Τα έργα του
Γιάννη Κουνέλλη – κάποια από τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη μόνιμη συλλογή της
Tate Modern – τον έχουν καθιερώσει εδώ και δεκαετίες στο παγκόσμιο στερέωμα της σύγχρονης εικαστικής σκηνής. Ο καλλιτέχνης ζει στη Ρώμη από το 1956. Στην έκθεση αυτή επαναλαμβάνοντας κάποια μοτίβα που πλέον τείνουν να γίνουν ορόσημα του υλικού του (όπως το μαύρο παλτό), αλλά εισαγοντας και νέες προσμίξεις αντικειμένων από παλιατζίδικα, κομμάτια από άσπρα προσωπεία που δίνουν την εντύπωση του αρχαίου, τσαλακωμένες εφημερίδες, άπειρα ζευγάρια γυαλιών, σκέτο χώμα και σακιά με κάρβουνο, ο καλλιτέχνης φαίνεται να βασίζεται στις εντάσεις που δημιουργούν οι παραθέσεις αποσπασμάτων. Όχι όμως μόνο υλικών αποσπασμάτων.
Σήμερα, μια τέτοια τέχνη δεν τοποθετείται αυτόματα σε αντίστιξη με την ποπ αρτ, όπως εν μέρει γινόταν στο '60. Πλέον δεν είναι
Άρτε Πόβερα όπως αυτή εκτυλίχθηκε τη δεκαετία εκείνη με τις δεδομένες ιστορικές αναζητήσεις της.
Ο χώρος της έκθεσης έρχεται να δώσει μία πολύ ενδιαφέρουσα νότα καθώς δεν συνηθίζουμε να βλέπουμε σύγχρονη τέχνη σε χώρους με τόσο έντονη ελληνική, μεγαλοπρεπή και τέλους 19ου αιώνα προσωπικότητα. Ίσως δημιουργείται και μία σχέση αντίφασης με τα έργα του Κουνέλλη που παραπέμπουν σε μια ανθωπότητα που έχει στερηθεί, είναι ρακένδυτη και πολεμά για να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της αλλά και την ανάμνηση ενός άλλοτε οικείου μεγαλείου που πλέον σχεδόν ανακατασκευάζει για να θυμηθεί. Με λίγα λόγια, είμαστε αυστηρά στο σήμερα ενώ το '60 μαζί με άλλους χωροχρόνους επανέρχονται τώρα ως παρελθόντα. Το σύμπλεγμα αυτό, εκτός της έντασης που προσδίδει, εμπλουτίζει και το μίγμα των παραστάσεων. Ίσως να μην ήταν υπερβολή αν μιλούσαμε για αθέλητα εκθέματα που προέρχονται από τον εκθεσιακό χώρο.
Ο αστερισμός αυτός, είναι φτιαγμένος από χώρους, χρόνους, μνήμες, συναισθήματα, υλικά και τεχνικές. Ιδού ένα ενδιαφέρον σκέρτσο. Μέσα σε βιτρίνες με γυάλινο προστατευτικό, όπου σε ένα μουσείο όπως το
Κυκλαδικής Τέχνης θα περιμέναμε να δούμε αρχαία αντικείμενα, ο
Κουνέλλης τοποθέτησε παλιά, φθαρμένα δερμάτινα παπούτσια και καπέλα.
Επιπλέον, μία εγκατάσταση που ξεχωρίζει αρκετά από τις υπόλοιπες και διαταράσσει τις ισορροπίες, είναι ένα μαχαίρι που κρέμεται από μία μεταλλική βέργα καταλαμβάνοντας σε μήκος έναν τοίχο τον οποίο βλέπει ο θεατής με το που ανεβαίνει στον δεύτερο όροφο της έκθεσης. Η εγκατάσταση αυτή φαίνεται να αμφιταλαντεύεται μεταξύ ενός οιωνού διενέξεων και την ελπίδα μιας καταλυτικής τομής.
Ο
Κουνέλλης δε φαίνεται να μιλά με συμβολισμούς και αναπαραστάσεις, παρά μόνο με τη δική του υλική γλώσσα την οποία χειρίζεται άρτια και της οποίας το λεξιλόγιο είναι ο σπαραγμός. Ο ίδιος αναφέρεται στα έργα του ως «σπαράγματα». Πάνω στον καμβά του Κουνέλλη είναι ραμμένα μαύρα παλτά ενώ το καβαλέτο σχεδόν αγγίζει το ταβάνι του ψιλοτάβανου δωματίου.
Βιβλιογραφία- www.cycladic.gr- Ντένης Ζαχαρόπουλος, "Γιάννης Κουνέλλης, πρόσωπο με την ιστορία.", (Φυλλάδιο της έκθεσης)