Τίτλος Διηγήματος: "Γαμήλια Δεξίωση"
Σήκωσα την πένα για να γράψω στην ευχετήρια κάρτα. Το χέρι μου έτρεμε. Στο μυαλό μου έρχονταν κατάρες παρά ευχές. Τι το ήθελα και δέχθηκα να πάω σ? αυτόν τον γάμο; Το τηλέφωνο χτύπησε. Ήταν πλέον αργά, δε μπορούσα να αλλάξω γνώμη. Ο Πέτρος με περίμενε στο αμάξι. Έγραψα βιαστικά το όνομα μου στην κάρτα και την πέταξα μέσα στη τσάντα με το δώρο. Το είδωλο μου στον καθρέπτη λαμπίριζε.
Ο Πέτρος ήταν ζωγράφος. Τελευταίο του μοντέλο, εγώ. Πίσω από τον καμβά του βρισκόταν όταν μου το ξεστόμισε ?Έχω να πάω σε ένα γάμο το Σαββάτο, θα με συνοδεύσεις;?. Οι γάμοι και οι δεξιώσεις τα καλύτερα μου, όταν μάλιστα είδα τη φωτογραφία του ζευγαριού δέχθηκα αμέσως. Τώρα όμως ένας κόμπος έδενε το στομάχι μου. Στη διαδρομή μου μιλούσε για εκείνη. Τη νύφη. Δέκα χρόνια τη γνώριζε. Φίλη του από τη σχολή καλών τεχνών. Πρώην συντηρήτρια έργων τέχνης και νυν διακοσμήτρια επαγγελματικών χώρων. Δική της μάλλον η επιλογή του κτήματος για το γάμο. Το μουσείο Νάσιουτζικ.
Φτάσαμε στο εκκλησάκι πάνω στο λόφο ενώ σουρούπωνε. Η τελετή είχε ήδη ξεκινήσει. Το πλήθος των καλεσμένων μας εμπόδιζε να δούμε τους νεόνυμφους. Η μικρή αυλή και τα πεύκα ολόγυρα δεν ευνοούσαν την κατάσταση. Σταθήκαμε στο μονοπάτι από πλακόστρωτα καλντερίμια και καπνίσαμε ένα τσιγάρο. Μετά τη λήξη της λειτουργίας κατηφορίσαμε στο χώρο της δεξίωσης. Σε ένα παραμυθένιο κήπο μας περίμεναν δυο παγωμένα ποτήρια σαμπάνια και ο απαλός ήχος βιολιού από ένα νεαρό βιολιστή πλάι στο φωτισμένο πλάτανο . Κράτησα το μπράτσο του Πέτρου και κατευθυνθήκαμε στην είσοδο του μουσείου. Πέτρινοι τοίχοι, ξύλινα ταβάνια, τζάκια, χαλιά ανατολής, μια ολόκληρη συλλογή από αντίκες, εκκλησιαστικά είδη προηγούμενων αιώνων και βυζαντινές εικόνες. Περάσαμε από δωμάτιο σε δωμάτιο μέχρι που καταλήξαμε στον κήπο με τα στολισμένα λευκά τραπέζια.
Εμείς και έξι αδιάφοροι στο ίδιο τραπέζι. Ευτυχώς το κρασί ήρθε νωρίς. Και μετά το κρασί, το ζευγάρι. Κατέβηκαν από ένα καταπράσινο λόφο, με τους προβολείς να τους κυκλώνουν και πυροτεχνήματα να φωτίζουν τον ουρανό στο ύψωμα πιο πίσω τους. Ανατρίχιασα. Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο τον ξαναέβλεπα. Πανέμορφος! Ψηλός, ξανθός, γεροδεμένος. Για τρία χρόνια ήμουν η ερωμένη του. Η παράνομη. Το ήξερα, δε με ένοιαζε. Τέτοιο κρεβάτι δε μου έκανε κανένας άλλος. Γούσταρε κι εκείνος, μέχρι που τον έπιασε η κρίση. Τύψεις, φοβίες, οικογένεια. Μου είπε ότι θα παντρευτεί και με παράτησε. Ήρθε μόνο να με δει μετά την εγχείρηση, ήπιε ένα ουίσκι και έφυγε βιαστικός. Τελικά την παντρεύτηκε. Και να τος τώρα καμαρωτός, χορεύει το τραγούδι τους.
?Κι άλλο κρασί, παρακαλώ.?
Ήθελα να πάω να τους χωρίσω. Να τα φωνάξω όλα, να γίνουν αποκαλύψεις και να πέσουν οι μάσκες με τα χαμόγελα. Συγκρατήθηκα όμως. Έμεινα ήσυχη στην καρέκλα μου με τον Πέτρο να μου μιλάει για τους πίνακες του. Δεν γνώριζε τίποτα. Δεν ήξερε ότι κουβάλησε μαζί του μια βόμβα έτοιμη να εκραγεί. Η ώρα πέρασε. Πιάτα και ποτήρια γέμισαν και άδειασαν ξανά. Τα μάτια μου δεν τον άφησαν στιγμή. Και να που πλησίαζε, μαζί μ? αυτήν και την κάμερα να τους ακολουθεί. Έβγαλα το ζακετάκι αποκαλύπτοντας τη μαυρισμένη πλάτη μου, σηκώθηκα όρθια και έδωσα το χέρι μου. ?Να ζήσετε!? είπα και συστήθηκα ?Τόνια, φίλη του Πέτρου.? Κοκκίνισε, τα έχασε. Δεν περίμενε να με δει στο γάμο του. ?Να βγούμε μια φωτογραφία φώναξα?. Κόλλησα δίπλα του ενώ ο Πέτρος πήρε αγκαλιά τη νύφη. Φλας! Και η βόμβα ενεργοποιήθηκε. ?Δε φοράω εσώρουχο? του ψιθύρισα στ? αφτί. Φυσικά δεν πήρα απάντηση, μόνο ένα παγερό βλέμμα.
Η βραδιά συνεχίστηκε με χορούς, φωνές, γέλια και ακόμα περισσότερο κρασί. Εκείνος έκανε σαν να μην υπήρχα. Δε γύρισε το βλέμμα του ούτε μια στιγμή. Ήθελα να εξαφανιστώ από εκείνο το κτήμα. Θλιμμένες οι σκέψεις μου, θλιμμένος και ο επόμενος χορός. Ταγκό.
Ένας όμορφος μελαχρινός άντρας στο διπλανό τραπέζι σηκώθηκε και κούνησε τα χέρια του στο ρυθμό της μελωδίας, κάνοντας την παρέα του να γελάσει.
?Χορεύετε;? φώναξα.
?Τώρα ή γενικά;? ρώτησε.
Άπλωσα με χάρη το δεξί χέρι ανοίγοντας την παλάμη μου προς το μέρος του. Μου έκλεισε το μάτι. Δεν κατάλαβα για πότε βρεθήκαμε στην πίστα. Ήξερε να χορεύει, ήξερα να εντυπωσιάζω. Μαγνητισμένα βλέμματα μας περικύκλωσαν. Ακολούθησαν και άλλοι γύρω μας. Εκείνος σηκώθηκε από το νυφικό τραπέζι, με κάρφωσε με τα μάτια του. Κινήθηκε ανάμεσα στα τραπέζια μέχρι που έστριψε προς το μουσείο. Παράτησα τον καβαλιέρο μου και τον ακολούθησα.
Κατέβηκε μια ξύλινη σκάλα. Με περίμενε στο μισοσκόταδο ενός υπόγειου δωματίου. Τον αγκάλιασα.
?Μου έλειψες? είπα
?Γιατί ήρθες;? είπε ανάμεσα στα φιλιά μας.
Δεν απάντησα. Δεν είχα λόγια, ήθελα μόνο να τον απολαύσω. Το κορμί του τόσο σφιχτό, σαν άγαλμα. Όπου κι αν τον έπιανα λες και άγγιζα μάρμαρο. Ένιωσα τη στύση του. Γονάτισε. Ανέβασε το μακρύ σατέν φόρεμα μου αργά, χαϊδεύοντας τις γάμπες μου. Με κόλλησε στον πέτρινο τοίχο, έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα σκέλια μου. Με χάιδεψε εκεί που δεν είχε ακουμπήσει ποτέ πριν τα δάχτυλα του. Σταμάτησε απότομα. Με κοίταξε μετανιωμένος.. ίσως απογοητευμένος.
?Τι κάνω;? ψέλλισε και απομακρύνθηκε.
?Θάνο, μείνε λίγο ακόμα..? δάκρυσα.
Έμεινα μόνη να σκέφτομαι ότι αν δεν είχα κάνει την εγχείρηση ίσως να γινόμασταν ξανά εραστές. Ήλπιζα πολύ σ? αυτό, μάταια όμως. Πικρή χαρά, αλλά αν δεν ήμουν αυτή που είμαι δε θα τον είχα γνωρίσει ποτέ. Τι να πω; Άντρες.. ήμουν κάποτε στη δική τους πλευρά. Κανείς δε μπορεί να τους καταλάβει, κι ας λένε αυτοί για εμάς.
?Καλά στερνά!? αυτό έπρεπε να γράψω στην κάρτα.
Η συμμετοχή του στο Διαγωνισμό "ΛογωΤέχνης" του έδωσε έναν έπαινο, με το διήγημα ?Γαμήλια Δεξίωση?. Στις 12 Δεκεμβρίου 2010, στην Εκδήλωση Βράβευσης των Νικητών του Λογοτεχνικού Διαγωνισμού «ΛόγωΤέχνης», παρέλαβε τον έπαινο και το δώρο του.