Ο Ντάριο Αρτζέντο γεννήθηκε στις στις 7 Σεπτεμβρίου του 1940. Γιος του τότε παραγωγού κινηματογραφικών ταινιών Σαλβατόρε Αρτζέντο ξεκίνησε ουσιαστικά την καριέρα του από μια καρέκλα γραφείου και όχι από αυτή του σκηνοθέτη. Μετά το πέρας των σχολικών του υποχρεώσεων δούλεψε για αρκετό διάστημα σαν κριτικός κινηματογράφου στην καθημερινή εφημερίδα της Ιταλικής πρωτεύουσας «Paese Sera». Όμως στην ηλικία των 20 είχε αρχίσει πια να δουλεύει σαν επαγγελματίας σεναριογράφος. Από αυτό το πόστο μάλιστα είχε και την τύχη να συνεργαστεί το 1967 με τον, συνομήλικό του, σκηνοθέτη Μπερνάρντο Μπερτολούτσι στη συγγραφή του σεναρίου του επικού σπαγγέτι γουέστερν του Σέρτζιο Λεόνε, που έφερε τον τίτλο «Κάποτε στη Δύση» (Once Upon a Time in the West).
Το portfolio του νεαρού Ντάριο γέμιζε σιγά σιγά με δείγματα δουλειάς του και το ένα επιτυχημένο σενάριο διαδεχόταν το άλλο. Δεν άργησε λοιπόν η στιγμή που το ταλέντο του τράβηξε την προσοχή του Προέδρου της κινηματογραφικής Ιταλικής εταιρείας «Titanus», Γκοφρέντο Λομπάρντο. Χωρίς δισταγμό ανετέθη άμεσα στον Ντάριο Αρτζέντο η πρώτη του σκηνοθετική αποστολή. Το «L' Uccello Dalle Piume Di Cristallo» ή αλλιώς «Το Πουλί με τα Κρυστάλλινα Φτερά» (?The Bird with the Crystal Plumage? ο Αγγλικός τίτλος) έμελλε να ήταν η ταινία ορόσημο του 1970 που άλλαξε τα δεδομένα στον Ιταλικό κινηματογράφο και ιδιαίτερα στις ταινίες τρόμου. Με αυτό του το σκηνοθετικό ντεμπούτο ο Αρτζέντο κατάφερε αβίαστα να χαρακτηριστεί από τους εγχώριους κριτικούς ως ο καλύτερος Ιταλός σκηνοθέτης ταινιών τρόμου. Και ήταν μόλις η αρχή.
Συνολικά ο Ντάριο Αρτζέντο σκηνοθέτησε δεκατέσσερις ταινίες μεγάλου μήκους:
1. 1970 ?The Bird with the Crystal Plumage
2. 1971 ? Cat o'Nine Tails
3. 1971 ? Four Files on Grey Velvet
4. 1973 ? Five Days in Milan
5. 1975 ?Deep Red
6. 1977 ? Suspiria
7. 1980 ? Inferno
8. 1982 ? Tenebre
9. 1985 ? Phenomena
10. 1987 ? Opera
11. 1990 ? Two Evil Eyes
12. 1993 ? Trauma
13. 1996 ? The Stendhal Syndrome
14. 1999 ? Phantom of the Opera
15. 2001 ? Sleepless
16. 2004 ? The Card Player
17. 2007 ? Mother of Tears
Ένα χρόνο μετά το «Πουλί», δηλαδή το 1971, ήρθε το ?Cat o'Nine Tails?, ένα εκπληκτικό θρίλερ μυστηρίου με ιδιόμορφο σενάριο που είχε αμείωτο ενδιαφέρον μέχρι και το βίαιο αποκορύφωμα του φινάλε. Από εκείνη τη χρονιά και μέχρι το 1973 σκηνοθέτησε άλλες τέσσερις δουλειές, δύο για κινηματογράφο και δύο για τηλεόραση. Έπρεπε να φτάσει το 1975 για να κάνει πρεμιέρα η νέα του επιτυχία σε σελιλόιντ. Το «Profondo Rosso» - «Βαθύ Κόκκινο» ο Ελληνικός τίτλος και «Deep Red» ο επίσημος Αγγλικός - καθήλωσε για άλλη μια φορά τους φίλους των ταινιών τρόμου. Λαμβάνοντας υπόψιν το tagline του έργου «When was the last time you were really scared? Psycho? The Excorcist? Jaws? Now there's DEEP RED» καταλαβαίνουμε για τις... προθέσεις του συγκεκριμένου φιλμ! Το «Βαθύ Κόκκινο» έκανε το όνομα του Αρτζέντο κατεστημένο στο χώρο του. Κάτι το οποίο επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά με την επόμενη ταινία του, την οποία μέχρι και σήμερα όλοι θαυμαστές του έργου του αλλά και κινηματογραφιστές του είδους τη θεωρούν όχι μόνο την καλύτερή του αλλά και την καλύτερη Ιταλική ταινία τρόμου όλων των εποχών.
Το «Suspiria» (1977) αποτελεί μια χειμαρρώδη επίθεση στις αισθήσεις του θεατή σε κάθε πλάνο του και σε κάθε σκηνή, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο. Ο Ντάριο Αρτζέντο έδωσε την εντύπωση πως έβαλε όλη του την τέχνη σε αυτό το έργο, ένα έργο που πραγματικά μέχρι τότε δεν είχε προηγούμενο. Στο «Suspiria» χρησιμοποίησε πολύπλοκους και ευφάνταστους φωτισμούς δημιουργώντας μια μυστηριώδη, ζαλιστική και αρρωστημένη ατμόσφαιρα στα πλατό του, με τη βοήθεια ασφαλώς του εξοντωτικού σασπένς. Δίχως να δίνει βάση στο back story αλλά στα δρώμενα εκείνης της στιγμής κατάφερε να χτίσει ένα εξαίρετο σουρεαλιστικό περιβάλλον. Σε αυτή του την ταινία ο Αρτζέντο μας συστήνει στο κοινό του τον «Μύθο των Τριών Μητέρων» κάτι που επανέρχεται στο προσκήνιο με το ?Inferno? του 1980.
<hrdata-mce-alt="Spartacus" title="Dario Argento - part 2" class="system-pagebreak" /> Ο τρόπος κινηματογράφισης του Ντάριο Αρτζέντο ήταν και παραμένει μοναδικός στο είδος του. Μετά το «Suspiria» όλοι πλέον αναφερόμενοι στο ονομά του μίλαγαν για τον «master» των Ιταλικών θρίλερ, που πιο δημοφιλής μετονομασία τους είναι «giallo genre». Giallo σημαίνει κίτρινο, και η ονομασία προέκυψε από τα φτωχής ποιότητας βιβλία τσέπης τρόμου και μυστηρίου, που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή στην Ιταλία και τα οποία είχαν κιτρινωπά εξώφυλλα.
Στα τέλη της δεκαετίας του ?70, και πιο συγκεκριμένα το 1978, ο Αρτζέντο συνεργάστηκε με τον, επονομαζόμενο και ως «Zombie King», Τζορτζ Α. Ρομέρο για την παραγωγή της ταινίας «Dawn of the Dead». Δύο χρόνια αργότερα σκηνοθέτησε το ?Inferno?, στο οποίο και προαναφερθήκαμε, το οποίο ουσιαστικά πρόκειται για sequel του «Suspiria», αν και κανένας χαρακτήρας και καμμία τοποθεσία δεν είναι κοινά με αυτά του «Suspiria». Η ιστορία του «Inferno» ξεκινάει εκεί από όπου σταμάτησε το προηγούμενο έργο του με τις Τρεις Μητέρες και κατά τη διάρκεια του φιλμ ο θεατής μαθαίνει για το... σατανικό παρελθόν τους.
Το αμέσως επόμενο βήμα του ήταν το 1982 με το «Tenebre», ένα επίσης εξαιρετικό έργο τρόμου που είναι και απ? τα αγαπημένα πολλών θαυμαστών του Αρτζέντο, περισσότερο και από το «Suspiria». Το 1984 γύρισε το «Phenomena», στο οποίο πρωταγωνιστούσε η πλέον δημοφιλέστατη και εξαιρετική ηθοποιός Τζένιφερ Κόννελυ (Dark City, Requiem for a Dream, A Beautiful Man) αλλά και ο Ντόναλντ Πλέζανς. Η Κόννελυ, μόλις 15 ετών τότε, υποδύεται την κόρη ενός κινηματογραφικού σταρ και ο Ντόναλντ Πλέζανς έναν παραπληγικό εντομολόγο. Το αποτέλεσμα είναι για άλλη μια φορά τρομακτικά πραγματικό... και πραγματικά τρομακτικό! Ειδικά η τελευταία σεκάνς παραμένει από τις πιο δυνατές και απρόσμενες σκηνές κορύφωσης σε φινάλε φιλμ του Αρτζέντο.
Τα επόμενα χρόνια έγραψε τα σενάρια για τα ?Demoni? (1986) και ?Demoni II? (1987). Επανήλθε στην καρέκλα του σκηνοθέτη το 1990 με το ?Two Evil Eyes?, σε συνεργασία με τον Τζόρτζ Α. Ρομέρο. Eν συνεχεία γύρισε το ?Trauma? (1993), το ?Syndrome di Stendhal? (1996) αλλά και το διεθνώς γνωστό ?Phantom of the Opera? (1998). Ακολούθησαν, οι πολύ μέτριες σε σύγκριση με τις πρώτες ταινίες του, «Άγρυπνος» (2001), «Ο Χαρτοπαίκτης» (2004) και «Mother of Tears» (2007). Η τελευταία του μάλιστα ταινία ολοκληρώνει ουσιαστικά και την τριλογία των «Τριών Μητέρων», που είχε ξεκινήσει με το «Suspiria» και συνεχίσει με το «Inferno».
Τη νέα χιλιετία έγινε προφανές πως οι παλιές τεχνικές του Αρτζέντο και τα σκηνοθετικά του τρικ, τα οποία έχτιζαν υποβλητική και γκροτέσκα ατμόσφαιρα πλέον δεν είχαν χώρο στη σύγχρονη κινηματογραφική βιομηχανία αναφορικά με το... πόσο πέρναγε η μπογιά τους στο νεότερο ηλικιακά κοινό. Ακόμα και οι φίλοι του Αρτζέντο αναγνώρισαν πως ο αναμφίβολα πρωτοπόρος του είδους αυτού στην Ευρώπη δεν μπορούσε να αποδόσει όπως παλιά ή ίσως και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Όμως όπως λέει και ένα γνωμικό ένας μεγάλος καλλιτέχνης γίνεται και παραμένει μεγάλος κάνοντας μόνο αυτό που αγαπάει και όχι υποτασσόμενος σε μόδες ή συνθήκες της εκάστοτε εποχής.
Πολλοί άλλοι αξιόλογοι και αναγνωρισμένοι σκηνοθέτες, όπως ο Κάρπεντερ, ο Γουές Κρέηβεν αλλά και ο Τζορτζ Α. Ρομέρο δήλωσαν πως ο Αρτζέντο τελικά είναι ένα πραγματικό φαινόμενο καθώς καταστάσεις που περιέκλειαν υπερφυσικά στοιχεία κατάφερνε να τις παρουσιάζει ρεαλιστικά. Ο Ντάριο Αρτζέντο άφησε εποχή με τις υπέροχες γωνίες του, τους πρωτοποριακούς φωτισμούς του, τα δυνατά κοντράστ, τις μοναδικά γυρισμένες σκηνές τρόμου και βίας και την εμμονή του να δημιουργεί χαρακτήρες που να είναι ψυχολογικά δεμένοι με ζώα, ακόμα και έντομα! Οι φόνοι στις ταινίες του ήταν πάντα απρόσμενα βίαιοι σε βαθμό που θα μπορούσαμε να τους χαρακτηρίσουμε και εμπνευσμένους. Εξαιτίας των επιλογών του άλλωστε στον τρόπο που κινηματογραφούσε τις βίαιες σκηνές κατάφερε να δημιουργήσει πάρα πολλές αξιομνημόνευτες σκηνές φόνων, από αυτές που σήμερα ονομάζουμε «instant classics»! Επιπροσθέτως πολύ σπουδαίο ρόλο στις ταινίες του έπαιζε και η μουσική τους επένδυση, κομμάτι το οποίο ανέθετε σχεδόν πάντα στο Ιταλικό ροκ συγκρότημα «Goblin». Και το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό!
Για ονόματα όπως αυτά του Χίτσκοκ και του Αρτζέντο όλοι οι σινεφίλ βαθιά μέσα μας επιθυμήσαμε κάποια στιγμή να ζούσαμε σε εκείνες τις εποχές και να μοιραζόμασταν ζωντανά με το τότε κινηματογραφόφιλο κοινό τις ανατριχίλες που τόσο απλόχερα προσέφεραν οι δύο μεγάλοι αυτοί δημιουργοί με τις ταινίες τους. Και οι δύο είχαν τον δικό τους μοναδικό τρόπο που χειρίζονταν την κάμερα. Ζώντας όμως στο σήμερα μας μένει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως είναι πλέον λίγοι εκείνοι που μπορούν να μας τρομάξουν όπως ο Ντάριο Αρτζέντο. Έχοντας σαν κύρια πηγή έμπνευσης του τις δημιουργίες του «ινδαλματός» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, αλλά και τους Έλληνες κλασσικούς, και συνυπολογιζόμενης της τελειομανίας που είχε ως άνθρωπος, δεν είναι καθόλου μοιραίο το ότι αυτού του Ιταλού το όνομα γράφτηκε με πολύ μεγάλα γράμματα στην ιστορία του κινηματογράφου.