Ο Modigliani, ο ωραίος Ιταλοεβραίος, υπήρξε ένας καλλιτέχνης ιδιαίτερος, μοναδικός και μοναχικός, ο οποίος αποτελεί ακόμα και σήμερα το πρότυπο του «καταραμένου καλλιτέχνη» (το παρατσούκλι του, Modì, ακούγεται όπως το γαλλικό "maudit", που σημαίνει καταραμένος). Τύπος μποέμ, αυτοκαταστροφικός, αλκοολικός, βίαιος, εθισμένος στο χασίς και στον αιθέρα, όμως παρόλα αυτά, δημιουργός εκλεπτυσμένων συνθέσεων.
Γεννήθηκε στο Λιβόρνο, στις 12 Ιουλίου 1884. Προερχόταν από μία αστική οικογένεια, ευκατάστατη, η οποία όμως κατάρρευσε οικονομικά όταν ο Amadeo ήταν μικρός. Ο «φιλάσθενος» πιτσιρικάς, αποτέλεσμα της φυματίωσης που τον χτύπησε στα πρώτα χρόνια της ζωής, αγάπησε από νωρίς τη ζωγραφική και σε ηλικία μόλις 14 χρόνων άρχισε τα μαθήματα πάνω στην τέχνη, που στο μέλλον θα αποτελούσε το δημιουργικό του καταφύγιο, στο εργαστήρι του Guglielmo Micheli.
Το 1902, άρχισε τις σπουδές του στη Scuola Libera del Nudo (Ελευθέρα Σχολή Μελέτης Γυμνού) στην Ακαδημία της Φλωρεντίας υπό την επίβλεψη του Giovanni Fattori. Στο β΄ μισό του ίδιου έτους, μετακόμισε στη Βενετία για να παρακολουθήσει μαθήματα στην Accademia di Belle Arti (Ακαδημία Καλών Τεχνών). Με αφορμή τη διεξαγωγή της Biennale συναναστράφηκε τους μεγάλους σύγχρονους καλλιτέχνες, Toulouse-Lautrec και Eugène Carrière, με αποτέλεσμα το 1906 να οδηγηθεί στο κέντρο της τέχνης, το Παρίσι. Εκεί ήρθε σε επαφή με το καλλιτεχνικό περιβάλλον της Μονμάρτης, όπου ξεχώριζαν προσωπικότητες όπως οι Pablo Picasso, Andrè Slon και Μax Jacob. Βρήκε στέγη στο Le Bateau-Lavoir, ένα κοινόβιο για τους ανέστιους καλλιτέχνες. Το παριζιάνικό προάστιο φιλοξένησε τον Μοντιλιάνι για τρία χρόνια, διάστημα κατά το οποία ανέπτυξε το δικό του ιδιαίτερο ύφος, μια πρωτότυπη και προσωπική τεχνοτροπία. To 1908, συμμετείχε στο Σαλόνι των Ανεξάρτητων.
Τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στο Montparnasse, όπου ως άλλος «Lautrec» βυθίστηκε στο αλκοόλ, τα ναρκωτικά και τον πληρωμένο έρωτα. Σύντομα, όμως, βίωσε τον πρώτο μεγάλο του έρωτα, με τη Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα. Οι συνεχείς εκρήξεις του την απομάκρυναν, μετά από ένα χρόνο θυελλώδους σχέσης, εκείνη επέστρεψε στο σύζυγό της. Η φυγή της τσάκισε το συναισθηματικό του κόσμου. Ναρκωτικά και αλκοόλ, ακόμη μία φορά, αποτέλεσαν τα «νηπενθή του φάρμακα».
Παράλληλα, είχε ήδη αρχίσει η στενή φιλία του με το γλύπτη Constantin Brancusi, ο οποίος του γνώρισε τον κόσμο της γλυπτικής. Έναν κόσμο που τον αγάπησε τόσο που για έξι χρόνια του αφιερώθηκε ολοκληρωτικά, ξεχνώντας σχεδόν τη ζωγραφική. Δυστυχώς, ο ίδιος κατέστρεψε τα περισσότερα έργα του. Ωστόσο πρόλαβε να εκθέσει ορισμένα από αυτά στο Φθινοπωρινό Σαλόνι του 1912. Εκείνη την περίοδο ο Μοντιλιάνι εξασφάλιζε χρήματα πουλώντας σχέδια του. Λέγεται ότι κρατώντας ένα χαρτί και ένα μολύβι, έμπαινε στα καφέ και αντάλλασσε σχέδια, τα οποία ζωγράφιζε επιτόπου, με κάποια ποσότητα αλκοόλ, ενώ η υγεία του επιβαρυνόταν όλο και περισσότερο.
Με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ο φιλάσθενος Μοντιλιάνι δεν γίνεται δεκτός στο στρατό, παρά την επιθυμία του. Η ολοκληρωτική αφοσίωση στη ζωγραφική μοιάζει σχεδόν μονόδρομος και με την βοήθεια του Λέοπολντ Ζμπορόφσκι, ενός εμπόρου τέχνης, μετέτρεψε τη σκοτεινή αυτή περίοδο σε περίοδο δημιουργίας.
Σε διάστημα πέντε ετών (1915-1920) ζωγράφισε πάνω από τριακόσιους πίνακες, πραγματοποιώντας παράλληλα την πρώτη – και τελευταία- του έκθεση το 1917. Την ίδια περίοδο, γνώρισε και την 19χρονη Ζαν Εμπιτέρν, τη γυναίκα που τον συντρόφευσε μέχρι τις τελευταίες στιγμές της ζωής του και του χάρισε τη μοναδική του απόγονο. Μαζί ταξίδεψαν στην Κυανή Ακτή, όπου ζωγράφισε τους πιο δημοφιλείς του πίνακες.
Εκεί έμελλε να γραφτεί και ο επίλογος της ζωής του, καθώς όντας επιβαρημένος από τις καταχρήσεις, προσβλήθηκε από μηνιγγίτιδα και, στις 24 Ιανουαρίου 1920, ο άφησε την τελευταία του πνοή. Μια μέρα αργότερα, η εννέα μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί τους, Ζαν Εμπιτέρν, αδυνατώντας να δεχτεί την απώλεια, αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή της πηδώντας από το παράθυρο.
Σε μία γενική θεώρηση της δημιουργίας του, θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τον Brancusi διατήρησε την αντίληψη της στερεότητας της μορφής, την ικανότητα της γραμμικής και ογκομετρικής σύνθεσης και μία αδιαμφισβήτητη αίσθηση πλαστικότητας. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα την πυκνότητα του χρώματος στα έργα του, στα οποία κυριαρχούν οι επίπεδες και σωματοειδείς μορφές, καθώς και το έντονο σχέδιο, ικανό να οριοθετήσει τη φόρμα με τρόπο απλό και σίγουρο. Σε αυτό το τελευταίο βρίσκεται και η βάση της ζωγραφικής του. Όπως έλεγε και ο ίδιος, «η τέχνη του σχεδίου δεν πρέπει να χαθεί, γιατί το τέλος του θα σήμαινε και το τέλος της ίδιας της τέχνης».
Τα γυμνά μοντέλα αποτέλεσαν σημείο έμπνευσης για τον Ιταλό ζωγράφο αλλά και σημείο αναγνώρισης. Ο ίδιος ανέφερε ότι «οι όμορφες γυναίκες που αξίζει να ζωγραφίσει ή να σμιλέψει κανείς μοιάζουν συχνά να επιβαρύνονται από τα ρούχα τους». Η επιμονή και προσοχή στη φόρμα και η ξεκάθαρη σχηματοποίηση παραπέμπουν στη ζωγραφική του Cezanne, τον οποίο θαύμαζε πολύ, ενώ ορισμένες χρωματικές του επιλογές αποδίδονται σε επιρροή από τον Matisse και τον Gauguin.
Η «ποίηση» του Modì βρίσκεται στη λεπτή ισορροπία μεταξύ της στιλιστικής καθαρότητας της μορφής και της απόδοσης του σαρκικού της πάθους, όπως επίσης και σε μία ανθρώπινη ευαισθησία, βαθιά και λυρική. Αδιαμφισβήτητα, το σύνολο της καλλιτεχνικής του δημιουργίας εκφράζει το δράμα ενός μοναχικού ανθρώπου, ενός μοναδικού πρωταγωνιστή σε μία έντονα προσωπική τραγωδία..
- Buscaroli B., Ricordi via Roma, Vita e arte di Amadeo Modigliani, Il Saggiatore, Roma 2010.
- Secrest M., Modigliani. L' uomo e il mito, Mondadori, Milano 2012.