Τι γίνεται όμως όταν οι εικαστικοί επιλέγουν να κινηθούν σε πιο γκρίζες (και λυτρωτικές) τονικότητες κι όχι σε εκείνες του καθάριου λευκού ή του σκοτεινού μαύρου που τα στερεότυπα σήμερα επιβάλλουν; Βρισκόμαστε άραγε σε μια εποχή ατέρμονης αναζήτησης πρωτοποριακών και πρωτότυπων εικαστικών λύσεων ή το αρχέτυπο και παρωχημένο δύσκολα υποδαυλίζεται από την αμφιλεγόμενη και ασυμβίβαστη εικαστική ματιά; Τι γίνεται όταν στο έργο υπεισέρχεται η ειρωνεία για όσα οι περισσότεροι μάθαμε να δεχόμαστε apriori και οι παραδομένοι ρόλοι ανατρέπονται;
Με βάση αυτό τον επίκαιρο προβληματισμό και εικαστικό προσανατολισμό, η αίθουσα τέχνης ART ZONE 42 παρουσιάσε στην Διεθνή Συνάντηση Σύγχρονης Τέχνης ART-ATHINA του 2011 -μιας χρονιάς διφορούμενης λόγω των οικονομικών και κοινωνικών διαταραχών που την συνοδεύουν- την εικαστική κατάθεση τεσσάρων δημιουργών, οι οποίοι μέσα από τις εικαστικές τους διαπραγματεύσεις, εστιάζουν στις προκλήσεις, αντιφάσεις και αμφιλεγόμενες πτυχές της σύγχρονης πραγματικότητας. Η Άννα Μιχαηλίδου, η Αρετή Κλουτσινιώτη, ο Κωνσταντίνος Μπερδέκλης και η Almudena Cuesta Ruiz, αναδεικνύουν εύγλωττα, ο καθένας με τα δικά του εκφραστικά μέσα, την ειρωνική σχέση που δημιουργείται μεταξύ του δίπολου της εξιδανικευμένης στερεοτυπικής ομορφιάς και της σκληρής, συχνά άγριας, πεζής πραγματικότητας που βιώνουμε σε μια παρακμιακή, κοινωνικά και πολιτικά, εποχή πλήρους αποδόμησης.
Τα σύγχρονα αστικά κέντρα παρέχουν το ιδανικό σκηνικό αυτής της διττής σχέσης, παρέχοντας μας άπειρες εικόνες απόλυτης ασχήμιας αλλά και απαράμιλλης ομορφιάς, πολλές φορές καλά κρυμμένης, αφήνοντας μέσα μας ένα αίσθημα σύγχυσης κι αποπροσανατολισμού. Το άσχημο μπορεί να ερμηνευτεί ως ωραίο κι αντίστροφα, μιας και οι διαχωριστικές γραμμές δεν είναι πλέον ευδιάκριτες.
Η ειρωνεία, άλλοτε λεπτή κι αδιόρατη, κι άλλοτε απροκάλυπτα σκληρή, ανάλογα με το προσωπικό ύφος του καθενός, βρίσκεται πάντα εκεί στα έργα των δημιουργών, αποσπώντας τον θεατή από την ενοχλητικά αφύσικη ηδύτητα των χρωμάτων και των μορφών, προσκαλώντας τον, σε μια συγκεκριμένη προβληματική που είναι αδύνατον να αγνοήσει. Ο άκρατος καταναλωτισμός, η μόδα, η προβολή συγκεκριμένων προτύπων, η παγκοσμιοποίηση, τα αστραφτερά χαμόγελα ενός ψεύτικου γυαλιστερού διαφημιστικού μικρόκοσμου, η σκανταλιάρικη «παιδική» αφέλεια ενός κόσμου που αρνείται να ωριμάσει, η απομάκρυνση από τη μητέρα φύση και η παραβίαση των νόμων της, παγιδεύουν τον σύγχρονο άνθρωπο και τον φέρνουν σε αντιπαράθεση με την αλήθεια μιας ανταγωνιστικής κι απάνθρωπης κοινωνίας που λειτουργεί(alas?)ακόμα με τους νόμους επιβίωσης της ζούγκλας.
Στόχος των έργων δεν είναι να τέρψουν με τα ευειδή τους χρώματα και μοτίβα, αν κι αρχικά το πετυχαίνουν, αλλά να προβληματίσουν, χωρίς να σοκάρουν, κι αυτό γίνεται αμέσως εμφανές ακόμα και στον πιο ανυποψίαστο θεατή, είτε το επιθυμεί είτε όχι. Το ωραίο παρουσιάζεται θελκτικό, αλλά χωρίς να καταφέρνει να κρύψει το κίβδηλο κι επικίνδυνο. Αντίθετα, το άσχημο και κτηνώδες, μοιάζει μέσα από τον ωμό κυνισμό του, τουλάχιστον αληθινό και γι? αυτό ίσως όμορφο? Η ομορφιά και η ασχήμια αποτυπώνονται μαζί σε μια σχέση θύτη-θύματος που βρίσκει δημιουργική διέξοδο σε Νέο-ρεαλιστικές απεικονίσεις και δανείζεται στοιχεία από την Pop-Art. «?και το τέρας μεταμορφώθηκε σε έναν όμορφο πρίγκιπα. Κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.» Ή μήπως όχι;