Ανάμεσα στους περιηγητές της αριστοκρατίας και της καλής κοινωνίας έβρισκε κανείς και ανερχόμενους καλλιτέχνες, που ταξίδευαν με σκοπό, όχι μόνο να εμπλουτίσουν τις καλλιτεχνικές τους γνώσεις ερχόμενοι σε επαφή με τα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά μνημεία, αλλά και να κάνουν υψηλές διασυνδέσεις που θα οδηγούσαν σε ενδεχόμενες παραγγελίες έργων τέχνης. Από την άλλη, οι ευγενείς περιηγητές έβλεπαν την περιοδεία σαν αναπόσπαστο κομμάτι της καλλιέργειας τους, καθώς οι πιο εύποροι εξ' αυτών προσελάμβαναν για το ταξίδι συνοδούς-καθηγητές της αρχαιολογίας και άλλους επιστήμονες που εμπλούτιζαν τις εξορμήσεις με σχετικές διαφωτιστικές διαλέξεις. Η περιοδεία, όμως, είχε και ένα άλλο σκοπό: την απόκτηση έργων τέχνης.
Για τον περιηγητή του 18ου αι. τα έργα τέχνης χωρίζονταν συνήθως σε τρεις κατηγορίες: τα αρχαία(κυρίως αγγεία και κλασικά αγάλματα), εκείνα των Μεγάλων Δασκάλων της Αναγέννησης, και τέλος των σύγχρονων καλλιτεχνών (κυρίως παραγγελίες πορτραίτων, αναμνηστικών τοπιογραφιών, γκραβουρών και αντίγραφων της αρχαιότητας, καμέες κα.-όλες οι ιστορικές επαύλεις της Μ. Βρετανίας είναι γεμάτες από τα τελευταία). Φυσικά η Ιταλία είχε και άλλα θέλγητρα, εκτός από τις αρχαιότητες, που την έκαναν ελκυστική στα μάτια των νεαρών περιηγητών. Αποτελούσε για πολλούς από αυτούς το σύμβολο της ελευθερίας πριν την ενηλικίωση τους με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις που αυτή συνεπαγόταν για έναν ευγενή της εποχής. Μπορούσαν να απολαύσουν ελεύθεροι των έρωτα όμορφων κοριτσιών και αγοριών(μιας και η Ιταλία ήταν γνωστή για την υποβόσκουσα και ανεκτική ομοφυλοφιλική κουλτούρα της), και να επιδοθούν εν γένει ανενόχλητοι, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, σε κάθε είδους ξέφρενη διασκέδαση και απόλαυση.
Συνήθως με τον επαναπατρισμό τους περίμενε κάποιο υπολογισμένο συνοικέσιο ή θέση στο Κοινοβούλιο των Λόρδων, όπου έπρεπε να επιδοθούν στην πολιτική. Η Ιταλία ήταν το τελευταίο, λοιπόν, προπύργιο της ανέμελης νιότης τους. Όποια κι αν ήταν όμως τα κίνητρα όλων, οι περισσότεροι είχαν το ίδιο κλασσικό υπόβαθρο καλλιέργειας και την ίδια λατρεία για τον αρχαίο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Πολλοί μεγάλοι άνδρες της εποχής περιγράφουν στις αυτοβιογραφίες και τα απομνημονεύματά τους τις εντυπώσεις τους από τη Μεγάλη Περιήγηση. Μπορούμε να πούμε, σχεδόν με βεβαιότητα, πως πρόκειται για ένα καθαρά βρετανικό φαινόμενο μιας και οι ευπατρίδες της υπόλοιπης Ευρώπης που επιχείρησαν ένα τέτοιο ταξίδι είναι ελάχιστοι.
Το 1705 μάλιστα, κυκλοφόρησε από τον Τζόζεφ Άντισον(1672-1719)ένας ταξιδιωτικός οδηγός της Ιταλίας, που γνώρισε μέχρι το τέλος του 18ου αι. αρκετές επανεκδόσεις. Αποτέλεσε για τους βρετανούς ταξιδιώτες της εποχής ό,τι ακριβώς και ο Baedeker για τους λάτρεις των ταξιδιών την Εδουαρδιανή περίοδο στις αρχές του εικοστού αι. Το πρώτο βιβλίο, επίσης, του Γιόχαν Γιοακίμ Βίνκελμαν(1717-1768) το 1755 για την αρχαία τέχνη, διαμόρφωσε σημαντικά τα αισθητικά κριτήρια της εποχής δημιουργώντας τις πρώτες γόνιμες επιδράσεις για τη γέννηση του Νεοκλασικισμού.
Προορισμός των περισσότερων περιηγητών ήταν η Ρώμη. Φυσικά, δεν έλειπαν οι ενδιάμεσες στάσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Επίσης, η Βενετία, η Φλωρεντία και η Νάπολη προσέλκυαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα βρετανούς επισκέπτες. Η Ρώμη προσέφερε, όπως και σήμερα, απλόχερα τις αρχαιότητες της σε κάθε βήμα και το απαραίτητο προσκύνημα στο Βατικανό όπου μπορούσε κανείς να θαυμάσει τα αριστουργήματα του Άγιου Πέτρου. Η Βενετία είχε να επιδείξει το περίφημο καρναβάλι της, την ορχήστρα του Βιβάλντι στο Οσπεντάλι ντε λα Πιέτα και γενικά εξαίρετη μουσική, τα ξακουστά χαρτοπαίγνια και τους οίκους ανοχής. Η Φλωρεντία, από την άλλη, ήταν το λίκνο της Αναγεννησιακής τέχνης και των ομόφυλων ερώτων... Η Πινακοθήκη Ουφίτσι διέθετε ήδη μία από τις καλύτερες συλλογές της Ευρώπης. Ο τεχνοκριτικός της εποχής ενδιαφερόταν περισσότερο για τα έργα του 15ου-17ου αι. καθώς οτιδήποτε προγενέστερο το θεωρούσε απλά μεσαιωνικό και «γοτθικό»!
Η Νάπολη, τέλος, χάριζε στον επισκέπτη το εκπληκτικό θέαμα του Βεζούβιου και τους αρχαιολογικούς χώρους της Πομπηίας και του Ηρακλείου. Λίγοι συνέχιζαν στη Σικελία και από εκεί στην Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, όπου χρειάζονταν ειδικές άδειες, οι δρόμοι και τα καταλύματα ήταν άθλια, η κοινωνική ζωή ανύπαρκτη και γενικά δεν είχαν εκδοθεί λεπτομερείς οδηγοί που θα μπορούσαν να κατατοπίσουν τον περιηγητή. Το διάστημα παραμονής στην Ιταλία για τους περισσότερους κρατούσε τουλάχιστον ένα έτος. Οι διδακτικές επισκέψεις με οδηγούς και καθηγητές σε παλάτια, εκκλησίες, αρχαιότητες και μνημεία ήταν καθημερινή και πολύωρη. Πολλοί έπαιρναν μαζί τους καλλιτέχνες για να αποτυπώνουν τις περιηγήσεις τους αυτές σε σχέδια και χαρακτικά (όπου επιτρεπόταν)και εμπλούτιζαν τις συλλογές τους με σημαντικές αγορές έργων τέχνης.
Πίσω, στο Λονδίνο, το 1732 δημιουργήθηκε η Εταιρεία των Dilettanti, μέλη της οποίας γίνονταν όσοι αριστοκράτες είχαν κάνει τη Μεγάλη Περιήγηση. Η Εταιρεία από τα μέσα του 18ου αι. προώθησε με ταξίδια επιστημονικών αποστολών και εκδόσεων τη συστηματική καταγραφή και περιήγηση στην Ελλάδα.