Ευτυχώς, όμως η Αθήνα έχει καταφέρει να συγκρατήσει κάποιες γωνιές πολιτισμού, γαστρονομίας και λαϊκής παράδοσης όλα αυτά τα χρόνια, που κυρίως με το μεράκι και την επιμονή των ιδιοκτητών τους συνεχίζουν να ομορφαίνουν την καθημερινότητα μας. Στο ιστορικό και εμπορικό κέντρο της πόλης υπάρχουν ακόμα εμβληματικά και ξεχασμένα από τον χρόνο αρχοντικά ταβερνάκια, παραδοσιακά καφενεία και μαγειρεία μιας άλλης εποχής που συνεχίζουν με την παρουσία τους την αδιάκοπη ιστορική συνέχεια της πόλης. Προσπάθησα να επιλέξω τέσσερις τέτοιες περιπτώσεις και μαζί με άλλες δυο σύγχρονες και αρκετά ελπιδοφόρες, να σας παρουσιάσω την εικόνα μιας άλλης Αθήνας, μιας Αθήνας όμορφης, με γούστο, αρχοντιά και κυρίως ιστορική συνέχεια.
1) Παραδοσιακό Καφενείον «Η Ωραία Ελλάς»
Κατά τη γνώμη μου, αποτελεί το ομορφότερο παραδοσιακό καφενείο που έχει απομείνει στην πόλη. Πρόκειται για ένα κτίσμα μεταξύ των οδών Μητροπόλεως και Πανδρόσου, στο ύψος της Ρωμαϊκής Αγοράς, όπου ο ιδιοκτήτης του, κύριος Παναγιώτης Γερολυμάτος, το έχει μετατρέψει σε έναν ολοκληρωμένο χώρο λαϊκής παράδοσης, ιστορίας, ψυχαγωγίας και ελληνικής λαογραφίας των τελευταίων δύο αιώνων. Ο συνδυασμός του καφενείου με τις γνωστές ξύλινες καρέκλες με τα σκαλίσματα, τις τρικουπικές γελοιογραφίες του «Αριστοφάνη» και τον ελληνικό καφέ σερβιρισμένο με τον γνωστό παραδοσιακό τρόπο, συνδυάζονται άψογα με το Κέντρο Ελληνικής Παράδοσης που βρίσκεται ακριβώς δίπλα, και περιλαμβάνει πλήθος κεραμικών, μικροτεχνημάτων, αφισών εποχής, πινάκων και παραδοσιακών καταλόγων που κάποτε γράφονταν με κιμωλία και αντί για ευρώ έγραφαν «δραχμαί»... Ανεβαίνοντας τα σκαλοπάτια για να φτάσεις στο καφενείο νιώθεις σαν να διακτiνίζεσαι αιώνες πίσω, τον καιρό που τρικουπικοί και δεληγιαννικοί τσακώνονταν στα καφενεία για το τί οικονομική πολιτική θα ακολουθήσει η χώρα, ή τον καιρό που βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί κονταροχτυπιούνταν για το αν η χώρα έπρεπε να μπει στον Μεγάλο Πόλεμο και με ποιους. Ο χώρος είναι γεμάτος ξύλινα έπιπλα, πίνακες και γκραβούρες με ατμόπλοια και κανονιοφόρους του Πολεμικού Ναυτικού, με ιστορικά πρόσωπα και διαφημιστικές αφίσες τσιγάρων, ποτών και τροφίμων. Πρόκειται πραγματικά για έναν από τους ελάχιστους πνεύμονες πολιτισμού που διαθέτει το ιστορικό κέντρο της πόλης που δίνει έμφαση στην λαϊκή μας παράδοση και στην αναγκαιότητα συνέχειας της και στα επόμενα χρόνια.
2) Παραδοσιακό Μαγειρείο «Το Άνθος»
Παλαιοί δικηγόροι, συμβολαιογράφοι και καταστηματάρχες της περιοχής γνωρίζουν πολύ καλά τι εστί το Μαγειρείο «Το Άνθος». Βρίσκεται στην οδό Κολοκοτρώνη 10, στο ύψος της Παλαιάς Βουλής, και εδώ και εξήντα χρόνια, από το 1953, κοσμεί το κέντρο της πόλης με την απλή, δωρική θα έλεγε κανείς, διακόσμηση του και φυσικά το εξαιρετικό φαγητό του. Καρό τραπεζομάντιλα, λαδομπογιά στους τοίχους, ξύλινα τραπέζια και τσίγκινα μαχαιροπίρουνα, συνθέτουν ένα σκηνικό παλιάς ελληνικής ταινίας. Νοσταλγία για μια Αθήνα που έφυγε, άφησε όμως πίσω ορισμένες γωνιές ιστορίας και παράδοσης που αξίζει τον κόπο να επισκεφθούμε. Με φαγητό κάτι παραπάνω από καλό, με ανθρώπους που ξέρουν να σε εξυπηρετήσουν και με μια ατμόσφαιρα οικία και γνώριμη σε όλους μας, βγαίνοντας από αυτό το μαγειρείο παίρνεις κάτι από την παλιά αρχοντιά της Αθήνας, αυτής που όσα χρόνια και αν περάσουν, πάντα θα υπάρχει ένας χώρος, μια γωνιά, ένα κτήριο, που θα στην υπενθυμίζουν.
3) Παραδοσιακή Ταβέρνα «Η Παλιά Αθήνα»
Αυτό και αν είναι ένα παλιό εστιατόριο που θα πρέπει κανείς να επισκεφθεί έστω και για...εθιμοτυπικούς λόγους. Βρίσκεται εδώ και οκτώ δεκαετίες στην οδό Νίκης 46 και προσφέρει καθημερινά εξαιρετικό φαγητό στους ψαγμένους θαμώνες του. Τα φαγητά παραδοσιακά, μαγειρευτά και πεντανόστιμα. Ο χώρος είναι γεμάτος αντικείμενα που αποπνέουν ιστορία και νοσταλγία. Ένα γραμμόφωνο, μερικά ξύλινα έπιπλα, η μουσική του Χατζηδάκη που παίζει ασταμάτητα και οι belle époque πίνακες που βρίσκονται σε κάθε τοίχο του μαγαζιού, δημιουργούν κάτι το μαγικό στην ατμόσφαιρα. Βρίσκεται ανάμεσα σε μοντέρνα καταστήματα, σύγχρονα ταχυφαγεία και εστιατόρια βιολογικών προϊόντων. Και όμως το μάτι σου πέφτει κατευθείαν σε αυτό. Αξίζει τον κόπο να το επισκεφθούμε και με αυτόν τον τρόπο να το στηρίξουμε για να συνεχίσει να λειτουργεί για άλλα 80 χρόνια.
4) Καφενείον «το Λούβρο»
Περιμένοντας το τρόλεϊ για Παγκράτι, έπεσε το μάτι μου στο παραδοσιακό αυτό καφενείο. Βρίσκεται στην αρχή της Ερατοσθένους εδώ και πάνω από 60 χρόνια και σερβίρει τον ίδιο εξαιρετικό και απολαυστικό ελληνικό καφέ. Ανάμεσα σε παλαιούς «γκάγκαρους» Αθηναίους που περνούν το απόγευμα τους παίζοντας χαρτιά ή μιλώντας για τα πολίτικά, μπορείς να κάτσεις σε ένα από τα παλιά σιδερένια τραπεζάκια του και να απολαύσεις μαζί με τον καφέ σου (και τα δυο κρύα ποτήρια νερό που σου προσφέρει στο τσίγκινο δισκάκι) την ατμόσφαιρα ενός παλιού καφενείου, που κάποτε, όπως μου εκμυστηρεύθηκε ο ιδιοκτήτης του, γέμιζε από νέους, νέες, παιδιά και παππούδες που ήθελαν να κουβεντιάσουν, να περάσουν όμορφα την ώρα τους προτού επιστρέψουν στο σπίτι για το βραδινό. Σήμερα, μετά βίας το καφενείο μπορεί και επιβιώσει. Αυτό φαίνεται τόσο από τους λιγοστούς θαμώνες του, όσο και από την αίσθηση που αποπνέει ο χώρος. Μετρά ίσως λίγα ακόμη χρόνια λειτουργίας. Με την παλιά αθηναϊκή πλατεία δίπλα του, που γεμίζει τραπεζάκια τους θερινούς μήνες, είναι ένα hotspot σημείο του Παγκρατίου που θα πρέπει έστω να το προσπεράσουμε προτού κατευθυνθούμε προς την Υμηττού ή το Παναθηναϊκό Στάδιο. Καλό είναι να έχουμε μαζί μας και μια φωτογραφική μηχανή. Μπορεί να χρειαστεί.
5) Και δυο καταστήματα που μας γεμίζουν ελπίδα!
Ίσως να έχετε παρατηρήσει ότι τον τελευταίο καιρό οι Έλληνες αρχίζουν και ως καταναλωτές αλλά και ως καταστηματάρχες να επιστρέφουν στην παλιά συνταγή των ελληνικών παραδοσιακών προϊόντων, αυτών που βασίζονται στην πρωτογενή παραγωγή μικρής ποσότητας αλλά εξαιρετικής ποιότητας ειδών διατροφής. Μικρά μπακάλικα αρχίζουν να ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο σε γειτονιές της πόλης. Από τα Άνω Πετράλωνα μέχρι την Πλάκα και από το Κολωνάκι μέχρι το Παγκράτι, οι Έλληνες αφήνουν πίσω τους τα ιταλικά delicatessen που συμβόλιζαν την επίπλαστη ευμάρεια και τον μιμητισμό και επιλέγουν παραδοσιακά παντοπωλεία με έντονο το ελληνικό στοιχείο. Δυο από αυτά είναι και τα καταστήματα «Κρόκος» στην Πλάκα (συμβολή οδών Βύρωνος και Βάκχου) και «Ζεμπίλι» στα Άνω Πετράλωνα (Τρώων 50).
Σκηνές από τον Μπακαλόγατο και τον Θανάση Βέγγο ως μαγαζάτορα ξυπνούν καθώς μπαίνεις σε αυτά τα μαγαζιά. Και τα δυο βασίζουν την φιλοσοφία τους στην προσεκτική επιλογή εξαιρετικής ποιότητας ντόπιων ελληνικών προϊόντων και στην προσφορά τους στους πελάτες με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο. Χωρίς πολλές τυποποιημένες συσκευασίες, χωρίς περιττές διακοσμήσεις και ευφάνταστες επιλογές στα έπιπλα και την εξυπηρέτηση, τα δυο αυτά παντοπωλεία πουλούν ελληνικά τρόφιμα και ποτά και ταυτόχρονα καταφέρνουν να μας κάνουν να νιώσουμε 50 χρόνια πίσω, τότε που οι γειτονιές της Αθήνας ήταν πιο ανθρώπινες, η εξυπηρέτηση από τον μπακάλη της γειτονιάς δεν ήταν μηχανιστική αλλά άμεση, φιλική και κυρίως γνήσια και αληθινή. Αυτά τα δυο μαγαζιά αποτελούν τους προπομπούς μιας νέας τάσης που αρχίζει να εμφανίζεται στην πόλη και η οποία συνδυάζει το ντόπιο και παραδοσιακό με το σύγχρονο τρόπο προώθησης και προβολής ενός προϊόντος. Είμαι πεπεισμένος ότι αυτά τα μαγαζιά θα αποτελέσουν τρόπο ζωής στο εγγύς μέλλον και θα ανασυνθέσουν την χαμένη φυσιογνωμία της Αθήνας ως μια πόλης ανθρώπινης, λαϊκής θα έλεγε κανείς, που θα σέβεται το παρελθόν της και θα αναδημιουργεί μέσα από αυτό το παρόν και το μέλλον της.
Από τα πέντε παραπάνω παραδείγματα βγάζω ένα κοινό συμπέρασμα. Ότι η πολυτέλεια και η τελειότητα βρίσκονται τελικά στην απλότητα των πραγμάτων. Μέχρι πρότινος την ψάχναμε στα ακριβά εστιατόρια, στα χλιδάτα μαγαζιά με τις «μοδέρνες» διακοσμήσεις, στα καφέ που θύμιζαν περισσότερο φάμπρικα παρά χώρους κοινωνίας, ιδεολογικών ζυμώσεων και συζητήσεων. Και τα πέντε παραδείγματα που προαναφέρθηκαν βασίζονται σε αυτήν την απλότητα, μια απλότητα που προτιμήσαμε να απωλέσουμε χάριν ενός ιδιόμορφου εκσυγχρονισμού, προοδευτισμού ή όπως θέλετε πείτε το. Γωνιές πολιτισμού, ψυχαγωγίας και γαστρονομίας όπως οι παραπάνω είναι αναγκαίο να διατηρηθούν και να συνεχίσουν να υπάρχουν απλά γιατί πρέπει να υπάρχουν. Μαζί με την παρουσία τους συνυπάρχει και η ιστορία, η λαϊκή παράδοση, ο πολιτισμός μιας πόλης που έκανε τα πάντα για να ξεχάσει το παρελθόν της προκειμένου να ομοιάσει με τις «πεπολιτισμένες πρωτεύουσες της Δύσης...». Η κρίση μάς έκανε να γυρίσουμε στο παρελθόν και να δούμε πώς ζούσαμε κάποτε. Μας έκανε να κοιτάξουμε γύρω μας και όχι έξω από εμάς, σε άλλες χώρες, για να βρούμε λύσεις και απαντήσεις στα καίρια ερωτήματα της καθημερινότητας. Και η εντύπωση που μου μένει είναι ότι γωνιές πολιτισμού όπως αυτές θα αποτελέσουν σημεία εκκίνησης της συναίσθησης του χαμένου μας παρελθόντος με σκοπό να δούμε με περισσότερη αισιοδοξία και δημιουργικότητα το μέλλον.
Ας τα στηρίξουμε λοιπόν! Σίγουρα θα κερδίσουμε κάτι από αυτό.