Τρίτη, 29 Απριλίου 2014 13:40

Ταξιδευτές της μουσικής

Γράφτηκε από τον 

Σε αντίθεση με τις άλλες τέχνες, οι άνθρωποι της κλασικής δεν καταφεύγουν στο εξωτερικό για καλύτερη τύχη, αλλά γιατί στην Ελλάδα το να σταδιοδρομήσει μια νέα σοπράνο ή ένας νέος μαέστρος μοιάζει με όνειρο απατηλό: θεσμικό πλαίσιο για την εκπαίδευση δεν υπάρχει, ο αριθμός των δασκάλων είναι ανεπαρκής, η μόρφωση ελλιπής, οι πιθανότητες για ηχογραφήσεις λίγες και το άγχος τεράστιο, διότι το μοναδικό κρατικό λυρικό θέατρο δεν μπορεί να δώσει σε όλους ευκαιρία να ερμηνεύσουν έναν μεγάλο ρόλο.

Ετσι, μια ολόκληρη γενιά νέων ξενιτεύεται για να διακριθεί. Κι όπως δείχνουν τα πράγματα, τα καταφέρνουν μια χαρά, παρ' ότι η γερμανική και η αυστριακή «αγορά» είναι πολύ ανταγωνιστικές. Ανάμεσά τους ο Διονύσης Τσαντίνης και ο Δήμος Φλεμοτόμος έχουν αρχίσει να διακρίνονται στη Γερμανία, ο Διονύσιος Σούρμπης, ο Νικόλας Σπανός, η Ινές Ζήκου κάνουν καριέρα στην Ευρώπη, η Μυρτώ Παπαθανασίου είχε συνεργαστεί με τον Φράνκο Τζεφιρέλι, η Ειρήνη Τσιρακίδη, η Χριστίνα Πουλίτση, η Αλεξία Βουλγαρίδου, η Στέλλα Ντουφεξή και η Ανία Χαρτέρος πρωταγωνιστούν στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα. Ο Βασίλης Χριστόπουλος είναι από τον Σεπτέμβριο του 2005 καλλιτεχνικός διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της νοτιοδυτικής Γερμανίας και πρόσφατα ανέλαβε την Κρατική Ορχήστρα ΑΘηνών, ο Γιώργος Πέτρου έχει βραβευτεί για τις διεθνείς ηχογραφήσεις του, ο 33χρονος Γιώργος Εμμανουήλ-Λαζαρίδης αφού συνεργάστηκε με κορυφαίες ορχήστρες (Φιλαρμονικές Αμβούργου και Στρασβούργου, Φιλαρμονική της Αγίας Πετρούπολης, Βασιλική Φιλαρμονική) ανέλαβε συντονιστής Καλλιτεχνικού Προγραμματισμού του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, ενώ οι διακρίσεις για τους μαέστρους Θόδωρο Κουρεντζή και Κωνσταντίνο Καρύδη δεν έχουν τελειωμό.

«Οι ελληνικές φωνές, το ταμπεραμέντο των τραγουδιστών αλλά και η ποιότητά τους είναι περιζήτητες στο εξωτερικό», λέει ο τενόρος Δήμος Φλεμοτόμος που το 2009 απέσπασε τρία βραβεία (Α' βραβείο κοινού, Α' βραβείο ισπανικής οπερέτας (χαρτουέλα) και το Β' βραβείο όπερας) στον διαγωνισμό «Οπεράλια» του Πλάθιντο Ντομίνγκο. Εξακολουθεί να ζει στο Μόναχο, αλλά τον τελευταίο χρόνο έχει τραγουδήσει από το Σαντιάγο της Χιλής μέχρι την Οπέρα της Βαρκελώνης.

Καριέρα γι' αυτά τα παιδιά σημαίνει να βρίσκονται στο επίκεντρο των γεγονότων, να κινούνται παράλληλα σε πολλές μουσικές πιάτσες, να τρέχουν από οντισιόν σε οντισιόν. Το να περιοριστούν μεταξύ Λυρικής Σκηνής και Μεγάρου Μουσικής δεν φτάνει. Σε αντίθεση με άλλες τέχνες, η «μετανάστευση» για όσους υπηρετούν την κλασική μουσική υποχρεωτικά ξεκινά νωρίς, μεταξύ 18 και 23 ετών. «Είναι η ηλικία που αντιλαμβάνεσαι ότι η εκπαίδευσή σου δεν μπορεί να είναι πλήρης αν μείνεις στην Ελλάδα κι έτσι αναζητάς καταφύγιο σε χώρες που έχουν εδώ και χρόνια φροντίσει να χτίσουν αξιόπιστες μουσικές ακαδημίες» λέει ο Β. Χριστόπουλος. «Αντιθέτως, στην Ελλάδα η κλασική εκπαίδευση είναι αδιαβάθμιστη. Το δίπλωμα ωδείου δεν έχει τυπική αναγνώριση πτυχίου, ενώ η ποιότητα δουλειάς τόσων ωδείων είναι αδύνατον να ελεγχθεί».

Η απουσία μιας Ακαδημίας με επαρκείς υποδομές και πλήρες πρόγραμμα σπουδών είναι μια τεράστια πληγή, καθώς οι μαθητές που βγαίνουν από τα ωδεία δεν είναι έτοιμοι ν' αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις του λυρικού θεάτρου και σίγουρα δεν είναι αρκετά θωρακισμένοι με γνώσεις. Οι περισσότεροι βγαίνουν από το Ωδείο γνωρίζοντας μόνο έναν ή δύο ολοκληρωμένους οπερατικούς ρόλους και σίγουρα δεν είναι «ψημένοι» να αντεπεξέλθουν σε ένα τόσο ευρύ ρεπερτόριο. Η Κεντρική Ευρώπη και λιγότερο η Ιταλία ή η ακριβή Αμερική είναι οι χώρες στις οποίες καταφεύγουν.

Τουλάχιστον, έχουν έναν πολύτιμο σύμμαχο: τις υποτροφίες και τα βραβεία. Τα βραβεία «Δημήτρης Μητρόπουλος», «Τζίνα Μπαχάουερ» και το Grand Prix Μαρίας Κάλλας, καθώς και οι υποτροφίες «Αλεξάνδρα Τριάντη», «Μαρία Κάλλας», έχουν μέχρι σήμερα «ανακουφίσει» οικονομικά και δώσει ώθηση σε δεκάδες νέους καλλιτέχνες που σε όλα τα στάδια των σπουδών τους χρειάζονται πάνω από 20.000 ευρώ ετησίως. Αν στα έξοδα συνυπολογίσεις και το κόστος που προκύπτει από τις συνεχείς μετακινήσεις για ακροάσεις, τότε τα πράγματα δυσκολεύουν πολύ.

Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι η μέτζο σοπράνο Αννα Παγκάλου. Υπήρξε τετραετής υπότροφος του Ιδρύματος «Αλέξανδρος Ωνάσης» και σπούδασε τραγούδι με την Κρίστα Λούντβιχ στη Βιέννη, με την Αντονιέτα Στέλα στη Ρώμη, καθώς και με τη Μαρίνα Κρίλοβιτς και τη Μέχτιλντ Σταματάκη στην Αθήνα. «Στο εξωτερικό οι στόχοι και τα όνειρα δεν έχουν όρια», λέει η ίδια από τη Βιέννη όπου ζει. «Αυτός ο καθημερινός αγώνας για μουσική διάκριση, η δύναμη που αποκτάς επειδή μονίμως προσαρμόζεσαι σε ετερόκλητα δεδομένα, αλλά και το πόσο διευρύνεται η εκπαίδευση και τα ερεθίσματά σου, είναι τόσο πολύτιμα που αξίζει να ξενιτευτείς. Αυτή η εγρήγορση του εξωτερικού δεν μπορεί να συγκριθεί με τη στασιμότητα στην Ελλάδα, ή την αγωνία για το αν θα ερμηνεύσεις έναν ή δύο ρόλους το χρόνο».

Στις υποτροφίες, βεβαίως, δεν οδηγούνται απαραίτητα άνθρωποι που στερούνται χρημάτων αλλά κι εκείνοι που θέλουν να ζήσουν τη δελεαστική προοπτική μιας διεθνούς καριέρας, να διαβούν το κατώφλι μεγάλων λυρικών θεάτρων και να πάρουν τις πολύτιμες συμβουλές των μεγάλων δασκάλων. «Η Ελλάδα είναι ευλογημένος τόπος αλλά δεν παρέχει ευκαιρίες. Δεν έχεις τις ίδιες πιθανότητες να ερμηνεύσεις έναν ρόλο, ενώ και όσοι δουλεύουν κινδυνεύουν να παραμείνουν απλήρωτοι για μήνες» λέει ο Δ. Φλεμοτόμος. «Το κράτος φαίνεται να μην ενδιαφέρεται για το λυρικό τραγούδι. Ετσι ο χώρος μας παρουσιάζει χαρακτηριστικά πανικού, χάους και αταξίας τα οποία άλλωστε ταλανίζουν ολόκληρη τη χώρα».

Κι αν είχαν επιλέξει να παραμείνουν στην Ελλάδα είναι δυνατόν να τους αφομοιώσει η ελληνική αγορά; Ή μήπως είναι πράγματι περιορισμένο το κοινό στη χώρα μας;

«Το επιχείρημα περί μικρού αριθμού ακροατών είναι παραπλανητικό και λαϊκίστικο» επιμένει ο Β. Χριστόπουλος, ο οποίος σε ηλικία 30 ετών διορίστηκε καλλιτεχνικός διευθυντής της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της νοτιοδυτικής Γερμανίας, που εδρεύει στην Κωνσταντία. «Από την εμπειρία μου σας διαβεβαιώνω πως το κοινό στη Γερμανία είναι πολύ πιο γερασμένο από εκείνο που συνάντησα όσες φορές εμφανίστηκα στο Μέγαρο Μουσικής ή το Φεστιβάλ Αθηνών. Το θέμα είναι πόσο θέλουν τα ΜΜΕ και το κράτος να ξεφύγουν από τις φθηνές ευκολίες που προβάλλουν».

Η δουλειά που έχει κάνει με τη γερμανική ορχήστρα είναι αξιοσημείωτη. Μάλιστα, ο δίσκος τους «Αριες Μότσαρτ» (με τη γαλλίδα σοπράνο Ζεραλντίν Καζέ) βραβεύθηκε από τη διεθνή ακαδημία λυρικού δίσκου στο Παρίσι με έναν χρυσόν Ορφέα ως η καλύτερη ηχογράφηση Μότσαρτ του 2009. Με αυτές τις περγαμηνές, κανείς δεν εξεπλάγη όταν πριν από λίγες ημέρες ανέλαβε χρέη καλλιτεχνικού διευθυντή της ΚΟΑ -διατηρώντας, παράλληλα, τη θέση του στην Κωνσταντία. Πόσο εύκολη είναι η μετάβαση από τη μια χώρα στην άλλη; «Πρόκειται για δύο διαφορετικούς κόσμους. Στη Γερμανία υπάρχει ένα σαφές, λειτουργικό και ευέλικτο θεσμικό πλαίσιο για όλα τα επίπεδα της μουσικής: από την εκπαίδευση μέχρι τις ορχήστρες. Εμείς έχουμε πολλή δουλειά ακόμα. Σκεφτείτε ότι, πριν από 15 χρόνια που τελείωσα το Ωδείο Αθηνών, δεν υπήρχε καν τμήμα διεύθυνσης ορχήστρας στην Ελλάδα. Γι' αυτό και έφυγα στο εξωτερικό. Σχετικά με τις ελληνικές ορχήστρες , θα έλεγα ότι το ζήτημα της αυτονομίας (π.χ. ως προς τη διαδικασία πρόσληψης μουσικών) είναι ζωτικής σημασίας. Το υπάρχον νομικό καθεστώς πρέπει να εκσυγχρονιστεί».

Με διακρίσεις, διθυραμβικές κριτικές και μεγάλες παραγωγές διανθίζεται, όμως, συνεχώς και το βιογραφικό του Κ. Καρύδη. Τον περασμένο Δεκέμβριο διεύθυνε τις παραγωγές «Διδώ και Αινίας» του Πέρσελ και το «Bluebears castle» του Μπάρτοκ στην Οπερα της Φραγκφούρτης. Μάλιστα στην κριτική της η εφημερίδα «Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ» τον χαρακτήρισε «σπουδαίο μαέστρο, γεμάτο οίστρο και πλούσιες ιδέες, ο οποίος παρουσιάζει αριστοτεχνικές και μεγαλοπρεπείς εκτελέσεις».

Πολύ καλές κριτικές, όμως, έχει πάρει και το δισκογραφικό έργο του μαέστρου Γιώργου Πέτρου, ο οποίος έχει εμφανιστεί σε σημαντικές αίθουσες συναυλιών, όπως οι Barbican Hall, Queen Elizabeth Hall, Wigmore Hall του Λονδίνου, το Carnegie Hall της Νέας Υόρκης. Το 2008 το μουσικό περιοδικό «Gramophone» ανέδειξε σε cd της χρονιάς την ηχογράφηση της μπαρόκ όπερας «Ταμερλάνος» (παραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών). «Ολοι μας έχουμε παλέψει για να ζήσουμε την εμπειρία του εξωτερικού, διότι οι εξελίξεις είναι αλματώδεις και όλοι θέλουν παραπάνω σπουδές κι ευκαιρίες» λέει ο ίδιος. «Ωστόσο, το άκρως επιθυμητό είναι να διακρινόμαστε στο εξωτερικό χωρίς να χρειάζεται να φεύγουμε από τη χώρα. Οσο κι αν απομακρυνόμαστε, τόσο γυροφέρνουμε την πατρίδα».

Πηγή: ΜΑΤΟΥΛΑ ΚΟΥΣΤΕΝΗ - Έντυπη Έκδοση Επτά, Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Ετικέτες
Γιώργος Δρακάκης

Σπούδασα Γραφικές Τέχνες και Προγραμματισμό εφαρμογών πληροφορικής με πολυμέσα ενώ έκανα ένα πολύχρονο πέρασμα απο μουσικές σπουδές. Είμαι ελεύθερος επαγγελματίας με βασικό αντικείμενο την  κατασκευή πρότυπων και απαιτητικών εφαρμογών για το διαδίκτυο. Έχω διδάξει τις αρχές Ψηφιακού Ραδιοφώνου σε Ιδιωτικό ΙΕΚ και ειμαι ο σχεδιαστής/προγραμματιστής όλων των ηλεκτρονικών δραστηριοτήτων της Εταιρείας Artspot.