Μετά το ατύχημά του αφιερώθηκε αποκλειστικά στην τέχνη, στην οποία βρήκε το σκοπό της ζωής του, διατηρώντας την αξιοπρέπειά του και μία θαυμαστή αυτοπειθαρχία. Το 1882, έγινε δεκτός στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι. Στην αρχή είχε δάσκαλο τον Bonnat, ο οποίος βρήκε φρικτά τα σχέδια του μαθητή του, με αποτέλεσμα αυτός, ένα χρόνο αργότερα, να οδηγηθεί στο εργαστήριο του Cormon, ενός μέτριου ζωγράφου που προτιμούσε να ζωγραφίζει μεγάλες ιστορικές συνθέσεις.
Το 1887, αποσύρθηκε σε δικό του εργαστήριο στη Μονμάρτη, κοντά στο εργαστήριο του Degas και τα καταστήματα έργων τέχνης του Coupil. Εκεί, το 1893, έγινε η πρώτη έκθεση των έργων του, τα θέματα των οποίων είχε αντλήσει ο καλλιτέχνης από τα καμπαρέ και τα νυχτερινά κέντρα του Παρισιού, των οποίων ήταν συχνός θαμώνας. Σε αυτή του την προσπάθεια βρέθηκε αντιμέτωπος με την αποδοκιμασία των συγγενών του, οι οποίοι, ατυχώς, τον προέτρεψαν να αλλάξει θεματογραφία. Εκείνος, όμως, έμεινε πιστός στην απεικόνιση ανθρώπων του θεάτρου, των καμπαρέ, του τσίρκου και των χορευτικών κέντρων, επιδιώκοντας να αποτυπώσει όλο το περιεχόμενο και την ατμόσφαιρα της νυχτερινής ζωής του Παρισιού.
Το 1896, ύστερα από ταξίδι του στην Ιταλία, ανακάλυψε τον Greco και τον Goya και την ίδια χρονιά στην Ολλανδία εντυπωσιάστηκε από τις προσπάθειες του Frans Hals. Από την άτακτη ζωή που έκανε κατέληξε να γίνει αλκοολικός και το 1898 πέρασε μία σοβαρή κρίση που τον οδήγησε στο φρενοκομείο με μανία καταδιώξεως. Κατά την παραμονή του εκεί ζωγράφισε από μνήμης την περίφημη σειρά των εικόνων του τσίρκου. Το 1901, αφού πρώτα είχε μείνει παράλυτος, πέθανε το Σεπτέμβρη του 1901 στην αγκαλιά της μητέρας του. Εκείνη μετά το θάνατό του προσέφερε τα έργα του στο γαλλικό κράτος, που για κάποιο ακατανόητο πουριτανισμό τα αρνήθηκε.
Τελικά, όλη του η καλλιτεχνική δημιουργία, ζωγραφική, χαρακτική, σχέδια, κατέληξαν στην πατρίδα του το Albi, στις αίθουσες του επισκοπικού μεγάρου Berbie. O Lautrec ζωγράφισε πάνω από 500 έργα, έκανε περισσότερα από 3.000 σχέδια και μας άφησε γύρω στις 380 λιθογραφίες.
Στα πιο χαρακτηριστικά του έργα θα μπορούσε να συμπεριλάβει κανείς την "Αυτοπροσωπογραφία σε καθρέφτη", την "Πριγκίπισσα Λωτρέκ", την "Suzanne Valadon", την "Ιππεύτρια του τσίρκου Fernando", την "Κοπέλα με τα κόκκινα μαλλιά", το "Ντιβάνι", τη "Γελωτοποιό", την "Ταμία του μπαρ", την "Κυρία Poupoule στην τουαλέτα της", τη "Μοδίστρα" και την "Μπαλαρίνα".
Ό,τι διαπιστώνεται στη ζωγραφική του Lautrec είναι ότι αυτή αναπτύχθηκε στο κλίμα των κατακτήσεων του Monet και του Degas και προχώρησε γρήγορα προς μία καθαρά προσωπική κατεύθυνση στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιξαν και οι εξπρεσιονιστικές τάσεις. Παράλληλα, αρωγός στην ολοκλήρωση του ύφους του ήταν η ιδιαίτερη ενασχόλησή του με το σχέδιο, η ιδιαίτερη δηλαδή σημασία που έδινε στις γραμμικές διατυπώσεις, καθώς και η γνωριμία του με την έγχρωμη ιαπωνική λιθογραφία και τα τυπώματα.
Το σχέδιό του οξύ και διαπεραστικό, συχνά σκληρό και βίαιο, αλλά ταυτόχρονα εκφραστικό και αποκαλυπτικό κατορθώνει πάντοτε να δίνει όλο το περιεχόμενο του θέματος, την πολλαπλότητα και την αντιφατικότητά του. Τα χρώματα, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν παίζουν παρά παραπληρωματικό ρόλο, διακρίνονται για την εσωτερικότητα και τη δύναμη υποβολής τους.
Αξιοσημείωτη ήταν η άποψή του για τη δημιουργία:
"Τίποτε δεν είναι όμορφο απλώς επειδή είναι καινούργιο. Στην εποχή μας, υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες που κυνηγούν την καινοτομία, που αναζητούν την καταξίωση και το λόγο της ύπαρξής τους στην καινοτομία. Κάνουν λάθος όμως. Η καινοτομία δεν είναι σχεδόν ποτέ αυταξία. Αυτό που πάντοτε έχει σημασία είναι να διεισδύεις στην καρδιά κάθε πράγματος και να το αποδίδεις καλύτερα",
και ο Lautrec, αδιαμφισβήτητα, είχε αυτήν την ικανότητα.
Βιβλιογραφία:
- Arnold M., Τουλούζ-Λωτρεκ, Εκδόσεις Taschen, Βερολίνο 2005.
- Χρήστου Χρ., Η Ευρωπαϊκή Ζωγραφική του 19ου αιώνα, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1983.