Έντονες, παχιές, νευρικές γραμμές ορίζουν το περίγραμμα των προσώπων και των σωμάτων και μέσα από τις γραμμές ένα πρόσωπο και ένα σώμα που στέκει και σε κοιτάζει. Εδώ λοιπόν αρχίζει και το μέγα ερώτημα˙ σε κοιτάζει;
Παρά το γεγονός ότι η Camille στρέφει το βλέμμα στο θεατή, εντούτοις είναι ένα βλέμμα σχεδόν απλανές, παγωμένο, το οποίο δίνει την αίσθηση στο θεατή πως το εικονιζόμενο πρόσωπο είναι βυθισμένο στις δικές του σκέψεις.
Το δεύτερο πρόσωπο δεν κοιτάζει το θεατή, μάλλον αποφεύγει το βλέμμα του, είναι ένα πρόσωπο ταλαιπωρημένο, προβληματισμένο, αλλά εκφραστικό, σε αντίθεση με το προηγούμενο παγωμένο βλέμμα.
Ένα τρίτο έργο είναι ένα έργο ιδιότυπο, με την έννοια ότι αποτελείται από μια φωτογραφία που απεικονίζει τα μάτια της Camille μόνο, θλιμμένα, ίσως και ικετευτικά και κάτω από τα μάτια ένα γράμμα τής Camille στον Rodin˙ το όλον περιβάλλεται από έντονες, παλλόμενες, άναρχες πινελιές. Αν τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής, το γράμμα είναι ο καθρέφτης των συναισθημάτων της προς τον Rodin, ένα γράμμα που έρχεται να ολοκληρώσει το πρόσωπο και το σώμα της Camille. Δυο μάτια που χάνονται στις σκέψεις, δυο μάτια που αναπολούν, μια ερωτική επιστολή που εκφράζει συναισθήματα. Οι γραμμές ορίζουν το πλαίσιο, τίποτα δεν μπορεί να βγει έξω από αυτό. Σκέψεις, επιθυμίες και συναισθήματα εγκλωβισμένα. Η Σταυροπούλου εντυπωσιάζεται από την προσωπικότητα της Camille Claudel, η οποία υπήρξε γλύπτρια, μούσα και ερωμένη του Rodin και συγχρόνως αποδιωγμένη από τη μητέρα της από την αρχή ως το τέλος της ζωής της. Αυτήν λοιπόν απεικονίζει και συγχρόνως εμπνέεται από αυτήν. Νιώθει ότι ταυτίζεται με την Camille εκφράζοντας με τον χρωστήρα της όσα η Camille θα ήθελε να πει. Η Σταυροπούλου αντιλαμβάνεται πως η ομορφιά δεν οδηγεί πάντα στην επιτυχία. Δεν την καθιερώνει σε ένα ανδροκρατούμενο χώρο και συγχρόνως στερεί από την Camille την αποδοχή της μητέρας της.
Αυτή την ιδιαίτερη προσωπικότητα η Σταυροπούλου αποδίδει με παχιές και νευρικές γραμμές, εμπλεκόμενες μεταξύ τους. Το σώμα πάλλεται, συστρέφεται, τα χέρια τείνουν να πιάσουν κάτι ή κάποιον. Στα έργα που έχουν χρώμα, το χρώμα δίνει την αίσθηση πως είναι άναρχα ριγμένο στον καμβά.
Εκτός από το σώμα της Camille η Σταυροπούλου θα απεικονίσει και ένα σύμπλεγμα δύο σωμάτων. Πιθανότατα της Camille και του Rodin. Στο έργο αυτό θα απεικονίσει τα δύο σώματα, τα οποία χορεύουν, θα δώσει έμφαση στα χέρια που αγγίζουν το ένα το άλλο, στο χέρι που αγκαλιάζει το έτερο σώμα, εντούτοις ουσιαστικά δεν θα απεικονίσει τα πρόσωπα. Δεν βλέπουμε χαρακτηριστικά, τα πρόσωπα δεν ξεχωρίζουν· είναι ένα. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι εδώ η Σταυροπούλου δημιουργεί μια ωδή στον έρωτα. Τα σώματα χορεύουν, αγκαλιάζονται και γίνονται ένα. Τα πρόσωπα δεν φαίνονται, δεν ξεχωρίζουν. Το έργο αυτό που έχει σα βάση την Camille και τον Rodin απευθύνεται εν τέλει στον καθένα από μας.
Ο θεατής των έργων της Σταυροπούλου βρίσκεται μπροστά σε μια ομοβροντία δυνατών και έντονων έργων, τόσο από άποψη τεχνικής όσο και από άποψη μηνυμάτων. Ίσως το πιο δυνατό έργο της έκθεσης είναι αυτό στο οποίο η Σταυροπούλου παρουσιάζει τα μάτια της Camille τα οποία συνοδεύονται από μια ερωτική επιστολή. Στο έργο αυτό συμπυκνώνεται όλη η αγάπη της Σταυροπούλου για την Camille και της Camille για τον Rodin.
Τέλος πρέπει να σημειώσουμε, πως η Σταυροπούλου δεν φοβάται να γράψει φράσεις πάνω στο έργο, όπως je te quitte, ή aimer c’ est perdre, εξηγώντας έτσι στο θεατή και οδηγώντας τον εκεί που θέλει. Η Σταυροπούλου τού δείχνει το δρόμο και τον κάνει θέλοντας και μη συμμέτοχο του έργου.
Λαμπρινή Μπενάτση
Διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης
Ma of Arts University of Essex, U.K.