Προφανής είναι η αδιαφορία της Πολιτείας και ειδικότερα του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού για τον σύγχρονο πολιτισμό -όχι μόνο για τις ορχήστρες που αποτελούν εξάλλου μικρό μέρος αυτού. Μετά από σειρά ανεύθυνων και αδιάφορων -έως επικίνδυνων- Υπουργών και πλέον με Γενικό Γραμματέα που ενδιαφέρεται μόνο για οτιδήποτε σχετικό με την αρχαιότητα, θεωρώ ότι η κατάσταση δεν θα αλλάξει σύντομα. Δεν ελπίζω σε βελτίωση της ηθικής -αν μη τι άλλο!- υποστήριξης του Υπουργείου, για την δε οικονομική, νομίζω ότι δεν υπάρχει καν λόγος για συζήτηση. Έχω τέλος την εντύπωση, ότι οι διάφοροι -γνωστοί στους κύκλους- σύμβουλοι του πρώην Υπουργού, μάλλον την κατάργηση κάποιων εξ αυτών πρότειναν παρά την ενίσχυσή τους. Η ορθότητα τέτοιων απόψεων δεν αποτελεί θέμα του παρόντος κειμένου.
Πρώτη παρατήρηση που έρχεται στο νου μου είναι ότι οι τρεις εκ των τεσσάρων ορχηστρών που προανέφερα, έχουν ιδρυθεί την δεκαετία του 1990, σε αντιδιαστολή με τις Κρατικές Ορχήστρες Αθηνών (ΚΟΑ) και Θεσσαλονίκης (ΚΟΘ), την Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) και την ΕΣΟ της ΕΡΤ, που είναι οργανισμοί με δράση πολλών δεκαετιών και καθιερωμένη εικόνα στην συνείδηση του κοινού. Δυστυχώς βέβαια, ακόμα και οι Κρατικές Ορχήστρες αντιμετωπίζουν προβλήματα κυρίως οικονομικής φύσης. Νομίζω δε, ότι το μέλλον τους δεν προβλέπεται ανθηρό στην παρατεταμένη περίοδο κρίσης. Η μόνη ορχήστρα που προς το παρόν τουλάχιστον, αποφεύγει τα μεγάλα προβλήματα είναι αυτή της ΕΛΣ, η οποία μάλιστα αναμένει την μετακόμισή της στις νέες εγκαταστάσεις στο Παλαιό Φάληρο το 2015. Θεωρητικά, αυτή η κίνηση θα ωφελήσει τον οργανισμό: και πάλι πολλά ακούγονται για τις θέσεις των καλλιτεχνών, όπως π.χ. κατάργηση της μονιμότητας και αμοιβή των μουσικών ανά συναυλία.
Θεωρώντας ότι η ύπαρξη ικανού αριθμών ορχηστρών εξυπηρετεί την τέχνη της μουσικής και ψυχαγωγεί συμπολίτες μας οικονομικά, θαρρώ πως η έναρξη συνεργασίας μεταξύ αυτών μπορεί να ελαφρύνει την δυσμενή τους θέση. Να εξηγήσω ότι εννοώ την συνεργασία σε επίπεδο διοίκησης. Σαφής είναι σε κάθε ενδιαφερόμενο η έλλειψη -κατ'αρχήν- επικοινωνίας μεταξύ τους. Επίσης σαφής είναι η έλλειψη διαχωρισμού της αποστολής και των στόχων καθεμιάς εξ αυτών. Αυτά, δεν τα ορίζει άμεσα η Πολιτεία, αλλά έμμεσα με την επιλογή των εκάστοτε διευθυντών. Ακόμα όμως και σε εκείνη την περίπτωση που οι εκλεκτοί διαφωνούν με την Πολιτεία, μπορούν εκείνοι να ορίσουν την αποστολή και τον στόχο της ορχήστρας τους χωρίς κανένα κόστος.
Χρειάζεται λοιπόν, να γίνει επαναπροσδιορισμός των στόχων των ελληνικών ορχηστρών. Εκ των πραγμάτων, κάποιες έχουν δεδομένη αποστολή: τέτοιο παράδειγμα αποτελεί η ΕΣΟ της ΕΡΤ, που ως μέρος της Δημόσιας Τηλεόρασης έχει καταστατικό που ορίζει ότι προβάλλει και διαδίδει την ελληνική δημιουργία μέσω ηχογραφήσεων και συναυλιών, ενώ ορίζεται ως ορχήστρα αυτού του τύπου από τις δεκάδες παρόμοιες ορχήστρες που υπάρχουν ανά την υφήλιο. Χωρίς διευθυντή, τα παραπάνω, όπως φαίνεται, έχουν παραμεληθεί, και οι συναυλίες της ορχήστρας εκτός Ραδιομεγάρου είναι ελάχιστες πλέον. Αναρωτιέμαι δε, τί εξυπηρετούν οι συναυλίες στο Studio C της ΕΡΤ, όταν μετά βίας χωράει εκεί η ορχήστρα.
Άλλο παράδειγμα, η ΟτΧ που στο πνεύμα του ιδρυτή της, έχει αποστολή την διάδοση της μουσικής του 20ου αιώνα καθώς και της -ακόμα πιο- σύγχρονης δημιουργίας. Πέραν βέβαια, των δικών μου ισχυρισμών, μπορούν οι ορχήστρες να αυτοπροσδιορισθούν εκ νέου: π.χ. στηρίζουν τους νέους σολίστ -κάτω των 25- και μαέστρους ή προβάλλουν καταξιωμένους; Έχουν την δυνατότητα μετακλήσεων από το εξωτερικό ή αρκούνται στην εγχώρια παραγωγή; Υποχρεούται η Πολιτεία να στηρίζει το έργο της ΟτΧ, κι αν ναι, χωρίς κανένα έλεγχο όπως μέχρι πρόσφατα; Για πόσο διάστημα μπορεί να επιβιώσει μια ορχήστρα χωρίς καλλιτεχνικό διευθυντή; Τί εξειδίκευση και ποιες γνώσεις χρειάζεται η διοίκηση μιας τέτοιας ορχήστρας και πώς μπορεί η Πολιτεία να βοηθήσει, αντί να εμποδίσει όπως μέχρι τώρα, σε αυτή την περίπτωση; Το στίγμα της εκάστοτε ορχήστρας, προφανώς εξαρτάται από απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήσεις.
Ιδιαίτερης μνείας χρήζει η Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής (ΚΟΦΜ). Ορχήστρα εγχόρδων που (επαν)ιδρύθηκε με την επιθυμία του Χρήστου Λαμπράκη, στελεχώθηκε κατά βάση από αλλοδαπούς μουσικούς και πλέον επαναπροσδιορίζεται -πιθανολογώ, χωρίς την σύμφωνη γνώμη των μουσικών της- ως ορχήστρα παντός καιρού. Με χορηγία του Ιδρύματος Ωνάση δίνει συναυλίες με όργανα εποχής στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, καλύπτοντας ένα μεγάλο κενό στην μουσική ζωή του τόπου: αυτή η κίνηση δεν πέρασε απαρατήρητη από το κοινό, ακόμα κι αν οι συνθήκες δεν είναι σε κάθε συναυλία οι ιδανικές. Από την άλλη, η ΚΟΦΜ δίνει συναυλίες -και ηχογραφεί- τζαζ, μουσική για κινηματογράφο, ελαφρά μουσική, ενώ ενίοτε παρουσιάζει και σύγχρονη μουσική: όλα αυτά χωρίς μόνιμο αρχιμουσικό ή καλλιτεχνικό διευθυντή. Αναρωτιέται κανείς, πως μπορεί να καθιερωθεί μια ορχήστρα στα μάτια του ενσυνείδητου ακροατή με αυτό τον τρόπο.
Πιο προβληματική είναι η θέση ορχηστρών όπως η ΣΟΔΑ και ΣΟΔΘ, που απευθύνονται στο ίδιο κοινό με ΚΟΑ και ΚΟΘ αντίστοιχα. Χρήματα για μετακλήσεις οι δημοτικές ορχήστρες δεν έχουν. Μπορούν -και ενδιαφέρονται- να προβάλλουν νέους εγχώριους καλλιτέχνες -σολίστ, συνθέτες, μαέστρους; Υπάρχει λόγος να ασχοληθούν με σύγχρονη δημιουργία; Οι εμφανίσεις τους γίνονται αυστηρά στα πλαίσια του δήμου τους; Μπορεί -και είναι απαραίτητο- η ΣΟΔΑ για παράδειγμα, η μοναδική ελληνική ορχήστρα με ιδιόκτητο χώρο προβών και συναυλιών, να δράσει εκτός αυτού του χώρου; Είναι περαιτέρω, χρήσιμο οι δημοτικές ορχήστρες να έχουν εισιτήριο; Επί δημαρχίας Αβραμόπουλου, η ΣΟΔΑ έδινε μια συναυλία την εβδομάδα σε γεμάτη αίθουσα 500 θέσεων: σε κακή αίθουσα θα σχολιάσουν πολλοί, αλλά τότε ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τώρα, και φυσικά διορθώνεται με λίγη καλή θέληση. Πέραν όμως αυτού, οι μισθοί των μουσικών είναι οι ελάχιστοι, ενώ με λίγα παραπάνω χρήματα θα μπορούσαν να κάνουν -και οι δύο δημοτικές ορχήστρες- πολύ περισσότερες συναυλίες, πλησιάζοντας μάλιστα κοινό που δεν έχει σχέση με τις υπόλοιπες ορχήστρες. Τα τελευταία ζητήματα βέβαια, αφορούν την διοίκηση της ορχήστρας που είναι -στην περίπτωση της ΣΟΔΑ- ο Δήμαρχος. Οι -απολυμένοι- συμβασιούχοι μουσικοί πρώτα έπαιζαν στα σύνολα αμισθί για αρκετούς μήνες, και πλέον βρίσκονται ξανά στα δικαστήρια. Μετά από ενάμιση χρόνο στην εξουσία, νομίζω ότι έφτασε ο καιρός να αποφασίσει -δηλαδή να πράξει- αν ενδιαφέρεται για τα Μουσικά Σύνολα. Θεωρώ ικανό το διάστημα για τον κύριο Καμίνη.
Τα προηγούμενα ισχύουν σε μεγάλο βαθμό για την ΣΟΔΘ. Κάποιες ερωτήσεις απαντήθηκαν ήδη λόγω της κρίσης. Συγκριτικά θα μπορούσε η κατάσταση να είναι καλύτερη, καθότι ο Δήμος Θεσσαλονίκης διαθέτει και Αντιδημαρχία Πολιτισμού: μάλλον όμως πρόκειται για διακοσμητικό στοιχείο της διοικητικής δομής του δήμου. Για παράδειγμα, η ορχήστρα εμφανίζεται την φετινή καλλιτεχνική περίοδο κατά βάση εκτός Θεσσαλονίκης: η τελευταία συναυλία της ορχήστρας στην πόλη έγινε τον Ιανουάριο 2012. Ο εξαιρετικά χαμηλός προϋπολογισμός από το Δήμο τούς επιτρέπει να εμφανίζονται σε επαρχιακές πόλεις της Βόρειας Ελλάδας, οι οποίες καλύπτουν έξοδα όπως η αμοιβή έκτακτων μουσικών -!!!- και σολίστ. Εννοείται ότι τέτοιου είδους περιοδείες είναι καλοδεχούμενες, αναρωτιέμαι όμως αν είναι τέτοιος ο ρόλος μιας δημοτικής ορχήστρας. Πολύ σημαντικότερο είναι να γίνει κατανοητή η χρησιμότητα δύο ορχηστρών σε πόλη με πληθυσμό 1,5 εκατομμύριο κατοίκους. Μπορούν οι τοπικοί άρχοντες της πόλης να το καταλάβουν; Αν δεν μπορούν μόνοι τους, όπως φαίνεται, υπάρχει ικανό πρόσωπο στην πόλη να τούς πείσει για την ορθότητα αυτής της άποψης; Από την άλλη μήπως είναι παράλογο να επιθυμεί η διοίκηση, εν προκειμένω ο κύριος Μπουτάρης, την διεθνοποίηση της πόλης και ενεργοποίηση του νεαρού της πληθυσμού χωρίς όμως σύγχρονο πολιτισμό; Θαρρώ όμως ότι ο ορθολογισμός και ο τεχνοκρατισμός των επιχειρηματιών δεν περιλαμβάνει τον πολιτισμό σε έννοιες όπως η ποιότητα ζωής και ο εκσυγχρονισμός της πόλης όπως τις ευαγγελίζονται.
Περνώντας στις Κρατικές ορχήστρες, θα επικεντρωθούμε και σε άλλου είδους ζητήματα. Ποιος ο σκοπός τους; Μπορεί να είναι η προβολή της σύγχρονης δημιουργίας; Μήπως είναι απαραίτητη η προσοχή σε παλαιότερες εποχές; Υπάρχουν χρήματα για μετακλήσεις κορυφαίων σολίστ και -ξένων κατά βάση- μαέστρων κάθε εβδομάδα; Υπάρχει διάθεση για προβολή νέων καλλιτεχνών, κι αν ναι, πώς μπορεί να υιοθετηθεί από τις κορυφαίες ορχήστρες της χώρας με αξιοκρατικό και αξιόλογο τρόπο; Η χρήση των μουσικών της ορχήστρας ως σολίστ, δίνει αφενός κύρος στην ορχήστρα και αφετέρου κίνητρο στους μουσικούς; Το κυριότερο βέβαια, εξωκαλλιτεχνικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι δύο αυτές ορχήστρες, είναι το μικρό τους κοινό: καθώς έχουν στην διάθεσή τους το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ή Θεσσαλονίκης αντιστοίχως, με τεράστια χωρητικότητα, πολύ συχνά παίζουν για λίγο κόσμο. Η έλλειψη πόρων, ειδικά τα τελευταία δύο χρόνια, για διαφήμιση και προσέγγιση νέου και νεαρού κοινού είναι δεδομένη, και φυσικά δεν βελτιώνεται.
Θα ήταν απαραίτητο να εμφανιστούν σε άλλους χώρους; Και οι δύο ορχήστρες το κάνουν, με διαφορετικό τρόπο η καθεμία. Φέτος για παράδειγμα, η ΚΟΑ εμφανίστηκε και εκτός Στερεάς Ελλάδας, σε Λαμία, Κέρκυρα και Ιωάννινα -σε αντίθεση με προηγούμενες χρονιές, όπου κατά βάση, οι συναυλίες εκτός Αθηνών, περιελάμβαναν τους νομούς Αττικής και Πειραιώς. Κατά πόσο, τέτοιες κινήσεις είναι απαραίτητες, όταν, πρόκειται για καθαρά εκπαιδευτικές συναυλίες χωρίς προφανή στόχο αύξησης του κοινού άμεσα; Η ΚΟΘ επίσης, εκμεταλλευόμενη την Εγνατία Οδό, κάνει εξορμήσεις εκτός Θεσσαλονίκης, συχνά παίζοντας είτε για ελάχιστο κοινό, είτε σε ακατάλληλους χώρους. Δεν θα έπρεπε, εφόσον κρίνονται χρήσιμες οι περιοδείες από την εκάστοτε διοίκησή τους, να οργανώνονται επαγγελματικά και με σωστούς όρους; Προχωρώντας στο επόμενο ζήτημα, θα μπορούσαν να κάνουν στην έδρα τους λιγότερο επίσημες συναυλίες -και σαφώς συντομότερες- για σχολεία; Πόσο υπάρχει η τεχνογνωσία -ή τα χρήματα για αγορά έτοιμων εκπαιδευτικών προγραμμάτων- για τέτοιες κινήσεις, οι οποίες, προϋποθέτουν φυσικά και την συνεργασία των Μεγάρων; Μήπως, τέλος, θα ήταν εφικτή, η συνεργασία με τα μουσικά σχολεία νομών Αθηνών και Θεσσαλονίκης;
Οι παραπάνω ερωτήσεις δεν μπορούν να απαντηθούν εύκολα, ούτε άμεσα: έγκειται κυρίως στην γνώση και θέληση των διοικήσεων να καταλάβουν ότι κάθε ορχήστρα μόνη της δεν έχει όλα τα απαραίτητα μέσα στην διάθεσή της. Η συνεργασία ανάμεσά τους είναι αναμενόμενη και θα γίνει κάποια στιγμή, αρκεί να μην είναι πολύ αργά. Προφανώς δεν θα συνεργαστούν όλοι με όλους, αλλά είτε όσοι έχουν κοινά συμφέροντα, είτε όσοι αλληλοσυμπληρώνονται. Για τον δύσπιστο αναγνώστη, να αναφέρω ότι η ΟτΧ κάνει τις πρόβες της στο Studio C της Ραδιοφωνίας: δείγμα καλής πίστης και συνεργασίας σε δύο οργανισμούς που λόγω θέσης και νόμων είναι άμεσα ανταγωνιστικοί μεταξύ τους. Άλλοι τρόποι συνεργασίας είναι: συνεννόηση για τις ημερομηνίες των συναυλιών, ώστε να αποφεύγονται συναυλίες την ίδια ημέρα· κοινή εμφάνιση σε έργα που απαιτούν ογκώδη ορχήστρα· παρουσίαση ίδιων σολίστ σε διαφορετικές πόλεις: αφορά κυρίως μετακλήσεις ξένων σολίστ και μαέστρων, ώστε να μειώνεται το κόστος· ενοικίαση υλικού από κοινού, επίσης για μείωση κόστους· δανεισμό υλικού του ενός προς τρίτο· εξεύρεση κοινών χορηγών, κοκ. Νομίζω ότι δεν υπάρχει όριο στους τρόπους και στις ιδέες που μπορούν να βρεθούν. Πιστεύω όμως ακράδαντα ότι το μέλλον βρίσκεται εκεί, ειδικά όταν τα χρήματα στον πολιτισμό είναι ελάχιστα.
Αναδημοσίευση άρθρου από το classicalmusic.gr του Στέφανου Νάσου (30/5/2012)