Σύμφωνα με πρόσφατο δημοσίευμα της «Εφημερίδας των Συντακτών, η απογραφή από τον Οργανισμό Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας (ΟΠΑΝΔΑ), στο παλιό κτίριο του Δημοτικού Βρεφοκομείου, στην πλατεία Κουμουνδούρου, ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2012 και ολοκληρώθηκε έπειτα από 20 μήνες (!). Πέντε έργα την ημέρα μέσο όρο... Δεν επιταχύνθηκε η διαδικασία ούτε εξαιτίας της αποτυχημένης απόπειρας κλοπής ορισμένων σημαντικών έργων τον Φεβρουάριο του 2012, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Μεταξύ των έργων που η τύχη τους αγνοείται είναι έξι σχέδια του Γιώργου Γουναρόπουλου, κεφαλή αγάλματος του Γ. Ματαράγκα, μια υδατογραφία του Κ. Μαράτου, λιθογραφίες αφιερωμένες στον Καβάφη και τον Σεφέρη, ελαιογραφίες των Πηνελώπης Διαμαντοπούλου, Δώρας Μπούκη, Χαρίκλειας Αλεξανδρίδου κ.α., καθώς και το γλυπτό του Δημήτρη Φιλιππότη «Βρεφοκόμος» που θεωρείται και το πιο σημαντικό μεταξύ των απολεσθέντων.
Η Νέλλη Παπαχελά, πρόεδρος του ΟΠΑΝΔΑ δήλωσε στην εφημερίδα ότι από την απογραφή προκύπτει ότι 22 από τα 37 έργα έχουν χαθεί πριν το 1995... Εδώ θέλει ανάλυση. Από την δήλωση αυτή, δυο είναι τα συμπεράσματα που μπορούν να προκύψουν: Πρώτον, ότι χρειάστηκαν κάτι παραπάνω από 18 χρόνια προκειμένου ο Οργανισμός να εξακριβώσει ότι τα συγκεκριμένα έργα λείπουν. Προφανώς, η τελευταία απογραφή έγινε το 1995, θα μου πείτε. Αυτό είναι το τραγικό της υπόθεσης, απαντώ εγώ... Εκτός και αν ήξεραν οι αρμόδιοι υπάλληλοι (και αυτό είναι το δεύτερο συμπέρασμα) εδώ και 18 χρόνια ότι τα συγκεκριμένα έργα έλειπαν και δεν το ανακοίνωναν. Πιθανώς και αυτό. Δεν ξέρω όμως ποιο από τα δυο είναι χειρότερο...
Και υπάρχει και ένα τρίτο συμπέρασμα. Ότι τα υπόλοιπα 15 από τα 37 έργα τέχνης χάθηκαν από το 1995 και μετά. Άρα το σύστημα μπάζει νερά διαχρονικά. Κάθε χρόνο χάνεται και από ένα έργο τέχνης, κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη και κανείς δεν λογοδοτεί για αυτές τις απώλειες, είτε γιατί τα αδικήματα έχουν παραγραφεί, είτε γιατί δεν ασκούνται ποινικές διώξεις σε αυτούς που πρέπει στον χρόνο που πρέπει. Μιλάμε πλέον για μια Δημοτική Πινακοθήκη που υπολειτουργεί, που η διευθύντρια της, κ. Κυριαζή, συνταξιοδοτήθηκε (δεν θα ήταν άραγε πολύ χρήσιμη η δική της δήλωση για το ζήτημα μιας και ήταν υπεύθυνη εκ της θέσεως της πέρα από την ανάδειξη και για την προστασία των έργων τέχνης;), που χρήματα δεν υπάρχουν για να στελεχωθεί και να λειτουργήσει σωστά, που οι Αθηναίοι ούτε καν γνωρίζουν ότι οι πόλη τους διαθέτει έναν τέτοιο χώρο Πολιτισμού και που μαζί με όλα αυτά η Πινακοθήκη καθίσταται καθημερινά έρμαια της γραφειοκρατίας, της προχειρότητας και του ωχαδερφισμού που διέπει το ελληνικό Δημόσιο. Τα συγκεκριμένα έργα μπορεί να μην έχουν καν κλαπεί και απλά να βρίσκονται σε ένα υπόγειο ενός άλλου κτιρίου, μιας άλλης διεύθυνσης σε μια άλλη περιοχή της Αθήνας. Είναι εξοργιστικό και μόνο που το σκέφτεσαι.
«Για όλα τα έργα έχει γίνει αναζήτηση, που αποδείχθηκε άκαρπη, στις αποθήκες της Πινακοθήκης και στα κτήρια του Δήμου, από το Δημαρχείο μέχρι τη Δημοτική Βιβλιοθήκη. Πλέον ο Οργανισμός θα στείλει τα στοιχεία της έρευνας στη νομική υπηρεσία του Δήμου, η οποία προφανώς θα προχωρήσει σε μηνυτήρια αναφορά κατά παντός υπευθύνου» σημειώνει η κ. Παπαχελά. Ελπίζω, οι ευθύνες να μην περιοριστούν στον... αρχειοφύλακα αλλά και στους ανωτέρους του. Αν ποτέ προχωρήσει η νομική διαδικασία για την διαλεύκανση της υπόθεσης. Και αν δεν σκοντάψει σε ζητήματα παραγραφής αδικημάτων, αρνησιδικίας κλπ κλπ. Είναι το ελάχιστο που μπορούμε να κάνουμε αν θέλουμε παρόμοιες σκηνές να μην εμφανιστούν ξανά και να μην καταστούν συνηθισμένη πρακτική και κυρίως αν θέλουμε να μην θεωρούνται οι πολιτιστικοί μας χώροι ξέφραγο αμπέλι...