Η έκθεση χωρίζεται ουσιαστικά σε δύο θεματικές ενότητες: στα πορτραίτα και στη σειρά με τα μυθολογικά θέματα ή πιο σωστά με θέματα που έχουν εμπνευστεί από τη μυθολογία και συγκεκριμένα από τις περιπέτειες του Οδυσσέα.
Στη σειρά με τα μυθολογικά θέματα, όπως διαπιστώνει ο θεατής, η Μιχαλακοπούλου εκτός όλων των άλλων παίζει και με τις λέξεις των τίτλων των έργων.
Στο έργο Δελτίο ειδήσεων στο νησί των Κυκλώπων η Μιχαλακοπούλου παίζει πρώτα από όλα με τις λέξεις: το δελτίο ειδήσεων, που ισοδυναμεί με την ενημέρωση, μεταδίδεται στο νησί των Κυκλώπων, των μονόφθαλμων δηλαδή. Άρα πρόκειται για μια ενημέρωση λίγο έως πολύ μονομερή. Η φιγούρα καταλαμβάνει όλη την επιφάνεια του πίνακα, αλλά δεν τοποθετείται ακριβώς στο κέντρο, αλλά ελαφρώς έκκεντρα. Με τον τρόπο αυτό δίνεται στο θεατή η δυνατότητα να δει και ένα μέρος από το χώρο του δελτίου. Έτσι διακρίνεται ένα αντικείμενο πίσω από τον εκφωνητή του δελτίου καθώς και τα έντονα μωβ παράθυρα πίσω του. Και εδώ η Μιχαλακοπούλου επικεντρώνεται στις λεπτομέρειες: στα έντονα χαρακτηριστικά του προσώπου του Κύκλωπα, στα χέρια του, στις μεγάλες του παλάμες. Το έργο αυτό ενέχει θα λέγαμε ένα σαρκασμό, πόσο ολοκληρωμένη, μονομερής ή όχι είναι η ενημέρωση. Και αν στο νησί των Κυκλώπων όλα, δυνητικά, μπορούν να επιτρέπονται συμβαίνει το ίδιο και αλλού; Αυτός θα λέγαμε είναι και ο βαθύτερος προβληματισμός της ζωγράφου.
Από την ίδια σειρά με τα μυθολογικά θέματα είναι και ο επόμενος πίνακας με τον τίτλο ο Οδυσσέας στο νησί της Καλυψούς. Στο έργο αυτό ένας γενειοφόρος άνδρας, ο Οδυσσέας, βρίσκεται κρατούμενος στην Ωγυγία, στο νησί της Καλυψούς. Κρατάει στα χέρια του την ταυτότητά του, την ταυτότητα του κρατούμενου ουσιαστικά, Ωγυγία Οδυσσέας 07710, καθώς βρίσκεται μπροστά από τον διαβαθμισμένο πίνακα μέτρησης του ύψους. Αυτό που έχει ενδιαφέρον στο έργο αυτό είναι η επιλογή των χρωμάτων στα ρούχα του Οδυσσέα˙ μπλε και λευκό. Χρώματα που συνειρμικά στο νου του θεατή φέρνουν τα χρώματα της γαλανόλευκης. Δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι για τον απώτερο στόχο της Μιχαλακοπούλου: πολιτικό σχόλιο; Τυχαία επιλογή; Ουσιαστικά την επιλογή την αφήνει σε εμάς, στο θεατή, καθώς μας κάνει κοινωνούς, αλλά και συμμέτοχους στο έργο. Να σημειώσουμε πως και αυτό όσο και το προηγούμενο έργο κινούνται σε δύο διαστάσεις, χωρίς προοπτική. Για να ξεχωρίζει η μορφή από το φόντο η Μιχαλακοπούλου στο μεν πρώτο θα βοηθηθεί από το χρώμα: μωβ στον τοίχο σε αντιδιαστολή με το γκρίζο του ρούχου, ενώ σε αυτό, ανάμεσα στον τοίχο – διαβαθμισμένο πίνακα και μορφή υπάρχει η σκιά του Οδυσσέα, η οποία ξεκολλάει, θα λέγαμε, τη μορφή από το φόντο.
Θα σταθούμε σε ένα ακόμα έργο αυτής της σειράς, το οποίο έχει τον τίτλο Οι σειρήνες στο εργαστήριό μου. Σε αντιδιαστολή με τα προηγούμενα έργα το πρώτο στοιχείο που παρατηρεί ο θεατής είναι ότι εδώ είναι ξεκάθαρη η προοπτική. Το έργο κινείται σε τρεις διαστάσεις όπου στο πρώτο επίπεδο είναι η ζωγράφος, η οποία σχεδιάζει στο σχεδιαστήριό της, ενώ στο φόντο διακρίνεται μέρος από το εργαστήριό της. Στο έργο αυτό έχουμε μια λεπτομερή καταγραφή, πρώτα από όλα, του περιβάλλοντος χώρου. Η ζωγράφος ορίζει ξεκάθαρα το που βρίσκεται. Παρά το γεγονός ότι το έργο τιτλοφορείται Οι σειρήνες στο εργαστήριό μου η Μιχαλακοπούλου παραλλάσει το μύθο˙ στο μύθο ο Οδυσσέας κρατάει τα αυτιά του ανοιχτά για να ακούσει το τραγούδι των σειρήνων. Στο έργο η ζωγράφος φοράει ακουστικά, άρα εκ πρώτης όψεως κρατάει τα αυτιά της κλειστά σε κάθε εξωτερική παρεμβολή. Είναι όμως έτσι; Μπορεί και όχι, μπορεί και εκείνη να έχει τα αυτιά της ανοιχτά στο τραγούδι των σειρήνων καθώς είναι δυνατόν να ακούει το τραγούδι τους από τα ακουστικά της. Από τεχνικής άποψης το πλαίσιο του πίνακα κόβει μέρος του έργου, στοιχείο γνωστό στην Ιστορία της Τέχνης, κάνοντας το έργο εν τέλει να συνεχίζεται και έξω από τα στενά όρια του πίνακα.
Στη σειρά με τα πορτραίτα η Μιχαλακοπούλου επιλέγει να απεικονίσει τόσο πρόσωπα γνωστά στο ευρύ κοινό, όπως η Γερμανίδα χορεύτρια Pina Bausch και ο Αμερικανός τραγουδιστής Tom Waits ή τον πατέρα της, τον ηθοποιό Γιώργο Μιχαλακόπουλο, αλλά και πρόσωπα τα οποία δεν είναι γνωστά. Σε όλα τα πορτραίτα η Μιχαλακοπούλου εστιάζει στο πρόσωπο και στα χαρακτηριστικά αυτού. Σε κάθε έργο το εικονιζόμενο πρόσωπο καταλαμβάνει όλο σχεδόν τον πίνακα, κοιτώντας κάποιες φορές κατάματα το θεατή, άλλοτε έχοντας τα μάτια κλειστά. Στα πορτραίτα αυτά η Μιχαλακοπούλου δεν ωραιοποιεί το πρόσωπο, απλά το καταγράφει, εστιάζοντας κάθε φορά στα στοιχεία που την ενδιαφέρουν. Με τον τρόπο αυτό μέσα από την καταγραφή, την λεπτομερή καταγραφή, η Μιχαλακοπούλου προσπαθεί να εκφράσει και τον ψυχισμό αυτών των ανθρώπων.
Στο έργο με τίτλο η μητέρα μου η Μιχαλακοπούλου παρουσιάζει μια προσωπογραφία της μητέρας της. Μια απόδοση άκρως ρεαλιστική. Η γυναίκα κοιτάει κατάματα τη ζωγράφο και κατ’ επέκταση το θεατή με ένα βλέμμα σταθερό. Η Μιχαλακοπούλου καταγράφει όλες τις λεπτομέρειες του προσώπου της μητέρας της: τις ρυτίδες στο πρόσωπο, τα μεγάλα κοκάλινα γυαλιά, τα κοντά γκρίζα της μαλλιά, ακόμα και τα ρούχα της. Το παράδοξο όμως έγκειται ακριβώς σε αυτό το σημείο˙ ενώ φοράει μια μπλε ζακέτα, κάτι που θα μπορούσε να φοράει ο καθένας από μας, η φούστα που συνοδεύει το ενδυματολογικό σύνολο, δεν είναι μια απλή λευκή φούστα, είναι μια φουστανέλα. Πέρα από αυτό η Μιχαλακοπούλου βάζει τη μητέρα της να πλέκει μια γαλανόλευκη σημαία. Έχουμε λοιπόν εδώ ένα μετασχηματισμό του προσώπου της μητέρας σε σύμβολο. Η γυναίκα στο πορτραίτο δεν είναι μόνο η μητέρα της, μετατρέπεται σε μια γενικότερη έννοια: είναι η παράδοση, είναι η Ελλάδα, είναι ακόμα η μητέρα με την ευρεία έννοια υπό τη σκέπη της οποίας βρίσκεται ο καθένας από μας. Αυτή στην οποία στρέφεται ο καθένας. Αυτή την οποία αναζητά ο καθένας μας. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο ο περιβάλλων χώρος είναι απροσδιόριστος, σίγουρα δεν είναι εσωτερικό σπιτιού, καθώς υπάρχει ένας κορμός δέντρου, αλλά δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία ώστε να μπορούμε να προσδιορίσουμε με ακρίβεια το χώρο. Βέβαια και οι έννοιες της Παράδοσης και της Ελλάδας είναι διαχρονικές.
Στο έργο με τίτλο ο πατέρας μου η Μιχαλακοπούλου παρουσιάζει ένα ολόσωμο πορτραίτο του πατέρα της και της ίδιας. Τα μεγέθη απόδοσης, όπως εύκολα παρατηρεί ο θεατής, δεν είναι ίδια: μεγαλόσωμος ο πατέρας, μικρότερη εκείνη, εκείνος σε πρώτο πλάνο, η ίδια πιο πίσω, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό και την αίσθηση του βάθους. Η απόδοση του πατέρα γίνεται ως εξής: ανεβασμένος πάνω σε ένα σκέιτ φοράει φούστα, μια ιδιότυπη μπλούζα, μια πρόσθετη κοιλιά σαν εξάρτημα θεατρικό και ένα λοφίο. Σίγουρα δεν πρόκειται για μια καθημερινή ενδυμασία, αλλά για μια ενδυμασία που παραπέμπει σε κάποιο ρόλο. Αν δεν υπήρχε το σκέιτ θα μπορούσε να υποθέσει ο θεατής πως αποδίδει τη μορφή του πατέρας της, ο οποίος υποδύεται κάποιο ρόλο. Το σκέιτ όμως; Γιατί υπάρχει; Γιατί ο πατέρας της είναι πάνω σε αυτό; Και εν τέλει το σκέιτ σε ποιο από τα δύο πρόσωπα αναφέρεται; Η προφανής απάντηση είναι πως αναφέρεται στον πατέρα καθώς εκείνος είναι επάνω. Όμως όχι. Το σκέιτ αναφέρεται στην ίδια τη ζωγράφο και στον τρόπο με τον οποίο εκείνη βλέπει τον πατέρα της. Για την ίδια ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος είναι πρώτα απ’ όλα ο πατέρας της και στη συνέχεια ο ηθοποιός Μιχαλακόπουλος. Για την ίδια ο πατέρας της ισορροπεί πάνω σε δύο ιδιότητες: του πατέρα και του ηθοποιού που συνυφαίνονται στο ίδιο πρόσωπο. Το φαινομενικά αταίριαστο σκέιτ έχει έναν καίριο ρόλο στο συγκεκριμένο έργο.
Από πλευράς τεχνικής διαπιστώνουμε, στα έργα της Μιχαλακοπούλου, ένα μονόχρωμο φόντο που εξαίρει το εικονιζόμενο πρόσωπο. Ακόμη γίνεται χρήση μικτής τεχνικής: μολύβι και χρώμα, χρώμα και κολλάζ σε κάποια σημεία.
Λαμπρινή Μπενάτση
Διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης
MA of Art University of ESSEX, U.K