Τίτλος Διηγήματος "Ταγκό νοτούρνο..."
Με έχουν προσφωνήσει με πολλούς τρόπους στη ζωή μου. «Γιατρέ», «κύριε Ηλιάδη», «κύριε» σκέτο, «ρε». Η προσφώνηση «κύριε γιατρέ» με ξάφνιασε. Έτσι με αποκάλεσαν δύο μπόμπιρες χθες το μεσημέρι που ήθελαν να με ευχαριστήσουν που «έκανα καλά» τη μητέρα τους. Αργότερα τους είδα από το παράθυρο του γραφείου να βγαίνουν από το νοσοκομείο με τους γονείς τους και να μπαίνουν οι τέσσερις τους στο αυτοκίνητο. Ίσως από το ίδιο παράθυρο να παρατηρούσε κι εμάς κάποιος γιατρός 30 χρόνια πριν. Μόνο που εμείς ήμασταν τρεις και τα μάτια μας κάθε άλλο παρά έλαμπαν από χαρά όπως τα δικά τους. Στο γυρισμό για το σπίτι δε μιλούσε κανένας στο αυτοκίνητο. Εγώ είχα αυτόν τον κόμπο στο λαιμό που ώρες ώρες νιώθω ακόμα και σήμερα.
Ήμουν ήδη 7 χρόνων κι όμως τα πρώτα λόγια του πατέρα μου που θυμάμαι είναι οι κουβέντες που μου είπε όταν γυρίσαμε σπίτι:
«Από σήμερα θα είμαστε μόνοι μας. Ένας μπαμπάς και δύο ανθρωπάκια. Θα τα καταφέρουμε;»
Και μου έκλεισε το μάτι.
Από εκείνη τη μέρα τον παρατηρούσα προσεκτικότερα. Περνούσε ατέλειωτες ώρες στο γραφείο του σαλονιού, πάντα με μία πένα στο χέρι και όλο έγραφε. Σκαρφιζόμουν διάφορα για να του τραβήξω την προσοχή. Μια μέρα πήρα καμβά και μπογιές από το υπόγειο τάχα μου για να ζωγραφίσω. Η ζωγραφική κράτησε δύο λεπτά και η προσπάθεια να κάνω χάλια το δωμάτιο μου μισή ώρα. Του άρεσε πολύ αυτό που είχα ζωγραφίσει μου είπε. Δεν ξέρω αν αναφερόταν στο έργο των 2 λεπτών που υπήρχε στον καμβά ή στην αφηρημένη τέχνη που είχε αποτυπωθεί στο παρκέ.
«Η τέχνη θέλει θυσίες. Και το σφουγγάρισμα είναι μια μεγάλη θυσία μικρό μου ανθρωπάκι», μου είπε.
Και μου έκλεισε το μάτι.
Στο βιβλιοπωλείο δίπλα από το σχολείο μου είδα για πρώτη φορά το όνομά του σε εξώφυλλα βιβλίων. Δεν τον είχα ρωτήσει ποτέ τι έγραφε. Οπότε ήταν ευκαιρία να μάθω. Όλα κι όλα τα λεφτά μου έφταναν για ενάμιση βιβλίο ακριβώς! Έτσι, για αρχή πήρα μόνο ένα. Ήταν ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Από τότε άρχισα να διαβάζω μανιωδώς τα βιβλία του! Παραπάνω από μια φορά το καθένα. Τέλειωνα ένα βιβλίο, περίμενα να περάσει αρκετός καιρός, διάβαζα διάφορα βιβλία στο μεταξύ ώστε να ξεχάσω ποιος είναι ο δολοφόνος κι έπειτα το ξαναδιάβαζα. Μόνο και μόνο ότι τα βιβλιοπωλεία πουλούσαν αυτά που έγραφε και ο κόσμος τα αγόραζε με έκανε να δω με άλλο μάτι τις ατέλειωτες ώρες που περνούσε στο γραφείο. Περπατούσα με τις μύτες στο σαλόνι γιατί νόμιζα ότι αλλιώς θα σταματήσει η έμπνευσή του και δε θα γράψει άλλο βιβλίο! Ένα μεσημέρι, το μικρότερο «ανθρωπάκι» της παρέας, ο αδερφός μου, είχε βαλθεί να κάνει εξάσκηση στο βιολί! Αυτό το μικρό θηρίο που συνέχεια παραπονιόταν ότι τον είχε γράψει με το ζόρι στο ωδείο! Πήρα την κατάσταση στα χέρια μου και προσποιήθηκα ότι με ενοχλεί στο διάβασμά μου.
«Άλλη φορά όχι ψέματα στο μικρό», μου είπε.
Και μου έκλεισε το μάτι.
Τον θεωρούσα πολύ σημαντικό. Κάποιες φορές νόμιζα ότι ήταν και μάγος! Πως αλλιώς μπορούσα να εξηγήσω το ότι δύο μέρες αφού μου είχε αφηγηθεί την ιστορία της Αφροδίτης της Μήλου η δασκάλα μας ρώτησε που βρίσκεται το άγαλμα; Ένιωθα σαν να μου μετέδωσε λίγη από τη «σημαντικότητά» του. Όταν τα άλλα παιδιά γελούσαν φωνάζοντας: «Ε, στη Μήλο βρίσκεται! Το λέει και το όνομά της» , ξαφνικά ένιωσα σαν να μεγάλωσα κατά 30 χρόνια. Για εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα ένιωσα σαν ένας σαραντάρης που απολαμβάνει την άγνοια των μικρών παιδιών. Ήμουν τόσο ντροπαλός που δε σήκωσα το χέρι μου να πω την απάντηση.
Δύο φορές έχω πάει στο Λούβρο. Την πρώτη φορά απλά επιβεβαιώθηκα ότι όντως ήταν μάγος! Βλέποντας έναν κύριο που στα δικά μου παιδικά μάτια έμοιαζε «ύποπτος», αμέσως εκμυστηρεύτηκα τις σκέψεις μου:
«Ίσως είναι κλέφτης. Ήρθε να δει που είναι το άγαλμα και το βράδυ ίσως έρθει να κλέψει την Αφροδίτη!»
Εκείνος γέλασε.
«Πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα διαβάζεις», μου είπε.
Και μου έκλεισε το μάτι.
Είχα εμπιστοσύνη στην τέλεια κρυψώνα στην οποία καταχώνιαζα τα βιβλία του που διάβαζα. Ποτέ δεν έμαθα πως το κατάλαβε.
Τη δεύτερη φορά που πήγα στο μουσείο δεν υπήρχε κανένας ύποπτος κύριος με περίεργες προθέσεις για την Αφροδίτη. Δεν υπήρχε ούτε εκείνος όμως.
Τελικά ο μικρός έμαθε βιολί. Και κιθάρα και πιάνο. Όσο για μένα, μετά από πολλές απόπειρες έχω πλέον πειστεί ότι πρέπει να κρατάω αποστάσεις ασφαλείας από κάθε μορφή τέχνης. Είμαι κίνδυνος. Απειλή! Τον πρώτο μου χειμώνα ως φοιτητής, τα πρωινά φορούσα γάντια και ιατρική μάσκα στα εργαστήρια της σχολής και τα απογεύματα φορούσα διονυσιακή μάσκα και έκανα πρόβες σε διάφορα υπόγεια θεατράκια με μια ομάδα που είχα ανακαλύψει. Είχα ζητήσει και τη συμβουλή του πάνω στο ζήτημα που με βασάνιζε: «Μου πάει περισσότερο ο Αριστοφάνης ή ο Σοφοκλής;
«Εγώ ψηφίζω Ιπποκράτη», μου είχε πει.
Και μου έκλεισε το μάτι.
Τελικά μπήκα στο γκρουπ του Ιπποκράτη. Την ημέρα της ορκωμοσίας μου έλαμπε ολόκληρος. Όταν γυρίσαμε σπίτι κλείστηκε στο δωμάτιό του και άκουγε ένα τραγούδι που το είχα ακούσει και άλλες φορές στο σπίτι:
«...Θυμήσου μια βραδιά με το ταγκό νοτούρνο που τους δυο μας ενώνει στις στροφές του τρελά»
Ήταν ένα παλιό ταγκό και κάθε φορά που το άκουγα με έπιανε ο γνωστός κόμπος στο λαιμό, χωρίς να ξέρω γιατί. Μια από αυτές τις φορές θυμήθηκα ότι αυτό το κομμάτι το είχα ακούσει αρκετές φορές και πριν τη μέρα που μείναμε: «Ένας μπαμπάς και δύο ανθρωπάκια». Ίσως ήταν το αγαπημένο τραγούδι εκείνης. Άραγε να το χόρευαν κιόλας; Δε ρώτησα ποτέ. Ήξερα ότι θα με πιάσει αυτός ο κόμπος στο λαιμό κι έτσι δεν έμαθα ποτέ.
Σε λίγες μέρες το πατρικό μας σπίτι θα γεμίσει ηθοποιούς, κάμερες και σκηνοθέτες. Ένα από τα βιβλία που έγραψε θα γίνει ταινία. Και μάλιστα το πρώτο εκείνο βιβλίο που είχα αγοράσει από το βιβλιοπωλείο δίπλα από το σχολείο. Παρόλο που όπως όλοι λένε είμαι «άνθρωπος της λογικής» μου φάνηκε στα αλήθεια παράξενο. Το μοιράστηκα με το μικρό μου ανθρωπάκι προχθές.
«Υπάρχουν και οι συμπτώσεις μπαμπά», μου είπε.
Και μου έκλεισε το μάτι.
Η συμμετοχή της στο Διαγωνισμό "ΛογωΤέχνης" της έδωσε έναν έπαινο, με το διήγημα ?Ταγκό νοτούρνο...?. Στις 12 Δεκεμβρίου 2010, στην Εκδήλωση Βράβευσης των Νικητών του Λογοτεχνικού Διαγωνισμού «ΛόγωΤέχνης», παρέλαβε τον έπαινο και το δώρο της.