Μεσούσης της εφηβείας του αποφάσισε να ασχοληθεί με την ζωγραφική. Το ένστικτο τον έσπρωξε στα χρώματα, τις μπογιές και τα πινέλα. Οι γονείς του, που δεν συμφωνούσαν με αυτή την προοπτική, τον παρότρυναν να ασχοληθεί με την εικονογράφηση, που συγγενεύει με την ζωγραφική. Οι γονείς του ενδιαφέρονταν περισσότερο για την επαγγελματική του αποκατάσταση έχοντας την πεποίθηση ότι η εργασία πρέπει να αποδίδει λεφτά. Στο πλαίσιο αυτό, ξεκίνησε σπουδές εικονογράφησης, αλλά στον πρώτο χρόνο τα παράτησε και επέστρεψε εκ νέου στη ζωγραφική.
Από το 1906 μέχρι το 1910 ο εκκολαπτόμενος ζωγράφος έκανε τρία ταξίδια στην Ευρώπη. Αναζήτησε τις καινούριες τάσεις στην τέχνη του συναναστρεφόμενος με άλλους ομοτέχνους του και ήταν ανοιχτός σε καινούριες αντιλήψεις που εμπλούτισαν και έκαναν πιο πολύχρωμες τις δικές του ιδέες. Επηρεάστηκε βαθιά από την τεχνοτροπία ζωγράφων, όπως ο Βελάσκεθ και Γκόγια.
Η Ευρώπη τον επηρέασε πολύ. Οι εικόνες που προσέλαβε από εκείνη ήταν πέρα για πέρα ανθρώπινες, πλημμυρισμένες από ζεστές διαπροσωπικές σχέσεις. Αυτές οι εικόνες διατηρήθηκαν ζωηρές στη μνήμη του, όταν επέστρεψε στην πατρίδα, εντείνοντας τις διακριτές διαφορές που εντοπίζει σε μία Αμερική «τρομακτικά σκληρή και ωμή». Το γεγονός αυτό αποτελεί μία εξήγηση του γιατί ζωγράφισε τοπία στα οποία απουσιάζει η επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων.
Κύριο θέμα του είναι η αμερικάνικη μεγαλούπολη όπου, κατά τον σύγχρονό του συγγραφέα Sinclair Lewis, «η ανία γίνεται θεός». Στις ανώνυμες προσόψεις από τούβλο, στους νυχτερινούς ερημικούς δρόμους, στις επιγραφές neon και τους σωλήνες του γκαζιού, στα μπαρ, τους κινηματογράφους, τα γραφεία, τα δωμάτια των ξενοδοχείων και τα βενζινάδικα ανακαλύπτει και μορφοποιεί την κοινοτοπία και την αδυναμία φυγής του καθημερινού ανθρώπου της μαζικής κοινωνίας που, όταν απεικονίζεται, μοιάζει με ξύλινη απαθή κούκλα σε μια ανήσυχη, μελαγχολική ατμόσφαιρα.
Στους πίνακες του εκφράζει τη μοναξιά, την αποξένωση και την έλλειψη επικοινωνίας που χαρακτηρίζουν τη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου της βιομηχανικής εποχής στις μεγαλουπόλεις. Παρά το γεγονός ότι τα έργα του δίνουν την εντύπωση ότι αποτυπώνουν ρεαλιστικές ψυχρές εικόνες από την εποχή του, ο Χόπερ κατορθώνει να συνθέσει ένα "υπερπραγματικό" σκηνικό με ποιητική, ίσως μυστηριακή, ατμόσφαιρα να περιβάλει τις ανθρώπινες μορφές-κυρίως γυναίκες- που χαρακτηρίζονται από έντονη εσωτερικότητα και προκαλούν για τα "κρυμμένα" συναισθήματά τους έντονη συγκίνηση στους θεατές.
Οι φωτοσκιάσεις γοητεύουν τον καλλιτέχνη, ο οποίος είχε μελετήσει τον τρόπο που χρησιμοποιούσαν το φως οι μεγάλοι Ευρωπαίοι ζωγράφοι, όταν μετά τις σπουδές του ταξίδεψε στην Ευρώπη (Παρίσι, Λονδίνο, Άμστερνταμ, Βρυξέλλες, Βερολίνο) για να δει από κοντά έργα της ευρωπαϊκής ζωγραφικής.
Ο Έντουαρντ Χόπερ φιλοτέχνησε το πορτραίτο των ανθρωπίνων σχέσεων της Αμερικής, στην ανατολή του περασμένου αιώνα. Επέμεινε στη μοναξιά και την μελαγχολία που κουβαλούν οι ψυχές των ανθρώπων που παραμένουν ξένοι σε αυτήν την ζωή. Ζωγράφισε την αλήθεια. Πέθανε στις 15 Μαΐου 1967 όπως ακριβώς το είχε προβλέψει με τα έργα του. Έφυγε «μόνος και ξεχασμένος».
Βιβλιογραφία:
- Χαραλαμπίδης Αλ., Η τέχνη του 20ού αιώνα, Μεσοπόλεμος, τόμος ΙΙ, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1993.