα, φιλοτεχνημένη γύρω στα 1810, όταν ή Τζέιν ήταν 35 ετών. Από περιγραφές οικείων της γνωρίζουμε πως ήταν στρογγυλοπρόσωπη με ανοιχτά καστανά μάτια και καστανά μαλλιά που δημιουργούσαν βοστρύχους στο μέτωπο της. Οι περισσότεροι που τη γνώρισαν εκ του σύνεγγυς επισημαίνουν το έξυπνο διαπεραστικό της βλέμμα. Όσα πορτραίτα προσπάθησαν να γίνουν μεταγενέστερα βασιζόμενα στο μικρό σχέδιο της Κασσάνδρας και σε αυτές τις περιγραφές δεν αποτελούν παρά εικαστικές εικασίες.
Η ζωή της, ωστόσο, όπως προκύπτει από ιστορικά αρχεία και οικογενειακές μαρτυρίες μονάχα μυθιστορηματική δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Αντίθετα με τις ηρωίδες της δεν παντρεύτηκε ποτέ και έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της μετρημένα χωρίς πολλές εκπλήξεις. Γεννήθηκε στις 16 Δεκεμβρίου του 1775 στο Στήβεντον, ένα μικρό χωριουδάκι της κομητείας του Χάμσηρ. Ήταν το έβδομο παιδί του Αγγλικανού ιερωμένου Τζωρτζ Ώστεν και της Κασσάνδρας Λη, της οποίας η οικογένεια είχε αριστοκρατικές καταβολές. Αν και ανήκε σε μία μέση αστική οικογένεια αρκετά αξιοσέβαστη, οι Ώστεν, ωστόσο, δεν υπήρξαν ποτέ ευκατάστατοι. Ο πατέρας της προκειμένου να τα βγάλει πέρα καλλιεργούσε ο ίδιος τη γη τους και δεχόταν οικότροφους μαθητές θεολογίας. Εκείνη και η αδελφή της βοηθούσαν τη μητέρα τους στο νοικοκυριό μιας και η οικογένεια δε μπορούσε να απασχολεί μεγάλο αριθμό υπηρετών. Μεγάλωσε, παρόλα αυτά σε μία ευτυχισμένη οικογένεια. Δύο από τους αδελφούς της έγιναν πάστορες, άλλοι δυο ναύαρχοι του Βασιλικού Ναυτικού, ενώ ένας άλλος υιοθετήθηκε από εύπορους μακρινούς συγγενείς κληρονομώντας σημαντική περιουσία στο Κεντ και στο Χάμσηρ.
Για την παιδεία που έλαβε γνωρίζουμε πως το 1782 μαζί με την αδελφή της πήγαν στην Οξφόρδη για να μαθητεύσουν κοντά σε κάποια κυρία Κώλη. Μετά από μία επιδημία τύφου, κι αφού τα δύο κορίτσια αρρώστησαν βαριά, επέστρεψαν πίσω στο πατρικό τους. Έπειτα, για δύο χρόνια φοίτησαν στο Ρέντινγκ στο ιδιωτικό οικοτροφείο Abbey School, όπου η Τζέιν έμαθε να παίζει το πιάνο φόρτε, ενώ διδάχθηκε τραγούδι, γαλλικά και λίγα ιταλικά. Η εκπαίδευση της συνεχίστηκε κατ' οίκον διαβάζοντας χωρίς περιορισμούς τη πλούσια συλλογή των βιβλίων του κύριου Ώστεν και μελετώντας μουσική στο μικρό ορθογώνιο πιάνο της καθημερινά, μισή ώρα πριν το πρόγευμα. Σε ηλικία μόλις δεκατριών ετών, ενθαρρυμένη από τον πατέρα της, άρχισε με πάθος να γράφει τις πρώτες ευθυμογραφικές ιστορίες της, ανάμεσα τους και μία σατυρική βιογραφία της Βασίλισσας Ελισάβετ. Στο χαρούμενο οικογενειακό περιβάλλον του πρεσβυτέριου του Στήβεντον έγραψε και την πρώτη εκδοχή του μετέπειτα αριστουργήματος της Λογική & Ευαισθησία με μορφή επιστολογραφική αρχικά και τίτλο Έληνορ & Μάριαν, την πρώτη εκδοχή του γνωστότερου έργου της Υπερηφάνεια & Προκατάληψη με αρχικό τίτλο Πρώτες Εντυπώσεις καθώς επίσης και το Σούζαν (μετέπειτα Αββαείο του Νόρθανγκερ).
Στο Στήβεντον έμεινε μέχρι τα είκοσι πέντε της χρόνια όταν ξαφνικά το 1801 η οικογένεια Ώστεν μετακόμισε στο Μπαθ. Ο κύριος Ώστεν αποφάσισε να αποσυρθεί στην κοσμοπολίτικη λουτρόπολη, δίνοντας το πρεσβυτέριο με όλη την οικοσκευή του στον ένα του γιο που μόλις είχε χειροτονηθεί. Η αντίδραση της Τζέιν όταν έμαθε τα νέα ήταν απρόσμενη: απλά λιποθύμησε. Δεν έκρυβε τη λύπη και τη δυσαρέσκεια της απέναντι σε μία τέτοια προοπτική. Το να χάσει την γλυκιά ρουτίνα της εξοχής και το σπίτι της χάριν της πολύβουης πόλης του Μπαθ την αποκάρδιωσε. Ξαφνικά σταμάτησε να γράφει. Δεν είχε καμία διάθεση. Οι γονείς της την έσερναν κυριολεκτικά σε χορούς, και κοινωνικές εκδηλώσεις με την ελπίδα της αποκατάστασης μέσω ενός «καλού» γάμου. Εις μάτην όμως... Η Τζέιν άρχισε να μελαγχολεί και αρεσκόταν μόνο στους μακρινούς μοναχικούς περιπάτους. Δύο από τα μεταγενέστερα μυθιστορήματα της (Πειθω & Αββαείο του Νορθάνγκερ) αντανακλούν την αντιπάθεια της για τον υπερφίαλο τρόπο ζωής του Μπαθ.
Όταν το 1805 πέθανε ο κύριος Ώστεν, αφήνοντας τη χήρα του και τις δυο του κόρες πρακτικά άφραγκες χωρίς έσοδα και προίκα, μετακόμισαν στο Σάουθαμπτον μέχρι το 1809. Τέσσερα χρόνια στέρησης και ένδειας. Χάρη στη γενναιοδωρία του εύπορου αδελφού της Έντουαρντ, μετακόμισαν εν τέλει και πάλι στο Χάμσηρ σε μία αγροικία σ' ένα γραφικό χωριό ονόματι Τσώτον. Το σπίτι που τους παραχώρησε ο αδελφός της και οι ήρεμοι ρυθμοί της εξοχής επέδρασαν ευεργετικά στην Τζέιν που άρχισε και πάλι να γράφει συστηματικά. Η αδελφή της Κασσάνδρα ανέλαβε το νοικοκυριό, ώστε να επιδοθεί εκείνη ανενόχλητη στη συγγραφή. Συνήθιζε να γράφει σε μικρά κομμάτια χαρτιού κι όταν άκουγε το τρίξιμο της μεσόπορτας που οδηγούσε στο καθιστικό της τα έκρυβε στο τραπεζάκι της και έκανε πως ασχολείται με κάτι άλλο. Δεν ήθελε να ξέρουν οι υπηρέτες για τη δημιουργική της αυτή απασχόληση. Άλλωστε δεν θεωρείτο τότε πρέπον για μία αστή δεσποινίς καθώς πρέπει να ασχολείται με τη συγγραφή... Εκεί, η Τζέιν έδωσε τη τελική μορφή στα μυθιστορήματά της Λογική & Ευαισθησία και Περηφάνια & Προκατάληψη, ενώ ολοκλήρωσε κατά χρονολογική σειρά το Μάνσφηλ Παρκ, το Έμμα και το αγαπημένο του γράφοντος Πειθώ.
Το 1811 εκδόθηκε ως το μυθιστόρημα «μιας κυρίας» το Λογική & Ευαισθησία προκαλώντας ευμενέστατη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους. Το μυθιστόρημα έγινε αυτό που λένε οι Άγγλοι the talk of town ενώ η λογοτεχνική του αρτιότητα έκανε πολλούς κοντόφθαλμους να πιστέψουν πως δεν ήταν το έργο μιας γυναίκας. Το 1813 επανεκδόθηκε μαζί με το Περηφάνια & Προκατάληψη, που σημείωσε εξαιρετική επιτυχία, ενώ το 1814 εκδόθηκε το Μάνσφηλ Παρκ. Τον επόμενο χρόνο εξέδωσε το Έμμα, με αφιέρωση στον Πρίγκιπα Αντιβασιλέα και μετέπειτα Γεώργιο IV, κατόπιν «βασιλικής» παρότρυνσης, ενώ το 1816 κυκλοφόρησε η δεύτερη έκδοση του Μάνσφηλ Παρκ. Αρκετά από αυτά μεταφράστηκαν και στα γαλλικά, όλα τους φυσικά ανώνυμα μιας και ήταν κατακριτέο να κερδίζει μια αστή χρήματα από την ενασχόληση της με τη συγγραφή(καθαρά ανδρικό προνόμιο).
Η Τζέιν διασκέδαζε με την ανωνυμία της και απολάμβανε να διαβάζει αποσπάσματα των δημοσιευμένων έργων της σε κοινωνικές συναθροίσεις χωρίς οι παρευρισκόμενοι να ξέρουν πως είναι η ίδια η συγγραφέας. Τα μοναδικά έργα που φέρουν το όνομα της ήταν το Αββαείο του Νορθάνγκερ και το Πειθώ, που κυκλοφόρησαν το 1817 μετά το θάνατό της σ' ένα τόμο επιμελημένα από τον αδελφό της Χένρυ. Η αγροικία του Τσώτον, που συνέγραψε τα περισσότερα από τα έργα της, έχει σήμερα μετατραπεί σε μουσείο, φιλοξενόντας αγαπημένα αντικείμενα και κειμήλια της συγγραφέως. Αποτελεί δε, απαραίτητο προσκυνηματικό προορισμό για τους λάτρεις της Ώστεν.
Για την ερωτική της ζωή γνωρίζουμε ελάχιστα. Αν και πέθανε μάλλον αειπάρθενος, μιας και δεν νυμφεύτηκε ποτέ, δεν έλειψε ο έρωτας από της ζωή της. Γνωρίζουμε πως το 1796 είχε σκανδαλίσει τη μικρή κοινωνία του Στήβνετον φλερτάροντας απροκάλυπτα με τον Ιρλανδό Τόμας Λέφρου, που είχε επισκεφθεί συγγενείς του και φίλους της οικογένειας Ώστεν. Αν και η παραμονή του ήταν σύντομη και ο έρωτας τους καταδικασμένος, αφού κανένας από τους δυο δεν είχε τα μέσα για να παντρευτεί, μπορούμε να πούμε πως ο Τόμας αποτέλεσε το πρώτο ερωτικό σκίρτημα στην καρδιά της Τζέιν. Η χαριτωμένη ταινία Becoming Jane αναφέρεται, με χολιγουντιανή πάντοτε ματιά, στον ατελέσφορο αυτό δεσμό. Η Κασσάνδρα, επίσης, αναφέρεται στον μεγάλο έρωτα της για ένα νεαρό αγγλικανό αιδεσιμότατο γύρω στα 1801, που τελικά όμως πέθανε.
Η μητέρα της που είχε ήδη μία γεροντοκόρη στην οικογένεια, ο αρραβωνιαστικός της Κασσάνδρας είχε πεθάνει κι έκτοτε δεν είχε συνδεθεί με κανέναν, δυσανασχετούσε με τη Τζέιν που είχε ήδη απορρίψει με χαρακτηριστική ανεξαρτησία μια πρόταση γάμου. Όταν ήταν είκοσι επτά ετών, ο κατά έξι χρόνια νεότερος της Χάρυ Μπιγκ Γουίδερς, εύπορος οικογενειακός τους φίλος, γοητευμένος από τα προσόντα της της έκανε πρόταση γάμου. Αν και αρχικά τον δέχθηκε, το επόμενο πρωί ανακάλεσε. Κατά τα φαινόμενα, προτιμούσε τη γαλήνια οικογενειακή ζωή δίπλα στην αδελφή και τη μητέρα της από τις υποχρεώσεις της συζύγου και της μητέρας. Η ταινία Miss Austen Regrets πραγματεύεται το θέμα αυτό του άγαμου μοναχικού της βίου.
Δυστυχώς στις 18 Ιουλίου του 1817, μετά από ένα χρόνο επώδυνης αρρώστιας (πιθανόν κάποια μορφή καρκίνου), απεβίωσε στο Γουίντσεστερ, όπου είχε μετοικήσει για να είναι κοντά στον κουράντε της, στα χέρια της πολυαγαπημένης της αδελφής. Ο τάφος της βρίσκεται στον Καθεδρικό ναό του Γουίντσεστερ χωρίς καμία αναφορά στην συγγραφική της ιδιότητα. Παρόλα αυτά δεν έπαψε, καθ' όλη τη διάρκεια της ασθένειας να γράφει. Ακόμα και όταν ήταν πολύ αδύναμη για να κρατήσει τη πένα έγραφε με μολύβι. Άφησε ανολοκλήρωτο το τελευταίο μυθιστόρημά της υπό τον τίτλο Σάντιτον, μια σατυρική απεικόνιση των ιαματικών λουτροπόλεων.
Το έργο της, βασισμένο στη ρεαλιστική αφήγηση, γεμάτο μεστούς χαρακτήρες και αληθοφανείς καταστάσεις αποτελεί τον πυλώνα του σύγχρονο ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Γραφή απαλλαγμένη από περιττά λογοτεχνικά τερτίπια και ψυχολογικά πορτραίτα ηρώων είναι από τα κύρια στοιχεία που καθιστούν τα μυθιστορήματα της αληθινά αριστουργήματα. Οι χαρακτήρες που ξεπηδούν από τα γραπτά της είναι τόσο ρεαλιστικοί και πειστικοί χαρίζοντας μας, όχι μόνο, ένα πλούσιο κοινωνικό πανόραμα της Αγγλίας των αρχών του 19ου αι., αλλά και μία διεισδυτική ματιά στο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής της.