ΕΥΚΟΛΗ Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ, ΔΥΣΚΟΛΗ Η ΔΙΑΦΟΡΑ
Ας μη γελιόμαστε, όμως. Είναι τόσο πολλά τα φεστιβάλ, που όποιος επιμένει να ενημερώνεται και να κάνει αιτήσεις, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρει κάπου να πάει. Συνεπώς, το θέμα δεν είναι τόσο πόσοι ταξιδεύουν (που και αυτό παίζει ρόλο, πολύ σοβαρό, εφόσον όλα τα άλλα βαίνουν καλώς) αλλά πρωτίστως ποιοι (δεν είμαστε όλοι το ίδιο), με τι πυκνότητα (δεν μπορείς να διασχίζεις τα σύνορα κάθε δέκα χρόνια), πού (δεν είναι όλα τα φεστιβάλ το ίδιο) και, βεβαίως, με τι. Στέκομαι ειδικά στο «με τι», γιατί έχει σημασία. Αυτό κάνει τη διαφορά.
Tο να πας σ' ένα φεστιβάλ χωρίς να έχεις κάτι να δείξεις, τζάμπα τα έξοδα. Το θέμα είναι ν' αφήνεις κάποια ίχνη πίσω σου. Και, εάν συζητούμε για τη Λεκόντ, τους STAN, την Ιπέρ και πολλούς άλλους, είναι γιατί, φεύγοντας, μας άφησαν κάτι να τους θυμόμαστε. Απ' αυτή την άποψη μόνο ένα σχήμα στη νεοελληνική ιστορία αυτού του τόπου πληροί όλες τις προδιαγραφές του διεθνούς. Είναι το Αττις. Και βεβαίως αυτό δεν είναι τυχαίο ούτε της στιγμής.
Ο ΕΠΙΜΕΝΩΝ ΝΙΚΑ
Η καταξίωση επιτυγχάνεται μέσα από τη διάρκεια, τον προγραμματισμό και, πρωτίστως, την άποψη. Και το Αττις (βλ. Θ. Τερζόπουλος) έχει άποψη, την οποία υποστηρίζει και καλλιεργεί και, φυσικά, εξάγει. Οπως άποψη έχει και ο έτερος διεθνής μας σκηνοθέτης, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο οποίος, από την εποχή ακόμη που είχε το σχήμα Διπλούς Ερως (αρχές της δεκαετίας του 1980), κοιτούσε διαρκώς και προς τα έξω, όμως η διεθνής του πορεία θ' αρχίσει προς τα τέλη της δεκαετίας του 1990 με τον «Αγαμέμνονα», θα συνεχιστεί με τον «Εθνικό Υμνο» και θα κορυφωθεί με το «Πεθαίνω σαν χώρα». Κάτι που, εκτιμώ, θα μπορούσε να πετύχει και ο Γ. Χουβαρδάς (ιδίως στις μέρες του «Αμόρε», με παραστάσεις όπως η «Σάρα» και η «Βερενίκη»). Το γιατί δεν το επιχείρησε, ενώ είχε πολλές και καλές επαφές, ιδίως με χώρες της σκανδιναβικής χερσονήσου, δεν το γνωρίζω.
Από κει και πέρα δυστυχώς το τοπίο σκοτεινιάζει. Καλοί σκηνοθέτες, όπως η Πατεράκη, ο Μοσχόπουλος, ο Κακλέας, ο Μαστοράκης, πληρώνουν το τίμημα της γενικότερης ανοργανωσιάς μας αλλά ενδεχομένως και μιας δικής τους αναποφασιστικότητας. Αφήνω εκτός συζήτησης τους Ελληνες της διασποράς (Γ. Κόκκος και Γ. Κουνέλλης, μεταξύ άλλων), γιατί δεν εμπίπτουν ακριβώς στη λογική του θέματος που μας απασχολεί.
Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ
Κι αν στο επίπεδο σκηνοθεσίας και συμμετοχής σε φεστιβάλ κάτι γίνεται, εκεί όπου κυριαρχεί το τέλμα είναι στο νεοελληνικό έργο. Ενώ αυτή τη στιγμή μεταφράζονται και παίζονται στις σκηνές της Ευρώπης έργα από όλες σχεδόν τις «μικρές» γλώσσες (όπως κροατικά, σέρβικα, τσέχικα, γεωργιανά, σλοβένικα, φιλανδικά, δανέζικα, νορβηγικά), η ελληνική γραφή απουσιάζει, όπως απουσίαζε σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα (κάποιες σποραδικές μεταφράσεις Καμπανέλλη, Αναγνωστάκη, Μουρσελά -σ' ένα σύνολο μόλις οκτώ ονομάτων- δεν πέτυχαν απολύτως τίποτα. Κανείς δεν τις πήρε είδηση). Σίγουρα είναι προς τη σωστή κατεύθυνση οι προσπάθειες που γίνονται πρόσφατα, κυρίως στα γαλλικά (με μεταφράσεις των Δημητριάδη, Ευσταθιάδη, Μαυριτσάκη κ.ά.), όμως απέχουμε πολύ από το να πούμε ότι άλλαξε η κατάσταση. Οι ξένοι δεν έχουν κανέναν λόγο να μας σνομπάρουν. Ολοι αναζητούν το καλό έργο, από οπουδήποτε κι αν προέρχεται. Και, για να μας μάθουν, κάποιος πρέπει να τους υποψιάσει.
ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΑΓΝΟΟΥΝ;
Πώς θα γίνει όμως αυτό, όταν δεν συμμετέχουμε σε καμία συντακτική επιτροπή θεατρικού εντύπου διεθνούς εμβέλειας, όταν δεν έχουμε καμία καλή οργανική θέση σε σημαντικό διεθνή θεατρικό οργανισμό, όταν απουσιάζουμε από τα μεγάλα διεθνή συνέδρια ή, κι όταν εμφανιζόμαστε, συνήθως κουβαλούμε στις αποσκευές μας κάτι αρχαιοπρεπές (ως πιο «πιασάρικο»), σνομπάροντας ακόμη και εμείς οι ίδιοι το σύγχρονο ελληνικό ρεπερτόριο; Οπως το σνομπάρουν και οι φοιτητές μας που σπουδάζουν στο εξωτερικό. Εννέα στις δέκα μεταπτυχιακές μελέτες τους στρέφονται στο αρχαίο δράμα. Και, από την άλλη, βλέπεις όλους τους «άλλους», κυρίως από τις μικρές χώρες, να είναι παντού, σε επιτροπές, συνέδρια, φορτωμένοι ενημερωτικό υλικό για ό,τι πιο σύγχρονο διαθέτουν. Και για να μη θεωρηθεί ότι υπερβάλλω, δέστε τις σελίδες που αφιερώνουν τα περισσότερα μεγάλα θεατρικά περιοδικά σε Αμερική, Γαλλία, Αγγλία και Γερμανία στο θέατρο χωρών από την ευρωπαϊκή περιφέρεια, και δέστε την κάλυψη του νεοελληνικού. Κάποιοι τίτλοι περιοδικών αρκούν: American Theatre, PAJ, TDR, Modern Drama, Theatre Journal, Yale/Theatre, Theatreforum.
Το δε θλιβερό στην όλη υπόθεση είναι ότι οι ξένοι, και σε αυτό ακόμη που θεωρούμε ως «δικό μας» χώρο, το αρχαίο θέατρο, πάλι μας αγνοούν. Ρίξτε μια ματιά στη βιβλιογραφία που χρησιμοποιούν, στις παραπομπές τους και θα καταλάβετε τι εννοώ. Και αυτή η άγνοια του τι κάνουμε επεκτείνεται και στην πρακτική. Σπάνια σύγχρονη ελληνική παράσταση αρχαίου δράματος απασχολεί τη διεθνή κοινότητα. Απασχολεί όμως η παράσταση ενός Ρονκόνι, ενός Σέλαρς, ενός Χολ, μιας Μνουσκίν. Αναμφίβολα άδικο. Γιατί πιστεύω πως, και σε επιστημονικό, και σε πρακτικό επίπεδο, έχουμε να πούμε και να δείξουμε πολλά και σημαντικά. Το θέμα είναι πώς. Τα ζητούμενα είναι πολλά, το κρατούμενο όμως είναι ένα και λέει ότι: οι μέχρι σήμερα μηχανισμοί και μεθοδεύσεις μας έχουν αποτύχει παντελώς. Ολοι μας προσπερνούν με χίλια. Καιρός να ανασκουμπωθούμε, και πρωτίστως οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς.
ΤΟ «ΣΥΣΤΗΜΑ ΑΘΗΝΑ»
Θα μου πείτε, τέτοια ώρα τέτοια λόγια. Γιατί όχι; Εστω και κοινότοπο, να το ξαναπούμε: τον πολιτισμό τον κρατάς όρθιο όταν όλα τριγύρω καταρρέουν. Είναι το σωσίβιό σου. Πριν από τέσσερα χρόνια ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, πρόεδρος τότε του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου και γνώστης της διεθνούς μας ανυπαρξίας, είχε τη λαμπρή ιδέα να προτείνει το «Σύστημα Αθήνα», μια πλατφόρμα για την προβολή του ελληνικού θεάτρου στο εξωτερικό. Τον πρώτο χρόνο (2007) πήρε κοντά στις 100.000 επιχορήγηση. Τον δεύτερο, μόλις και μετά βίας 41.000 και τον τρίτο 120.000 (για να πληρωθούν τα σπασμένα της προηγούμενης χρονιάς). Την ίδια στιγμή που Πολωνοί, Κροάτες, Ούγγροι, Γεωργιανοί και πολλοί άλλοι που έχουν εγκαινιάσει (ορισμένοι μιμούμενοι το ελληνικό παράδειγμα) τις δικές τους πλατφόρμες κινούνται με προϋπολογισμούς που ούτε τους φανταζόμαστε. Αρκεί να πούμε ότι οι Πολωνοί, στο πρώτο τους κιόλας showcase, ξόδεψαν κοντά στις 800.000 ευρώ. Σίγουρα δεν τους περίσσευαν. Όμως πάνω από όλα μετράει η «διπλωματία» του πολιτισμού. Πώς αλλιώς θα γνώριζε ο κόσμος τον Νεκρόσιους, τον Ερμάνις, τον Σίλινγκ ή τον Σμετς; Ολοι τους, ας το υπογραμμίσουμε αυτό, από χώρες σε κακά οικονομικά χάλια. Τυχαίο; Δεν νομίζω.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και έτσι, με τις άπειρες δυσκολίες (επιλογής αντιπροσωπευτικών παραστάσεων, οικονομικής επιβίωσης κ.λπ.), το Σύστημα Αθήνα κατάφερε να δημιουργήσει κάποιες πρώτες αναγκαίες γέφυρες με τη διεθνή θεατρική κοινότητα. Το προσμετρώ στις επιτυχίες του το ότι από τις συνολικά 33 παραστάσεις που προτάθηκαν στα τρία συνεχόμενα showcases του, εννέα προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν σε διεθνή φεστιβάλ. Επιτυχία που, βεβαίως, επιβάλλει και μια σταθερή συνέχεια, γιατί μόνο επιμένοντας μπορείς να επιβάλεις την παρουσία σου στον διεθνή χώρο. Και το ΥΠΠΟ, εφόσον θέλει όντως να βοηθήσει ν' αλλάξει η εικόνα, πρέπει να στηρίξει την προσπάθεια, η οποία από φέτος μεταφέρεται για λόγους οικονομίας σε ηλεκτρονική μορφή. Πρέπει να δει το «Σύστημα» (αλλά και το όποιο άλλο «σύστημα» στοχεύει στην εξαγωγή του ελληνικού πολιτισμού) σαν ένα αναγκαίο κανάλι επικοινωνίας, έναν άμεσο τρόπο να μας γνωρίσουν καλύτερα οι ξένοι και να πάψουν να μας θεωρούν το άγνωστο «άλλο» της Ευρώπης.
Πηγή: Έντυπη Έκδοση Επτά, Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011: Συντάκτης: Σάββας Πατσαλίδης