Δευτέρα, 09 Σεπτεμβρίου 2013 21:53

Η νέα ελληνική σκηνοθεσία δείχνει τον δρόμο

Γράφτηκε από τον 

Μετά τον Γιώργο Λάνθιμο και τον Κυνόδοντα, άλλη μια ταινία ενός νέου Έλληνα σκηνοθέτη έστρεψε και πάλι τα φώτα της δημοσιότητας προς τον νέο ελληνικό κινηματογράφο. Συμπτωματικά, αρχίσαμε και πάλι να ασχολούμαστε με το εγχώριο σινεμά μετά από μια σπουδαία διεθνή διάκριση που λίγο πολύ μας ήλθε... ουρανοκατέβατη. Υποψηφιότητα για Όσκαρ το 2011 για τον Κυνόδοντα, Αργυρός Λέοντας Σκηνοθεσίας και βραβείο ανδρικής ερμηνείας για το Miss Violence του Αλέξανδρου Αβρανά φέτος. Παράλληλα, τρεις ακόμα ελληνικές ταινίες συμπεριλαμβάνονται στην λίστα ταινιών που προτείνονται για υποψηφιότητα στα 26α βραβεία της Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Κινηματογράφου 2013. Όλες από νέους ανθρώπους, με μικρό προϋπολογισμό, χωρίς ιδιαίτερα τεχνικά μέσα και χωρίς σημαντική διαφήμιση.

 Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς ενώ τον καιρό που «λεφτά υπήρχαν» η κινηματογραφική μας παραγωγή ήταν κάτω του μετρίου σε ποιότητα και ποσότητα, και τώρα που τα λεφτά μας τελείωσαν, βλέπουμε κάθε χρόνο και μια νέα ελληνική κινηματογραφική επιτυχία να βραβεύεται και να ξεπερνά τα στενά όρια του ελληνικής επικράτειας.

 Την απάντηση στο ερώτημα θα μπορούσε να δώσει η σύγχρονη ελληνική Ιστορία. Τείνω να πιστέψω ότι σε περιόδους έντονων κοινωνικών μετασχηματισμών, με αβέβαιο το μέλλον και δύσκολα διαχειρίσιμο το παρόν, σε εποχές με παρατεταμένη ρευστότητα, φόβους, έλλειμμα ελπίδας και ενδεχομένως προοπτικής, οι Έλληνες κατάφερναν να βρουν την άκρη και να δημιουργούν. Τρανταχτό παράδειγμα η Γενιά του 30', η οποία «ανδρώθηκε» καλλιτεχνικά στον Μεσοπόλεμο και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και με μια Μικρασιατική Καταστροφή να τους σημαδεύει. Αυτή η Γενιά κατάφερε, παρά τις αντίξοες συνθήκες, παρά την έλλειψη υλικών και τεχνικών μέσων, παρά τον σκληρό και αδυσώπητο αγώνα για επιβίωση και την αντιμετώπιση πρωτόγνωρων πολιτικοκοινωνικών καταστάσεων, να σταθεί στα πόδια της και να δημιουργήσει. Μπόρεσε να το πράξει γιατί πολύ απλά είχε τα ερείσματα και τους λόγους για να το κάνει. Τα εξωτερικά ερεθίσματα, οι πηγές έμπνευσης, η επαφή με το διαρκώς ευμετάβλητο και το αβέβαιο του μέλλοντος, παράλληλα με τις εξωτερικές επιρροές από τον ευρωπαϊκό χώρο, προσέφεραν την βάση πάνω στην οποία άξιοι άνθρωποι κατάφεραν να μεγαλουργήσουν. Ήταν η προσωπική και κοινωνική στέρηση και σε αρκετές φορές η πραγματική μάχη για την επιβίωση που κινητοποίησε μυαλό και αισθήσεις για να δημιουργήσουν τα αρτιότερα δείγματα Τέχνης στην σύγχρονη ελληνική ιστορία μας.

 Κάτι παρόμοιο τείνω να πιστέψω και για το σήμερα. Ζούμε σε μια περίοδο έντονων μετασχηματισμών χωρίς σταθερές, παρά μόνο με μεταβλητές. Παρατηρούμε μια τεράστια αλλαγή σε καταστάσεις που μέχρι πρότινος θεωρούσαμε αυτονόητα πλασμένες. Ακόμα και αυτές οι αλλαγές, αυτή η ρήξη με το παρελθόν, μας κινητοποιεί να αντιληφθούμε τον κόσμο διαφορετικά και να δημιουργήσουμε πάνω σε αυτό κάτι εντελώς καινούργιο, με εναλλακτική ματιά και προοπτική.

 Η σκηνοθεσία στον Έλληνα άλλωστε ανέκαθεν υπήρξε το... «φόρτε» του. Ίσως γιατί ήξερε από την πρώτη στιγμή ότι η κινούμενη εικόνα μπορεί να συσπειρώσει τεράστιες ποσότητες συγκίνησης μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα μερικών καρέ κινητοποιώντας ταυτόχρονα όραση και ακοή. Αυτή η «συμπιεσμένη» καλλιτεχνική έκφραση φαίνεται ότι είναι η πρώτη που αναγεννάται στην χώρα μας τον καιρό της οικονομικής κρίσης, σε αντίθεση με άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, όπως η εγχώρια μουσική παραγωγή, που ψάχνουν ακόμα τον τρόπο και το ερέθισμα να αλλάξουν προς το καλύτερο και να ξεφύγουν από τον βάλτο της στασιμότητας που χρόνια τώρα έχουν περιέλθει.

 Τολμώ να πω ότι με κρατική υποστήριξη ταινίες όπως ο Κυνόδοντας, οι Άλπεις ή το Miss Violence δεν θα στέφονταν με επιτυχία γιατί πολύ απλά θα έχαναν ένα σημαντικό κομμάτι της δυναμικής τους. Οι συντελεστές δεν θα κόπιαζαν για το αυτονόητο, οι παραγωγοί θα επαναπαύονταν στο εύκολο κρατικό χρήμα και την δωρεάν προβολή, το ποιοτικό αποτέλεσμα δεν θα ενδιέφερε κανέναν γιατί πολύ απλά ο σκοπός θα ήταν «να κάνουμε μια ταινία απλά για να την κάνουμε». Η στέρηση που κινητοποιεί την έμπνευση δεν θα υπήρχε ως στοιχείο και ένα σημαντικό συστατικό της επιτυχίας θα είχε εκλείψει από την πρώτη στιγμή. Είναι πάμπολλα τα παραδείγματα τέτοιων ταινιών που με κρατική χρηματοδότηση προερχόμενη απο "ισχυρές γνωριμίες" έβγαλαν τραγικά αποτελέσματα γιατί πολύ απλά οι παραγωγοί τους νοιάζονταν για την «τελική εκταμίευση» και όχι για το πραγματικό δημιουργικό αποτέλεσμα...

 Συμπέρασμα: Η ελληνική σκηνοθεσία εξελίσσεται δειλά δειλά σε κομβική σταθερά για το καλλιτεχνικό μας ισοζύγιο. Αρχίζει να δίνει το παράδειγμα του πώς η καλλιτεχνική παραγωγή θα καταφέρει να βγει από την εσωστρέφεια και την στασιμότητα χωρίς τις κρατικές πατερίτσες. Για να μπορέσει να συνεχιστεί αυτή η πολύ σημαντική προσπάθεια θα πρέπει να συνεχιστεί η... αδιαφορία της επίσημης Πολιτείας για την χρηματοδότηση τέτοιων εγχειρημάτων, αλλά παράλληλα να αρθούν και όσα γραφειοκρατικά και διοικητικά εμπόδια αποτρέπουν την παραγωγή κινηματογραφικών ταινιών στην χώρα μας. Η όποια χρηματοδότηση από πλευράς Πολιτείας θα πρέπει να εστιάζει στην προώθηση των ταινιών, στην κάλυψη του κόστους ταξιδιών για την συμμετοχή σε διεθνείς διαγωνισμούς και στην χρηματοδότηση παρουσιάσεων τους σε ξένες αίθουσες και πολιτιστικούς φορείς. Όλα τα υπόλοιπα είναι ζήτημα αλλά και ζητούμενο του καλλιτέχνη, όπου μέσα από την ανάγκη του να δημιουργήσει θα βρει τον τρόπο να το κάνει πραγματικότητα. Ακόμα και αν στο τέλος δεν καταφέρει να "ανταμειφθεί" με μια ακόμα συγχαρητήρια επιστολή του Υπουργείου Πολιτισμού με τίτλο "μας κάνατε υπερήφανους"...

 

Έκθεση εικόνων


Όμηρος Δ. Τσάπαλος

Είμαι απόφοιτος Πολιτικών Επιστημών και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών. Συνέχισα τους σπουδές μου σε μεταπτυχιακό επίπεδο στο γνωστικό αντικείμενο της Πολιτικής Επικοινωνίας και των Cultural Industries στο London School of Economics με υποτροφία του Ιδρύματος Αλέξανδρος Ωνάσης και της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Επόμενο βήμα μου η εκπόνηση διδακτορικής διατριβής στο ζήτημα της άσκησης εξωτερικής πολιτικής για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα. Ασχολούμαι συστηματικά είτε μέσω αρθρογραφίας, είτε μέσω επιστημονικών εργασιών με ζητήματα πολιτιστικής διπλωματίας και διαχείρισης πολιτιστικών πόρων. Κάτοχος Αριστείου Πολιτικών Επιστημών.