Εγκατέλειψε την καριέρα του ως χρηματιστής το 1883 για να αφοσιωθεί στη ζωγραφική. Ως το 1886, οπότε εγκαταστάθηκε και αυτός στη Βρετάνη, είχε εκθέσει ήδη 2 φορές με τους Ιμπρεσιονιστές. Όμως, οι εικαστικές καινοτομίες του Μπερνάρ τον απελευθέρωσαν οριστικά απ? τις ιμπρεσιονιστικές επιρροές και του επέτρεψαν να ζωγραφίσει πίνακες στους οποίους κυριαρχούν τα όνειρα και οι αναμνήσεις. Παρόλο που Γκωγκέν είχε σίγουρα παρακολουθήσει κάποια πανηγύρια στα χωριά της Βρετάνης κι είχε επηρεαστεί απ? το θέαμα πριν ζωγραφίσει την Οπτασία μετά το κήρυγμα (1888), εδώ, βρισκόμαστε ουσιαστικά μπροστά στην απεικόνιση και ερμηνεία με εικαστικούς όρους μιας εξωπραγματικής, φανταστικής σκηνής.
Απ? τις πρώτες ματιές μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αποτυπώνεται τόσο μια εξωτερική όσο και μια εσωτερική εμπειρία (ο παππάς, οι χωρικοί, αλλά και η ανάμνηση του κηρύγματος που μόλις έχει ακούσει για τον Ιακώβ και την πάλη του με τον άγγελο). Στην ουσία όμως πρόκειται για μια διπλή «οπτασία»: το θρησκευτικό όραμα των γυναικών της Βρετάνης συνδυάζεται με το όραμα της φαντασίας του καλλιτέχνη, που περιλαμβάνει όχι μόνο τη φυσική τους παρουσία και υπόσταση, αλλά και τη δύναμη της πίστης τους.
Τους συμβολιστικούς και εκφραστικούς στόχους του Γκωγκέν τους συμμεριζόταν και ο Ολλανδός Βαν Γκογκ, για τον οποίο η τέχνη ήταν ένα μέσο προσωπικής πνευματικής λύτρωσης. Ο Βαν Γκογκ είχε μεγάλη ανάγκη για συντροφιά και ονειρευόταν μια αδελφότητα καλλιτεχνών σαν εκείνη που είχαν ιδρύσει οι Προραφαηλήτες στην Αγγλία κι έπεισε τον Γκωγκέν να πάει κι αυτός στην Άρλ. Σαν άνθρωπος, ο Γκωγκέν, ήταν πολύ διαφορετικός από τον Βαν Γκογκ. Δεν είχε ούτε την ταπεινοφροσύνη ούτε την αίσθηση της αποστολής που είχε εκείνος. Αντίθετα ήταν περήφανος και φιλόδοξος. Υπήρχαν ωστόσο μερικά σημεία επαφής μεταξύ τους. Όπως ο Βαν Γκογκ έτσι και ο Γκωγκέν άρχισε να ζωγραφίζει συγκριτικά αργά και ήταν και αυτός σχεδόν αυτοδίδακτος.
Τόσο για το Γκωγκέν όσο και για το Βαν Γκογκ, η άποψη ότι η τέχνη είναι μια νέα θρησκεία, ένας τρόπος ζωής στον οποίο πρέπει να δοθεί ολόψυχα ο καλλιτέχνης, αποτελούσε βαθιά πεποίθηση. Η φιλία τους όμως τέλειωσε τραγικά. Ο Βαν Γκογκ σ? ένα παροξυσμό τρέλας επιτέθηκε στον Γκωγκέν, που τον άφησε και έφυγε τρομαγμένος από το Παρίσι.
Δύο χρόνια αργότερα, το 1891, ο Γκωγκέν εγκατέλειψε την Ευρώπη και πήγε σ? ένα απ? τα μυθικά νησιά του Ν. Ειρηνικού, την Ταϊτή, αναζητώντας την απλή ζωή. Κι? αυτό γιατί πίστευε όλο και περισσότερο πως η τέχνη κινδύνευε να γίνει ανειλικρινής κι επιπόλαιη και πως όλη η ευφυΐα και η γνώση που είχαν σιγά σιγά μαζευτεί στην Ευρώπη στερούσαν τον άνθρωπο από το μεγαλύτερο δώρο ? τη δύναμη και την ένταση του συναισθήματος και τον άμεσο τρόπο έκφρασης.
Στην αρχή μελέτησε τη λαϊκή τέχνη, αλλά αυτή δεν τον κράτησε πολύ. Αισθανόταν την ανάγκη να φύγει απ? την Ευρώπη και να ζήσει ανάμεσα στους ιθαγενής στις νότιες θάλασσες, σαν ιθαγενής κι? αυτός, για να βρει τη σωτηρία του. Τα έργα που έφερε από την Ταϊτή προβλημάτισαν ακόμα και κάποιους απ? τους παλιούς του φίλους. Τόσο ήταν άγρια και πρωτόγονα! Αυτό όμως ακριβώς επιζητούσε ο Γκωγκέν. Ήταν περήφανος που τον έλεγαν «Βάρβαρο». Ακόμα και τα χρώματα και το σχέδιο του έπρεπε να είναι «Βάρβαρα» για να δικαιώσουν την ομορφιά των αγνών παιδιών της φύσης που έμαθε να θαυμάζει στην Ταϊτή.
Κοιτάζοντας σήμερα ένα από αυτά τα έργα, όπως το Te Reriroa (1897) (ονειροπόληση μέρα μεσημέρι), πιθανόν αν μην μπορέσουμε να συλλάβουμε ξανά αυτή τη διάθεση. Κι όμως δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε πως ο Γκωγκέν άγγιξε μια νέα χορδή. Δεν είναι μόνο η θεματολογία στα έργα του που είναι παράξενη κι εξωτική. Προσπάθησε να μπει στο πνεύμα των ιθαγενών και να κοιτάξει τον κόσμο όπως εκείνοι. Μελέτησε τις μεθόδους των ντόπιων τεχνιτών και συχνά έβαζε στα έργα του αναπαραστάσεις από τα έργα τους.
Προσπάθησε να εναρμονίσει τα δικά του πορτρέτα των ντόπιων με αυτή την «πρωτόγονη» τέχνη κι έτσι απλοποίησε τα περιγράμματα των μορφών και δε δίστασε να χρησιμοποιεί μεγάλες επιφάνειες με ζωηρά χρώματα. Αντίθετα με το Σεζάν, δεν το ένοιαζε αν αυτές οι απλοποιημένες φόρμες και οι χρωματικές συνθέσεις έκαναν τις εικόνες του να μοιάζουν επίπεδες. Αγνόησε πρόθυμα τα προαιώνια προβλήματα της δυτικής τέχνης, γιατί έτσι θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα τον αμόλυντο δυναμισμό των παιδιών της φύσης.
Βέβαια η αποτίναξη των δεσμών με το Δυτικό κόσμο δεν έγινε στον Γκωγκέν ποτέ ολοκληρωτικά. Παρά την κυριαρχία των εξωτικών θεμάτων και χρωμάτων, τα βασικά στοιχεία του ζωγραφικού του ύφους παρέμειναν αναλλοίωτα, με έντονα τα στοιχεία ενός νέου εκλεκτικισμού. Μετά τις πρώτες εκπλήξεις και τα νέα ερεθίσματα που του πρόσφερε το νέο του περιβάλλον, η παλιά συνθετική τεχνική άρχισε και πάλι να επιβάλει την παρουσία της, όπως αναφέρει κι ο ίδιος, περιγράφοντας τη γέννηση του πίνακα "Το πνεύμα του νεκρού κοιτάζει" (1892). Αρχικά εντυπωσιάστηκε απ? τη μορφή και την κίνηση μιας νεαρής Ταϊτινής της οποίας κι έκανε αμέσως ένα προσεκτικό σκίτσο, με «μοναδικό σκοπό να αποδοθεί ένα γυμνό». Σύντομα όμως ένιωσε την ανάγκη να προσδώσει στο έργο του, στοιχεία της τοπικής παράδοσης και τοπικού χαρακτήρα οπότε πρόσθεσε το ζωηρόχρωμο παρεό και το κίτρινο σεντόνι, που έδινε στο θεατή μια αίσθηση απροσδόκητου.
Τέλος, για υπαινιχθεί ένα στοιχείο «τρόμου» στο φόντο πρόσθεσε λίγο μοβ και μ? αυτό τον τρόπο «το μουσικό μέρος του πίνακα ολοκληρώθηκε». Η «ιδέα» ωστόσο πίσω από το έργο που γεννήθηκε καθώς το δούλευε δεν είχε ακόμα οπτικοποιηθεί. Για να φτάσει, λοιπόν, στο επιθυμητό αποτέλεσμα χρειάστηκε να επανεξετάσει από την αρχή τον πίνακα (περίπλοκο κι έντονα συμβολικό έργο, εμπνευσμένο από ένα όραμα της Τέχα ? Αμάνα και από την παράλογη δεισιδαιμονική πίστη της ότι στο σκοτάδι κατοικούν φαντάσματα).
Ίσως να μην πετύχαινε πάντα απόλυτα το στόχο του, να φτάσει στη αμεσότητα και την απλότητα. Το πάθος του όμως γι? αυτόν ήταν τόσο γνήσιο όσο ήταν για τον Σεζάν για μια νέα αρμονία και του Βαν Γκογκ για ένα καινούριο μήνυμα. Γιατί ο Γκωγκέν θυσίασε τη ζωή του για ένα ιδανικό. Πίστεψε πως στην Ευρώπη δεν τον κατάλαβαν και παρόλο που επέστρεψε για 2 χρόνια, 1893-5, στη Γαλλία, αποφάσισε να γυρίσει στα νησιά των Νοτίων θαλασσών για πάντα.
Ο αντινατουραλισμός του Γκωγκέν, η έμφαση του στα ποιητικά και ρυθμικά στοιχεία, οι απόψεις του για τη καθαρότητα της γραμμής και τη δημιουργική αυτονομία του χρώματος, η στροφή του προς τη φαντασία, τα όνειρα, το ασυνείδητο και το πρωτογενές στοιχείο (που βλέπουμε σε πολλά έργα του, όπως στα «Από πού ερχόμαστε, ποιοί είμαστε, πού πάμε» και «Τι! Ζηλεύεις;»), άσκησαν πολύ μεγάλη επίδραση στους σύγχρονούς του, αλλά και σε πολλούς μεταγενέστερους καλλιτέχνες. «Ήρθα να κατοχυρώσω το δικαίωμα να τολμά κανείς ο,τιδήποτε», έλεγε και πίστευε πως οι ζωγράφοι εκείνη την εποχή του χρωστούσαν επωφελούμενοι από αυτή την ελευθερία.
Ύστερα από χρόνια μοναξιάς κι απογοήτευσης, o Γκωγκέν πέθανε άρρωστος (είχε, άλλωστε, σύφιλη) και φτωχός.
Κέρδισε, όμως, ο σημαντικός αυτός Γάλλος ζωγράφος, εκπρόσωπος του ρεύματος του μετα-ιμπρεσιονισμού, τον τίτλο "Ένας από τους σπουδαιότερους ζωγράφους όλων των εποχών".
Βιβλιογραφία:
- Ιστορία της Τέχνης, Hugh Honour / John Fleming, εκδόσεις Υποδομή
- Μοντέρνα Τέχνη, Τζούλιο Κάρλο Αργκάν, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης
- Το χρονικό της Τέχνης, Ε.Η.Gombrich, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- ArtBook, Gauguin, Εφημερίδα Ημερησία
- Λεξικό εικαστικών τεχνών, Χέρμπερ Ρηντ, εκδόσεις Υποδομή
- Ιστοσελίδα της wikipedia