Η τέχνη είναι η απεικόνιση, η αποκρυστάλλωση και μορφοποίηση των ανθρώπινων ιδεών και συναισθημάτων σε καλλιτεχνικές μορφές. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί σχετικά με το σκοπό που εκφράζει η τέχνη. Κατά το πλείστον, θεωρείται σωστός ο χαρακτήρας της όταν μπορεί να καταγράψει τους παλμούς της εποχής, τις ανησυχίες της. Το καλλιτεχνικό έργο και ο δημιουργός του καταξιώνονται, όταν καταφέρουν να αποδώσουν με αισθητικό τρόπο το σημείο εκείνο που συγκλίνουν οι αξίες, οι ελπίδες και οι ανησυχίες του συνόλου. Σε αυτό το σημείο, έρχεται ο καλλιτέχνης, που είναι μέλος κοινωνικό, βιώνει τα κοινωνικά δεδομένα, καταγράφει τους παλμούς της εποχής. Ο προβληματισμός του είναι ευρύτερος προβληματισμός, οι ανησυχίες του συνολικές ανησυχίες, με τη διαφορά ότι αυτός προσπαθεί να ζωντανέψει την πραγματικότητα να της δώσει όνομα, όγκο, σχήμα, χρώμα, μορφή.
Η τέχνη, είναι μια αιώνια ερώτηση που απευθύνεται στον ορατό κόσμο μέσω της οπτικής αίσθησης και ο καλλιτέχνης είναι αυτός που έχει την ικανότητα και την επιθυμία να δώσει υλική μορφή στην οπτική του αντίληψη με δύο μέσα: το αντιληπτικό και το εκφραστικό, διαδικασίες που δε διαχωρίζονται, καθώς ο καλλιτέχνης εκφράζει ότι αντιλαμβάνεται και αντιλαμβάνεται ότι εκφράζει1. Η ιστορία της τέχνης είναι μια ιστορία μεθόδων οπτικής αντίληψης. Κάποιος μπορεί να πει ότι υπάρχει ένας μόνο τρόπος για να δει τον κόσμο. Ωστόσο, δεν είναι έτσι. Βλέπουμε ότι μαθαίνουμε να βλέπουμε και ότι θέλουμε να δούμε, και αυτό που βλέπουμε είναι προϊόν της επιθυμίας μας να κατασκευάσουμε ένα κόσμο που να είναι πιστευτός. Έτσι, η τέχνη γίνεται η κατασκευή της πραγματικότητας. Μπροστά σε ένα έργο τέχνης, θυμόμαστε χίλια δυο πράγματα που επηρεάζουν τις προτιμήσεις μας2. Οι περισσότεροι επιθυμούν να βλέπουν σε ένα έργο τέχνης, ότι τους αρέσει να βλέπουν στη πραγματικότητα. Αυτό δεν είναι απόλυτα κακό, αρκεί να μην αποτελεί εμπόδιο και κριτήριο απόρριψης ενός έργου λιγότερου «ελκυστικού», σύμφωνα με τα υποκειμενικά κριτήρια του καθενός. Το ίδιο που ισχύει για την ομορφιά, ισχύει και για την έκφραση. Ενώ, υπάρχουν και άνθρωποι, που προτιμούν να βλέπουν κάτι, που να τους επιτρέπει να προβληματίζονται και να προχωρούν παραπέρα, περνώντας έτσι από το στατικά ωραίο στο πνευματικό.
Ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η αισθητηριακή αντίληψη του ανθρώπου, δεν εξαρτάται μόνο από φυσικούς αλλά και από ιστορικούς παράγοντες3. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο Ιππόλυτος Τάϊν (Hippolyte Taine) «...Η τέχνη κάθε εποχής, καθορίζεται άμεσα από το περιβάλλον...»4 και ως εκ τούτου, δε πρέπει, να κάνουμε το λάθος, να ζητήσουμε να μετρήσουμε μια εποχή με τα μέτρα μιας άλλης εποχής5. Αντίθετα, πρέπει να μπούμε στο κλίμα της εποχής που κάθε φορά μελετάμε, να δούμε σε βάθος την εκάστοτε κοινωνία, τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές συνθήκες στις οποίες έζησε, για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τις αισθητικές αντιλήψεις, τις επιλογές, την εκάστοτε εποχή και έτσι να προβούμε στην ερμηνεία του έργου που μελετάμε. Κάθε καλλιτεχνική κίνηση είναι έκφραση, ερμηνεία της σύγχρονης συνείδησης και συνδέεται άμεσα με τον γενικό ιστορικό προβληματισμό6. Συνεπώς, πρέπει να δίνεται έμφαση στο ιστορικό υπόβαθρο που περιβάλει ένα έργο τέχνης και τα άτομα που το επέλεξαν, κάτι στο οποίο η φορμαλιστική μέθοδος του Χάινριχ Βέλφλιν (Heinrich Wölfflin) δεν έδινε έμφαση, αντανακλώντας την κυρίαρχη στην εποχή της θεωρία «Η τέχνη για την τέχνη», σε αντίθεση με τη σχολή της Βιέννης που επέμεινε στο συγκεκριμένο σημείο7.
Η ιστορία της τέχνης και οι διαφορετικές προσεγγίσεις
H ιστορία της τέχνης, ως θεωρητική επιστήμη, είναι δημιούργημα του 19ου αιώνα. Ωστόσο, από νωρίς έχουμε αναφορές σε καλλιτέχνες, όπως τον Ζεύξη και τα έργα του σε κείμενα από την αρχαία Ελλάδα. Στους χρόνους του Βυζαντίου, κωδικοποιούνται κανόνες για την τέχνη και στην Αναγέννηση στο πλαίσιο του ουμανισμού έχουμε τις πρώτες πραγματείες και τις πρώτες βιογραφίες καλλιτεχνών με τον Τζόρτζιο Βαζάρι (Giorgio Vasari) να ξεχωρίζει. Τον 19ο αιώνα ο όρος «ιστορία της τέχνης» πολιτογραφείται ως χαρακτηρισμός των εικαστικών τεχνών της Ευρώπης. Σε αντίθεση με την Γαλλία και την Αμερική που συμπεριέλαβε από ένα σημείο και πέρα και την έρευνα της ελληνικής και ρωμαϊκής τέχνης, στις γερμανόφωνες χώρες επέμενε να αναφέρεται στην καλλιτεχνική παραγωγή των αιώνων που ακολούθησαν στην αναγνώριση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο. Το επιστημονικό πεδίο της ιστορίας της τέχνης παρέμεινε η έρευνα, η περιγραφή και η ερμηνεία της ιστορίας της ευρωπαϊκής τέχνης και δη της χριστιανικής εποχής. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Φραντζ Θίοντορ Κούγκλερ (Franz Theodor Kugler) συνέγραψε το πρώτο Εγχειρίδιο της Ιστορίας της Τέχνης (1842) για μια τέχνη όλων των λαών και όλων των εποχών, ξεκινώντας από τον αρχαίο πολιτισμό των Αιγυπτίων μέχρι την τέχνη της Ινδίας, του Μεξικού και έφτανε έως τη σύγχρονή του εικαστική παραγωγή και την φωτογραφία. Αυτός μαζί με τον Καρλ Σνάασε (Carl Schnaase), που επίσης είχε συντάξει μια λιγότερο διευρυμένη ιστορία της τέχνης, εκπροσώπησε το αίτημα για μια παγκόσμια ιστορία της τέχνης που να αποτελεί και αυτόνομο επιστημονικό κλάδο. Ωστόσο, κάποια γερμανόφωνα πανεπιστήμια δύο δεκαετίες αργότερα απέφυγαν να συμπεριλάβουν στα εκπαιδευτικά και ερευνητικά τους προγράμματα την τέχνη των «φυσικών» κοινωνιών, των πολιτισμών της Ανατολής, της Αμερικής και της Ασίας, μια πρακτική που συνεχίζεται και στα επόμενα χρόνια, για πρακτικούς κυρίως λόγους, όπως η δυσκολία σε μη ινδοευρωπαϊκές σπουδές που απαιτούνται για την περιγραφή και έρευνα των τεχνουργημάτων των εξωευρωπαϊκών λαών. Τον 19ο αιώνα η ιστορία της τέχνης αποκτά σταδιακά μια πιο επιστημονική διάσταση, καθώς ιδρύονται διεθνή φόρουμ επικοινωνίας, όπως το 1873, το Διεθνές Συνέδριο Ιστορίας της Τέχνης στην Βιέννη, ινστιτούτα, όπως το Γερμανικό Ινστιτούτο Ιστορίας της Τέχνης σε Φλωρεντία, Ρώμη και Μόναχο, καθώς και άλλα αντίστοιχα ιδρύματα σε Ελβετία, Ζυρίχη, Ολλανδία, Ιταλία, με το Ινστιτούτο Warburg στο Λονδίνο να ξεχωρίζει. Παράλληλα, σημαντικά επιστημονικά περιοδικά εκδίδονται τον 19ο αιώνα, όπως το Kunstblatt (Επιφυλλίδα της τέχνης), που έγινε σταθερή σελίδα στην εφημερίδα Morgenblatt für die gebildeten Stände8.
Τα όρια του πεδίου της ιστορίας της τέχνης, τόσο από χρονική όσο και χωρική άποψη έχουν αρχίσει να μετακινούνται τα τελευταία χρόνια. Για πολύ καιρό το πεδίο περιοριζόταν σε κάποιο είδος αντικειμένων που έφεραν τον τίτλο «τέχνη», με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στον καλλιτέχνη. Η πρώτη συγκρίσιμη διεύρυνση του πεδίου της, που βίωσε η ιστορία της τέχνης συνέβη κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα όταν άρχισαν να αναγείρονται παντού μουσεία έργων τέχνης. Με το διαμορφούμενο σκηνικό της σύγχρονης τέχνης, η ιστορία της τέχνης πλησιάζει σταδιακά σε μια χωρική και χρονική διεύρυνση του πεδίου της, ανταποκρινόμενη στις απαιτήσεις της εποχής9. Από τη στιγμή μάλιστα, που αντιλαμβάνεται κανείς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως συστατικά ενός οπτικού πολιτισμού που επιδέχεται επιστημονική ανάλυση, το πεδίο της τέχνης αυτόματα διευρύνεται πραγματολογικά και αντικείμενο έρευνας γίνεται ολόκληρη η υπόθεση των νέων media.
Όσον αφορά την τεκμηρίωση ενός έργου τέχνη, και συνεπώς την ερμηνεία του υπάρχουν διάφοροι μέθοδοι-σχολές. Η μορφολογική ανάλυση των έργων τέχνης που προτείνει ο Βέλφλιν, επιτρέπει στον θεατή-ερμηνευτή την κατανόηση του προσωπικού ύφους του κάθε καλλιτέχνη, την κατανόηση των εννοιών του τοπικού και εθνικού ρυθμού, ενώ παράλληλα δίνει τη δυνατότητα στον ερμηνευτή να κάνει λόγο για σταθερή περιοδικότητα στο ρυθμό. Σύμφωνα με τον Βέλφλιν, η πορεία εξέλιξης της τέχνης καθορίζεται από πέντε ζεύγη αντιθετικών εννοιών και την μετάβαση από την πρώτη στη δεύτερη έννοια. Έτσι, αναφέρεται στην μετάβαση από το «γραμμικό» στο «ζωγραφικό» στυλ, από την επιφάνεια στο βάθος της σύνθεσης, από την «κλειστή» στην «ανοιχτή» φόρμα / σύνθεση, από την πολλαπλότητα (όλον) στην ιδιαίτερη ενότητα (μέρος) και από την απόλυτη σαφήνεια στην σχετική σαφήνεια. Ως αντίδραση στην μορφολογική προσέγγιση, εμφανίζεται στη συνέχεια η εικονογραφική-εικονολογική μέθοδος του Έρβιν Πανόφσκι (Erwin Panofsky) και του Άμπυ Βάρμπουργκ (Aby Warburg), σε μια προσπάθεια να μελετηθεί η καταγωγή και ο συνδυασμός των μοτίβων, καθώς και η σημασία των μοτίβων στις σύγχρονες προς τον πίνακα πηγές, διερευνώντας την γενική σημασία των έργων στα ιστορικά και πολιτισμικά τους συμφραζόμενα, κάνοντας μια συγκριτική μελέτη. Επίσης, υπάρχει η αναλυτική-ψυχολογική προσέγγιση της τέχνης με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται στην προσωπικότητα του καλλιτέχνη και βάση αυτής να ερμηνεύεται το έργο του, με τις θεωρίες του Σίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud), του Καρλ Γιούνγκ (Carl Gustav Jung) και του Ζακ Λακάν (Jacques Lacan) να διαμορφώνουν καθοριστικά το πεδίο των ερμηνειών. Από την άλλη πλευρά, μια εκ διαμέτρου αντίθετη προσέγγιση είναι η κοινωνικοϊστορική, όπου δίδεται έμφαση στην υλιστική έννοια της τέχνης. Η μέθοδος της στυλιστικής ανάλυσης του Βέλφλιν, που φιλοδοξούσε να θέσει τα θεμέλια μιας ιστορίας της όρασης, είχε στρέψει την προσοχή προς τα οπτικά φαινόμενα, προς τους μορφολογικούς τύπους, χωρίς όμως να καταφέρνει να προσδιορίσει τις αιτίες για την μεταβολή και εξέλιξη ενός στυλ. Οι αισθητικές μορφές εμπεριέχουν κοσμοθεωρίες, εκφράζουν ταξικά συμφέροντα και αξιολογήσεις της κοινωνικής πραγματικότητας, οδηγώντας σε μια κοινωνική ιστορία της τέχνης, όπως άρχισε να διαμορφώνεται στον «Κυριακάτικο Όμιλο της Βουδαπέστης» το 1915. Έτσι από τα μέσα του 20ού αιώνα, το ενδιαφέρον μελετητών όπως οι Άρνολντ Χάουζερ (Arnold Hauser), Φρέντερικ Άνταλ (Frederick Antal), Χέρμπετρ Ρηντ (Herbert Read), Άντονυ Μπλαντ (Anthony Blunt), Φρίτζ Σαξλ (Fritz Saxl), Μέγερ Σαπίρο (Meyer Shapiro), Ζίγκφριντ Γκίντιον (Sigfried Giedion), Μίλαρντ Μέις (Millard Meiss), Μπέρναρντ Μπέρενσον (Bernard Berenson), Φράνσις Χάσκελ (Francis Haskell), Πιέρ Φρανκαστέλ (Pierre Francastel), Τίμοθυ Τζέημς Κλαρκ (Timothy James Clark), Ενρίκο Καστελνουόβο (Enrico Castelnuovo), Μάικλ Μπάξανταλ (Michael Baxandall), Νίκος Χατζηνικολάου κ.α., στρέφεται στο κοινωνικό σύνολο και όχι το άτομο, συνδέοντας το έργο τέχνης με την κοινωνία, τις κοινωνικές ομάδες, τις τάξεις και τα σύνολα. Τέλος, από τη δεκαετία του '70, στο πλαίσιο της μενταμοντέρνας κουλτούρας και του πλουραλισμού, εμφανίζεται, με χαρακτηριστική εκπρόσωπο την Λίντα Νόκλιν (Linda Nochlin) και η φεμινιστική ιστορία της τέχνης, ως κομμάτι του φεμινιστικού κινήματος, αναλαμβάνοντας να δικαιώσει την μέχρι τότε καταπιεσμένη γυναικεία τέχνη και δημιουργικότητα.
Στειακάκης Χρυσοβαλάντης
(Ιστορικός Τέχνης)
Υποσημειώσεις:
1 Read, H. Ιστορία της Μοντέρνας Ζωγραφικής, Μτφρ. Α. Παππάς και Γ. Μανιάτης, Αθήνα, Εκδόσεις Υποδομή, 1978 (α΄ έκδοση: Νέα Υόρκη, Frederick Praeger, 1959), σ. 18-19.
2 Gombrich, E. H. Το Χρονικό της Τέχνης, Μτφρ. Λ. Κάσδαγλη, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 19992 (α΄ έκδοση: Λονδίνο, Phaidon, 1950), σ. 15-24.
3 Benjamin, W. Δοκίμια για την Τέχνη, Μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, Αθήνα, Εκδόσεις Κάλβος, 1978, σ. 16.
4 Τάιν, Ι. Φιλοσοφία της Τέχνης, Μτφρ. Αιμ. Χουρμούζιος, Αθήνα, Εκδόσεις Γκοβόστη, χ.χ.
5 Χρήστου, Χρ. Η Ζωγραφική του Εικοστού αιώνα, τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Βάνιας, 1994 (α΄ ανατύπωση), σ. 27.
6 Στο ίδιο, σ. 310-311.
7 Antal, F. Μελέτες Ιστορίας της Τέχνη, Μτφρ. Α. Παππάς, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999, σ. 235-236.
8 Dilly, H. «Εισαγωγή», στο Belting, H. et.al. (επιμέλεια). Εισαγωγή στην ιστορία της τέχνης, Μτφρ. Λ. Γυϊόκα, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Βάνιας, 1995 (α΄ έκδοση: Βερολίνο, Reimer, 1985), σ. 9-21.
9 Warnke, M. «Ερευνητικά πεδία της ιστορίας της τέχνης», στο Belting, H. et.al. (επιμέλεια). ό.π., 1995, σ.25-58.
Βιβλιογραφία:
• Antal, Frederic. Μελέτες Ιστορίας της Τέχνης, Μτφρ. Α. Παππάς, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999.
• Beardsley Monroe, C. Ιστορία των Αισθητικών Θεωριών Από την Κλασική Αρχαιότητα Μέχρι Σήμερα, Μτφρ. Δ. Κούρτοβικ και Π. Χριστοδουλίδης, Αθήνα, Εκδόσεις Νεφέλη, 1989 (α΄ έκδοση: 1981).
• Belting, Hans. et.al. (επιμέλεια). Εισαγωγή στην ιστορία της τέχνης, Μτφρ. Λ. Γυϊόκα, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Βάνιας, 1995 (α΄ έκδοση: Βερολίνο, Reimer, 1985).
• Benjamin, Walter. Δοκίμια για την Τέχνη, Μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, Αθήνα, Εκδόσεις Κάλβος, 1978.
• Berenson, Bernard. Aesthetics and History, Λονδίνο, Constable and Company, 1950.
• Gombrich, Ernst H. Το Χρονικό της Τέχνης, Μτφρ. Λ. Κάσδαγλη, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 19992 (α΄ έκδοση: Λονδίνο, Phaidon, 1950).
• Podro, Michael. The Critical Historians of Art, Νιού Χέβεν/Λονδίνο, Yale University Press, 1982.
• Read, Herbert. Ιστορία της Μοντέρνας Ζωγραφικής, Μτφρ. Α. Παππάς και Γ. Μανιάτης, Αθήνα, Εκδόσεις Υποδομή, 1978 (α΄ έκδοση: Νέα Υόρκη, Frederick Praeger, 1959).
• Τάιν, Ιππόλυτος. Φιλοσοφία της Τέχνης, Μτφρ. Αιμ. Χουρμούζιος, Αθήνα, Εκδόσεις Γκοβόστη, χ.χ.
• Χατζηνικολάου, Νίκος. Νοήματα της εικόνας. Μελέτες ιστορίας και θεωρίας της τέχνης, Ηράκλειο/ Ρέθυμνο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1994.
• Χρήστου, Χρύσανθος. Η Ζωγραφική του Εικοστού αιώνα, τόμος Α΄, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις Βάνιας, 1994 (α΄ ανατύπωση).