O Ανδρέας Καλακαλλάς παρουσιάζει δύο έργα, το ένα σε μπρούτζο και το δεύτερο σε μάρμαρο. Στο πρώτο έργο με τίτλο Αυλητής, ο Καλακαλλάς εμπνέεται από το ομώνυμο κυκλαδικό ειδώλιο, το οποίο όμως το παραλλάσσει. Η πρώτη παραλλαγή που διακρίνει ο θεατής είναι το κεφάλι, το οποίο διαφέρει από το αντίστοιχο κυκλαδικό ειδώλιο, αλλά και ο αυλός, ο οποίος εδώ είναι σπειροειδής. Παράλληλα ο Καλακαλλάς θα διαφοροποιήσει και το σώμα, το οποίο έχει εσοχές και αιχμηρές απολήξεις, εσοχές και απολήξεις που δίνουν τη αίσθηση στο θεατή πως εύκολα μπορεί να πιάσει με τα δάχτυλά του το ειδώλιο και να το μετακινήσει. Παρατηρώντας το ειδώλιο διαπιστώνουμε πως ο Καλακαλλάς δίνει στο άγαλμά του μια ιδιότυπη κίνηση˙ το άγαλμα φαίνεται πως κινείται στον ήχο της μουσικής. Οι εσοχές και οι απολήξεις, τα μεγάλα χέρια δημιουργούν ένα παιχνίδι φωτός και σκιάς. Όμως ο Καλακαλλάς δεν μένει απλά στην δική του αναπαράσταση του ειδωλίου, πάει ένα βήμα παραπέρα. Εκφράζει με ένα δικό του τρόπο την έννοια της μουσικής και ό,τι μπορεί να προέλθει από αυτή.
Στο έργο με τίτλο Aqua love, ο Καλακαλλάς θα δημιουργήσει ένα σύμπλεγμα από δελφίνια. Θέμα που για ακόμα μια φορά έχει αναφορές στο ευρύ πεδίο της τέχνης. Η απόδοση του έργου γίνεται μινιμαλιστικά καθώς ο Καλακαλλάς δεν αναλώνεται σε λεπτομέρειες. Μέσα από το έργο γίνεται μια αναφορά στο πεδίο των σχέσεων. Μητρική, ερωτική, φιλική, όλα συνυφαίνονται στο εν λόγω σύμπλεγμα. Πέρα όμως από τον ορισμό των σχέσεων, μέσα από το έργο μπορούμε να διακρίνουμε και την κρυμμένη κυριαρχία του ενός έναντι του άλλου, καθώς σε κάθε ζεύγος σχέσεων είναι δυνατόν να συμβεί αυτό. Στο γλυπτό που έχουμε μπροστά μας το ένα δελφίνι στέκει αγέρωχο με το ρύγχος του ψηλά, είναι λοιπόν η κυρίαρχη μορφή, ενώ το άλλο γέρνει πάνω στο πρώτο. Το ένα κυριαρχεί το άλλο όχι. Ρόλοι ξεκάθαροι; Ίσως και όχι καθώς χωρίς την ύπαρξη του ενός δεν έχουμε την ύπαρξη του άλλου. Ουσιαστικά στο έργο αυτό δεν έχουμε μια αντιθετική σχέση, αλλά μια σχέση αλληλοσυμπληρούμενη.
Ο Δημήτρης Κώστας θα παρουσιάσει δύο έργα με τον ίδιο τίτλο Πέρασμα, αλλά με διαφορετική προσέγγιση. Στο πρώτο πέρασμα (ξύλο και μέταλλο) ο Κώστας κατασκευάζει μια πόρτα ή καλύτερα ένα άνοιγμα, το οποίο μετατοπιζόμενο ελαφρά, δημιουργεί την αίσθηση της δίνης˙ μιας δίνης με αιχμηρές απολήξεις που σε οδηγεί σε ένα σκοτεινό μέρος. Μέσα από το έργο αυτό ο Κώστας παίζει ουσιαστικά με έννοιες όπως άγνωστο, αβεβαιότητα, φόβος, πιθανός εγκλεισμός - αποκλεισμός. Η πόρτα – άνοιγμα υπάρχει, το τούνελ όμως που δημιουργείται οδηγεί σε ένα αβέβαιο σημείο. Εδώ γίνεται συμμέτοχος ο θεατής, εκείνος είναι εν τέλει που θα αποφασίσει αν θα διαβεί το Πέρασμα ή όχι, καθώς στο τέλος του, δεν ξέρει τι είναι αυτό που θα συναντήσει, αλλά δεν ξέρει ακόμη αν τελικά θα καταφέρει να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία και να οδηγηθεί ξανά στην έξοδο.
Εκ πρώτης όψεως το δεύτερο Πέρασμα έρχεται σε αντιδιαστολή με το πρώτο, καθώς εδώ γνωρίζουμε το σημείο τελικού προορισμού˙ επάλληλες μεταλλικές πόρτες οδηγούν σε μια μαρμάρινη είσοδο η σκάλα της οποίας σε οδηγεί στο φως. Εδώ επομένως το τέλος δεν είναι άγνωστο, η σκάλα οδηγεί σε μια φωτεινή διέξοδο. Αν λοιπόν στο πρώτο έργο ο Κώστας παίζει με τις έννοιες του άγνωστου και του φόβου, στάδια, τα οποία πρέπει να ξεπεραστούν προκειμένου να φτάσει κανείς στο επιθυμητό αποτέλεσμα, στο δεύτερο πέρασμα τα ίδια τα στάδια, οι πόρτες δηλαδή, είναι εκείνες που πρέπει να περαστούν ώστε να φτάσει κανείς στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Ουσιαστικά ο Κώστας στο έργο αυτό πραγματεύεται την έννοια της προσπάθειας. Ξέρω που θέλω να φτάσω, ξέρω τον στόχο, μένει πια να αποφασίσω να περάσω ένα ένα τα στάδια, να ανέβω την σκάλα, δεύτερο στάδιο προσπάθειας, για να φτάσω τον στόχο. Τα δύο έργα ουσιαστικά συμπληρώνουν το ένα το άλλο, στο πρώτο πέρασμα πρέπει να νικήσω το φόβο, στο δεύτερο πρέπει να περάσω τα εμπόδια. Και στις δύο περιπτώσεις ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τον εαυτό του.
Ο Στέφανος Σουβατζόγλου θα μας δώσει δύο γλυπτά, τα οποία κινούνται στο χώρο του μινιμαλισμού, καθώς τα στοιχεία που συνθέτουν τα έργα του περιορίζονται στο ελάχιστο, δίνοντας όμως έργα σαφή, λιτά, απλά που διαθέτουν τέλεια ισορροπία. Στο πρώτο έργο ο θεατής βρίσκεται μπροστά σε ένα ιδιαίτερο αναλόγιο. Μπροστά βρίσκεται, θα λέγαμε, η θέση για την παρτιτούρα, ενώ πίσω από αυτή βλέπουμε ένα ζωόμορφο πλάσμα, πιθανότατα έναν κάβουρα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως στο έργο αυτό ο Σουβατζόγλου παντρεύει με έναν έξοχο τρόπο δύο διαφορετικούς κόσμους, έναν ανθρώπινο, αυτόν της μουσικής, με το ζωικό βασίλειο. Φύση - πολιτισμός συνυφαίνονται στον εν λόγω έργο.
Στο δεύτερο έργο θα πάρει πάλι στοιχεία από το ζωικό βασίλειο, τα οποία θα συνδυάσει με τα αφαιρετικά στοιχεία. Και πάλι όμως και στο δεύτερο γλυπτό ο Σουβατζόγλου θα κρατήσει μόνο τα βασικά στοιχεία, χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Πρόκειται για δύο έργα απέριττα, λιτά, κατασκευασμένα σαν με μια μονοκοντυλιά, όπως ήδη έχουμε ξαναπεί για τα έργα του Σουβατζόγλου, αν μπορούσε βέβαια να το πει κανείς αυτό για έργα γλυπτά, από μέταλλο κατασκευασμένα.
Ο Στέλιος Παναγιωτόπουλος κινείται στα όρια των μετα-μηχανικών γλυπτών. Στα δύο του γλυπτά ο Παναγιωτόπουλος μετασχηματίζει τα αποτελούμενα μέρη των γλυπτών του, τα οποία χάνουν την αρχική τους ιδιότητα και μετατρέπονται σε αφαιρετικές ανθρώπινες μορφές. Την όποια κινητική δύναμη είχαν τα αποτελούμενα μέρη των γλυπτών τώρα χάνεται˙ τα γλυπτά είναι στατικά. Το έργο του Παναγιωτόπουλου αντανακλά τη συμβίωση Ανθρώπου – Μηχανής. Τα σκληρά και ψυχρά υλικά που χρησιμοποιεί, τα ελατήρια που υποδηλώνουν την ένταση, οικοδομούν μια αφαιρετική ανθρώπινη μορφή, η οποία έρχεται μέσω των κεραιών σε επικοινωνία με το θεατή. Οι κεραίες ουσιαστικά υποδηλώνουν την τάση και την επιθυμία για επικοινωνία.
Ο Δημήτρης Τσιαντζής εκθέτει δύο γλυπτά από ξύλο. Στο πρώτο έργο βλέπουμε μια ανθρώπινη μορφή σε στάση ικετευτική. Στην πλάτη της μορφής υπάρχουν εργαλεία, τα οποία λειτουργούν για την στήριξη της μορφής. Η μορφή, χωρίς χαρακτηριστικά στο πρόσωπο φαίνεται σαν να προσμένει κάτι, πιθανότατα την απελευθέρωσή της από τα δεσμά που βρίσκονται στην πλάτη της. Είναι φανερό πως με αυτά η μορφή δεν μπορεί να μετακινηθεί.
Στο δεύτερο έργο ο Τσιαντζής παρουσιάζει ένα λευκό, λαϊκό, φθαρμένο τραπέζι, ένα τραπέζι που ο καθένας έχει συναντήσει έστω μια φορά στη ζωή του. Αυτό, το κατά τα άλλα γνώριμο τραπέζι, αποκτά μια άλλη διάσταση εξαιτίας του περιεχομένου του συρταριού που διαθέτει, ένα συρτάρι που πρέπει να σημειώσουμε πως είναι και αυτό φθαρμένο με σπασμένο χερούλι. Μέσα στο συρτάρι υπάρχει ένα στρατός από μικρά ανθρωπάκια, τα οποία δεν έχουν χαρακτηριστικά στο πρόσωπό τους. Αυτός ο στρατός καθιστά το ασήμαντο τραπεζάκι σημαντικό, δυνατό, υπολογίσιμο. Το βάρος του έργου μετατίθεται από το τραπέζι στο στρατό, ο οποίος είναι η κρυφή και υπολογίσιμη δύναμη, ο άσσος στο μανίκι, που ο καθένας προσπαθεί να έχει.
Κοιτώντας συνολικά την έκθεση διαπιστώνουμε πως πρόκειται για μια έκθεση που προσεγγίζει πολλά από τα ρεύματα της τέχνης του 20ου αιώνα. Παράλληλα τα ίδια τα έργα καταφέρνουν και συνομιλούν τόσο μεταξύ τους όσο και με τον ίδιο το θεατή.
Λαμπρινή Μπενάτση
Διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης
Ma of Arts, University of Essex, U.K.