Προφανώς ο αριθμός αυτός διπλασιάζεται σε πρακτική βάση. Ενα πολύ μεγάλο πλήθος που δραστηριοποιείται γύρω από τον πολιτισμό, τον «φτωχό συγγενή» ή αλλιώς ένα από τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης, που όμως μετέχει με ποσοστό 2,8% στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν. Το ταμείον είναι μείον και οι περικοπές στον χώρο του πολιτισμού συνθέτουν ένα μάλλον ζοφερό τοπίο. Μόνο στον τομέα της μουσικής, η Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Πνευματικής Ιδιοκτησίας ΑΕΠΙ έχει εγγεγραμμένα 12.746 μέλη. Από αυτούς 9.051 είναι καλλιτέχνες. Από την πλευρά του ο Οργανισμός Συλλογικής Διαχείρισης Εργων και Λόγου (ΟΣΔΕΛ) αριθμεί 3.000 συγγραφείς, μεταφραστές και άλλους που εργάζονται στον χώρο του βιβλίου, αριθμός που πολλαπλασιάζεται στη βάση δεκαετίας. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα λεγόμενα των υπευθύνων του, ο αριθμός όσων έχουν συγγράψει κατ' αποκλειστικότητα ή έχουν συμμετάσχει στη δημιουργία κάποιου έργου στη διάρκεια των τελευταίων δέκα χρόνων ανέρχεται σε 55.000 ανθρώπους. Κατά την Ελληνική Στατιστική Αρχή ο συνολικός αριθμός απασχολουμένων (επιχειρηματίες, καλλιτέχνες, τεχνικοί, διοικητικό προσωπικό, λοιποί εργάτες, ταξιθέτριες κτλ.) σε κρατικά και δημοτικά θέατρα το διάστημα 2010-2011 ήταν 4.284, ενώ ο αριθμός των καλλιτεχνών που συμμετείχαν σε ομαδικές εκθέσεις το 2011 5.755.
Στον τομέα του κινηματογράφου περίπου 1.700 άνθρωποι εργάζονται σε φεστιβάλ, 980 απασχολούνται σε εταιρείες διανομής και 360 σε κινηματογραφικές αίθουσες, σύμφωνα με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Εξακόσια είναι τα μέλη της Ενωσης Τεχνικών Ελληνικού Κινηματογράφου και Τηλεόρασης και 180 τα μέλη της Ενωσης Σεναριογράφων Ελλάδος. Σύμφωνα πάντοτε με το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου 100 ταινίες μικρού και μεγάλου μήκους γυρίστηκαν το 2011. Παρά τις κρούσεις μας η Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών δεν μπόρεσε να μας δώσει στοιχεία για τον αριθμό των ελλήνων σκηνοθετών.
Η Γενική Γραμματεία Πολιτισμού αναφέρει ότι ως τις 31.12.2012 εργάζονταν 6.748 μόνιμοι και αορίστου χρόνου και 3.681 συμβασιούχοι στον τομέα του Πολιτισμού - στοιχεία που ισχύουν ανά τρίμηνο αλλά παρουσιάζουν μικρές διαφοροποιήσεις.
Μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων απαρτίζει το διδακτικό προσωπικό επαγγελματικών σχολών δραματικής τέχνης, χορού, κινηματογράφου, μουσικών σχολών, ωδείων - συνολικά 9.408 κατά το διάστημα 2010-2011 σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή. Σύμφωνα με την ίδια Αρχή, επίσης το 2010, 1.932 εργαζόμενοι απασχολούνταν σε βιβλιοθήκες. Αν προστεθούν τα παραπάνω νούμερα, έχουμε περίπου 100.000 ανθρώπους. Αραγε όλοι αυτοί καταφέρνουν να εξασφαλίζουν τα προς το ζην;
«Αδύνατον να ζήσεις γράφοντας βιβλία»
«Στην Ελλάδα είναι αδύνατον να ζήσει κανείς μόνο γράφοντας βιβλία» μας λέει η 46χρονη συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου. «Οι χρυσές δεκαετίες του 1980 και του 1990, όπου η λογοτεχνία ήταν μπεστ σέλερ και ο συγγραφέας ήταν κοινωνικά καταξιωμένος, έχουν περάσει. Οι πωλήσεις των βιβλίων έχουν μειωθεί σε δραματικό βαθμό και είναι φυσικό. Παλαιότερα έβλεπε κανείς κάποιους ανθρώπους στις τράπεζες με ένα βιβλίο στο χέρι. Σήμερα όλοι έχουν ένα απλανές βλέμμα: κοιτάνε μπροστά σαν να μην κοιτούν τίποτα».
Η ίδια προσπαθεί να βρει άλλους τρόπους, περισσότερο προσοδοφόρους, για να κάνει εκείνο που ξέρει να κάνει - «διότι δεν θα μπορούσα να κάνω κάποια άλλη δουλειά». Εχει, για παράδειγμα, έτοιμα δύο θεατρικά έργα (ένα για μικρούς και ένα για μεγάλους) που σκοπεύει σύντομα να τα παρουσιάσει και να ζητήσει συνεργασία από ομάδες που πιθανόν θα ενδιαφερθούν. Η Αμάντα Μιχαλοπούλου διδάσκει επίσης δημιουργική γραφή στο Μουσείο Ηρακλειδών αλλά και στην πολιτιστική εταιρεία της Κηφισιάς Πύρνα, ενώ κάνει και ιδιωτικά μαθήματα δουλεύοντας μαζί με ομάδες. «Νομίζω ότι αυτή η επιλογή μου σχετίζεται ψυχικά με την ανάγκη επικοινωνίας που νιώθω» εξηγεί. «Στην πεζογραφία έχεις πάντα ένα "κράτημα", πρέπει να περιμένεις για να μιλήσεις. Το μόνο που θα μπορούσε να με κάνει να ανησυχήσω είναι ότι με όλα αυτά η δημιουργική ενέργεια πάει αλλού - και όχι στο γράψιμο. Εχω όμως τη βασική ελπίδα και αίσθηση ότι οι δραστηριότητες αυτές δουλεύουν υπέρ της γραφής. Είναι μια ελαφριά μετατόπιση των δραστηριοτήτων μου. Και όταν κάποιοι με ρωτούν "μα καλά, πώς είναι δυνατόν να γράφεις με τέτοια απελπισία τριγύρω;", τους απαντώ: Τότε είναι που πιάνω το μολύβι».
«Απλώς εξασφαλίζω το φαγητό μου»
Η 59χρονη εθνική μας τραγωδός Λυδία Κονιόρδου θεωρεί ότι το θέατρο και ο μεγάλος αριθμός όσων το υπηρετούν από πολλές και διαφορετικές πλευρές δεν ταρακουνήθηκαν τόσο από την οικονομική κρίση. «Μόνιμες θέσεις δεν υπήρχαν ποτέ στο θέατρο, Δουλεύαμε κυρίως βάσει έργων και πάντα ψάχναμε για δουλειά. Βεβαίως οι δουλειές έχουν μειωθεί, τα πολυπρόσωπα έργα επίσης, οι ευκαιρίες είναι λιγότερες, ωστόσο στο τοπίο υπάρχει ένα ξεκαθάρισμα: οι καλές παραστάσεις πηγαίνουν καλά και επιβιώνουν».
Η Λυδία Κονιόρδου συμφωνεί ότι στην Ελλάδα υπάρχει ένας αριθμός θεάτρων δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με τον πληθυσμό. «Το ότι λειτουργούν, ωστόσο, σημαίνει ότι κάποιοι παίρνουν χρήματα από αυτή τη δουλειά» προσθέτει. Κατά τη γνώμη της οι μεγάλοι χαμένοι στον θεατρικό χώρο αυτή την περίοδο είναι οι νέοι: «Υπάρχει μεγάλη προσφορά από τους νέους, τα παιδιά δύσκολα απορροφώνται και περισσότερο πληρώνουν για να δείξουν τη δουλειά τους παρά αμείβονται».
Η ίδια αισθάνεται τυχερή που συμμετέχει σε μια παράσταση όπως η «Οδύσσεια» του Μπομπ Γουίλσον στο Εθνικό Θέατρο. «Ο μισθός που παίρνω από το Εθνικό με τις μειώσεις που έχω υποστεί είναι περίπου ο ίδιος που έπαιρνα όταν καλλιτεχνικός διευθυντής ήταν ο Νίκος Κούρκουλος. Είναι μάλλον χαμηλός σε σχέση με τα χρόνια που βρίσκομαι στο θέατρο, αλλά από την εποχή που μαθήτευσα στον Κάρολο Κουν έχω μάθει να ζω με αυτά που βγάζω. Με τα χρήματα που παίρνω από το Εθνικό και από τις διδασκαλίες υποκριτικής (σ.σ.: διδάσκει στο Κέντρο Αρχαίου Δράματος «Δεσμοί» και σε δραματικές σχολές) μπορώ να εξασφαλίζω το φαγητό μου. Εχω εγκαταλείψει την κεντρική θέρμανση, ζεσταίνομαι με μια σόμπα πετρελαίου όπως τότε που ήμουν φοιτήτρια στα Εξάρχεια, έχω ελαχιστοποιήσει τη χρήση του αυτοκινήτου και κινούμαι με ένα "παπάκι" του '80 και... δεν μπορώ να πληρώσω τα χαράτσια, τις εφορίες και τα λοιπά. Απλά κάνω πως δεν υπάρχουν».
«Η κρίση δεν κάνει υψηλή τέχνη»
Για τον 55χρονο εικαστικό καλλιτέχνη Τάσο Μαντζαβίνο η κρίση δεν πρόκειται να αναδείξει τα καλά έργα και τους αξιόλογους καλλιτέχνες. «Η κρίση χτυπάει αυτούς που έχουν πάρει την τέχνη στα σοβαρά. Τα χυδαία εμπορικά έργα παραμένουν εμπορικά. "Τιμωρείται" η καλή ζωγραφική, με τους συλλέκτες να εμφανίζονται σαν... μαυραγορίτες και να ζητούν να πατήσουν πάνω στην ανάγκη του καλλιτέχνη για να αγοράσουν φθηνά έργα» λέει. «Κατά τη γνώμη μου η κρίση δεν κάνει υψηλή τέχνη. Εκτός αν μιλάμε για ήρωες». Ο ίδιος δεν γνωρίζει συναδέλφους του που αντιμετωπίζουν ακραίες καταστάσεις φτώχειας, αλλά είναι σίγουρος πως επιβιώνουν μόνον όσοι έχουν φροντίσει να έχουν ένα κομπόδεμα στην άκρη.
«Δεν θεωρώ ότι οι νέοι σκηνοθέτες διαφέρουν σε οτιδήποτε από άλλους νέους εργαζόμενους από άλλους χώρους, υπό το πρίσμα ότι όλοι αυτοί υπόκεινται σε μεγάλες περιόδους ανεργίας, εργασιακές συνθήκες με κακοπληρωμένες αποδοχές, χρωστούμενα που παραγράφονται και μια βιομηχανία υπό κατάρρευση» μας λέει ο 31χρονος κινηματογραφιστής Γιώργος Ζώης.
«Στην περίπτωσή μου, λόγω της πορείας των ταινιών μου, μπορώ και ζω από το επάγγελμά μου εξαιτίας εργασιακών προτάσεων που μου έγιναν μετά τα φεστιβάλ και των βραβείων και των πνευματικών δικαιωμάτων από το εξωτερικό. Αλλά αυτό δεν έγινε από καμία επιχειρηματική οικονομική ανάπτυξη ούτε αποτελεί μια αχτίδα φωτός για τους νέους στους καιρούς μας. Δεν θέλω να χαρίσω την τυχαία ατομική μου πορεία ως άλλοθι σε ένα ξεπεσμένο σύστημα που αγωνιά να ωραιοποιήσει εκβιαστικά την πραγματικότητα από μεμονωμένες εξαιρέσεις. Η ελληνική καθημερινότητα δεν χωράει κανέναν μας».
Λογοτεχνικές βραδιές... χωρίς έναν καφέ
Η περιρρέουσα απελπισία δεν εμπόδισε τον 41χρονο μεταφραστή Δημήτρη Αλεξάκη, γιο του συγγραφέα Βασίλη Αλεξάκη, να δημιουργήσει μαζί με μια νέα ομάδα συνεργατών - τη γυναίκα του, ηθοποιό και σκηνοθέτρια Φωτεινή Μπάνου, τον κοινωνιολόγο Αρη Ασπρούλη και τη θεατρολόγο Τέτα Αποστολάκη - τον χώρο πολιτιστικών δράσεων Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων στην Κυψέλη (Κύπρου 91Α), όπου τις δεκαετίες του 1960 και του 1970 επισκευάζονταν και συναρμολογούνταν ασπρόμαυρες τηλεοράσεις. Το Κέντρο άνοιξε τις πύλες του στο κοινό τον Νοέμβριο του 2012.
«Δημιουργήσαμε κάτι καινούργιο σε μια εποχή όπου όλα είναι εναντίον» λέει ο Δημήτρης Αλεξάκης. «Και συνειδητοποιούμε ότι μήνα με τον μήνα η κρίση βαθαίνει ολοένα πιο πολύ. Ο χώρος γεμίζει ασφυκτικά, για παράδειγμα, στις λογοτεχνικές βραδιές που διοργανώνουμε από όσους παραμένουν επί τρεισήμισι ώρες με διάθεση για συζήτηση και συμμετοχή, χωρίς όμως να παίρνουν ούτε έναν καφέ. Και αυτό για εμάς είναι καταστροφικό, καθ' ότι έχουμε ποντάρει να βγάλουμε τα έξοδά μας από το μικρό μπαρ του χώρου. Κακά τα ψέματα. Χρειάζεται πάθος και να διακινδυνεύσει κανείς την όποια οικογενειακή περιουσία για να καταφέρει να επιβιώσει σε αυτόν τον χώρο δημιουργώντας κάτι καινούργιο αυτή την εποχή. Εμάς μας στήριξαν οι γονείς μας, που δεν ήταν πλούσιοι, αλλά θεώρησαν ότι τίθεται ζήτημα αξιοπρέπειας. Και ό,τι κερδίζουμε το διαθέτουμε στον χώρο. Ναι, "μπαίνουμε μέσα" κάθε μήνα και έχουμε και μικρό παιδί, αλλά είμαστε υπερήφανοι γι' αυτό που κάνουμε και δεν σκοπεύουμε να το σταματήσουμε. Απλά περιορίζουμε συνεχώς τα έξοδά μας».
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ (ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 03/03/2013 05:45), Αρθογράφος: Λυμπεροπούλου Κατερίνα