Θεωρούμε τις αλλαγές που φέρνουν οι σημερινές τεχνολογίες στη μουσική επαναστατικές επειδή τις βιώνουμε, αλλά και γιατί αγνοούμε τις πραγματικές επαναστάσεις που προηγήθηκαν για να φτάσουμε στην ψηφιακή εποχή.
Αλλαγές που δεν επηρέαζαν απλώς αλλά ανέτρεπαν εκ βάθρων τους τρόπους με τους οποίους η μουσική συλλαμβάνεται, αναπαράγεται και διαδίδεται.
Ο David Suisman, στο βιβλίο «Πουλώντας ήχους - Η εμπορική επανάσταση στην αμερικάνικη μουσική» (εκδ. Harvard University Press), ξεκινώντας από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, επισημαίνει τα άλματα που διαμόρφωσαν τη μουσική βιομηχανία στις ΗΠΑ, η οποία παίρνει τα τραγούδια από τους τροβαδούρους και τα πουλάει σαν ένα βιομηχανικό προϊόν. Η μέχρι τότε «ζωντανή» μετάδοση των τραγουδιών αντικαθίσταται από την κυκλοφορία τους μέσω υλικών φορέων, από τη μαζική παραγωγή των τραγουδιών σε παρτιτούρες. Οι εκδοτικές εταιρείες τυπώνουν νότες και λόγια, αλλά δημιουργούν και δίκτυα διανομής-πώλησης και διαφημίζουν τα προϊόντα τους από τα μουσικά θέατρα, τις σάλες χορού και τους περιφερόμενους τραγουδιστές. Μια μεγάλη επιτυχία τυπωμένη σε χαρτί μπορεί να πουληθεί σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Το 1892-93, η παρτιτούρα του «After the Ball» ξεπερνάει σε πωλήσεις το ένα εκατομμύριο αντίτυπα!
Ηχος από το μηχάνημαΛίγα χρόνια αργότερα, ο Εμίλ Μπερλίνερ παρουσιάζει το γραμμόφωνο με τις πλάκες που αποτελεί μετεξέλιξη του κυλινδρικού φωνόγραφου του Θωμά Εντισον. Ετσι γεννιούνται οι εταιρείες δίσκων. Αυτή είναι η επόμενη επανάσταση που συμβάλλει αφάνταστα στη διάδοση της μουσικής, αλλά έχει και τρομερές παρενέργειες, αφού υποκαθιστά την παρουσία των ερμηνευτών, καταργεί τα όργανα και βάζει περιορισμούς στη δημιουργία. Βασική συνέπεια είναι ότι η μουσική μπορεί να παίζεται χωρίς μουσικούς. Ο καταναλωτής συνηθίζει στην ιδέα ότι η μουσική βγαίνει από ένα αυτόματο μηχάνημα και όχι κατευθείαν από το σώμα κάποιου ανθρώπου. Επίσης, μπορεί να την αποθηκεύει και να τη μεταφέρει κατά βούληση.
Αλλάζει και το περιεχόμενο, αφού η μεσαία τάξη είναι θρησκευόμενη και αυστηρών ηθικών αρχών. Κι επειδή ο πελάτης δεν είναι ομοιόμορφος κοινωνικά, εθνικά και πολιτισμικά από περιοχή σε περιοχή στην αχανή χώρα, οι έμποροι προσπαθούν να κατασκευάσουν ένα είδος τραγουδιού απλοποιημένο και οικουμενικό για να αρέσει σε όλους. Ετσι γεννιέται η ποπ κουλτούρα. Και τα hits.
Ιρλανδοί, Γερμανοί δεύτερης γενιάς και γερμανικής καταγωγής εβραίοι δημιουργούν τους πρώτους μουσικούς οίκους με πνεύμα κοσμοπολίτικο, αστικό, ανοιχτό και δυναμικό. Οι Αφροαμερικανοί είναι επίσης ενεργοί, αλλά όχι ισότιμα. Θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να εμφανιστεί η πρώτη μεγάλη μουσική εταιρεία που ανήκει σε μαύρους (Black Swan Records, 1919). Το ράγκταϊμ, από την αρχή σχεδόν, γίνεται το δημοφιλέστερο εμπορικό προϊόν, παρ' όλο που δέχεται κριτικές για προσβολή των ηθών με τις απελεύθερες σωματικές χορευτικές κινήσεις.
Ηδη το 1910, οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» γράφουν ότι λειτουργούν «εργοστάσια τραγουδιών» που παράγουν και πουλάνε τραγούδια μόνο για κέρδος, όπως συμβαίνει με κάθε βιομηχανικό προϊόν. Ο μοναχικός τραγουδοποιός που τα κάνει όλα μόνος του -έμπνευση-συγγραφή-ερμηνεία-διάδοση- αντικαθίσταται από μια μονάδα δομημένη καπιταλιστικά με καταμερισμό εξειδικευμένης εργασίας. Εκδότης, συνθέτης, στιχουργός, ενορχηστρωτής, μουσικός, ερμηνευτής, διαφημιστής, δικηγόρος, πωλητής κ.ά. μοιράζονται τους ρόλους. Ολο και περισσότερα τραγούδια γράφονται κατά παραγγελία από μισθωτούς συνθέτες/στιχουργούς για λογαριασμό της εταιρείας και κυκλοφορούν ανώνυμα. Οι τραγουδοποιοί δεν θεωρούνται καλλιτέχνες αλλά εργάτες. Είναι ελάχιστοι αυτοί που μετά από μερικές επιτυχίες εξασφαλίζουν ένα μικρό ποσοστό από πωλήσεις. Η τυποποίηση και όχι η καινοτομία είναι η σπονδυλική στήλη της νέας βιομηχανίας που, από την αρχή του 20ού αιώνα, διαχειρίζεται μια πρωτοφανή έκρηξη παραγωγής τραγουδιών με κέντρο τη Νέα Υόρκη.
Το 1914, μετά το νόμο για το copyright (1909), ιδρύεται από συνθέτες, στιχουργούς και εκδότες η εταιρεία διαχείρισης δικαιωμάτων (ASCAP), που με δικαστικούς αγώνες αλλάζει ακόμα περισσότερο το τοπίο της δημόσιας εκτέλεσης των τραγουδιών. Εφεξής, όποιος παίζει ή αναμεταδίδει δημόσια ένα τραγούδι πρέπει να πληρώνει. Ακόμα και για το «Happy birthday to you», η Warner εισπράττει δικαιώματα!
Και ακολουθεί ο ομιλών κινηματογράφος, με ενσωματωμένες μουσικές που αυτομάτως εξαφανίζουν τους μουσικούς που συνόδευαν τις βουβές ταινίες στις κινηματογραφικές αίθουσες. Από 22.000 μουσικούς το 1926, απομένουν μόνο 4.100 το 1934. Ενώ το ραδιόφωνο δημιουργεί νέα δεδομένα στην ακρόαση των ήχων. Σταδιακά, οι μέτοχοι και οι διευθυντές των εταιρειών αποκτούν τον πλήρη έλεγχο του τραγουδιού, βάζοντας σε δεύτερη μοίρα τους δημιουργούς -συνθέτες, στιχουργούς και μουσικούς- που αποτελούν πλέον μέρος του «προσωπικού» της μουσικής βιομηχανίας, μέχρι σήμερα. Οι δευτερεύουσες χρήσεις των τραγουδιών (ringtones κ.λπ.) κερδίζουν έδαφος και το τραγούδι αποκτά bar code!
πηγή: Ελευθεροτυπία, 25-4-2010