Μέχρι σήμερα τριγυρνά απο κτίριο σε κτίριο, περιμένοντας μέχρις ότου ολοκληρωθεί εκείνο στο οποίο θα εγκατασταθεί οριστικά. Ήδη απο το 2005, υπήρξε η πρώτη προσπάθεια εκ μέρους της Πολιτείας να προκηρύξει τον διαγωνισμό για τις εργασίες κατασκευής ενός σύγχρονου και τεχνολογικά άρτιου μουσείου Μοντέρνας Τέχνης στο παλιό εργοστάσιο του Φιξ στην Λεωφόρο Συγγρού. Η πολιτική της μετατροπής ενός παλιού εργοστασίου στο κέντρο της πόλης σε πόλο πολιτισμού και σύγχρονης εικαστικής έκφρασης δεν αποτελούσε ελληνική πρωτοτυπία (αυτό θα ήταν είδηση) αλλά αντιθέτως υιοθετούσε παρόμοιες πρακτικές άλλων πόλεων όπως του Λονδίνου με την Tate Modern ή του Παρισιού με το Κέντρο Pompidou.
Βασίστηκε επομένως η κατασκευή του σε μια επιτυχημένη ιδέα άλλων μεγάλων πόλεων για την μετατροπή ξεχασμένων κτιριακών κουφαριών σε σύγχρονες εστίες πολιτισμού και τέχνης που θα βελτίωναν με την σειρά τους όλη την γύρω περιοχή και την ποιότητα ζωής των κατοίκων της. Σαν ιδέα και μόνο, αυτό που μπορούμε να παραδεχτούμε είναι ότι όντως συνιστά κάτι το χρήσιμο και καινοτόμο, το αποδοτικό για την πόλη, που αξιοποιεί ξεχασμένες εγκαταστάσεις και δίνει νέα πνοή σε υποβασθμισμένες περιοχές του κέντρου. Εν τοις πράγμασι όμως, στην περίπτωση του παλιού εργοστασίου Φίξ, οι προσπάθειες στέφθηκαν με απόλυτη... αποτυχία. Και το χειρότερο είναι ότι η ίδια αποτυχία συνεχίζεται ακόμη και σήμερα με αμείωτο ρυθμό και με την πεποίθηση εκ μέρους των ιθυνόντων ότι κάποια μέρα η Αθήνα θα έχει το δικό της Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Και όλα αυτά (όπως θα αναλυθεί στην συνέχεια), όταν η Αθήνα έχει ήδη τον χώρο που αναμένεται να δημιουργηθεί αλλά οι ιθύνοντες δεν έχουν μπει καν στον κόπο να τον εντοπίσουν.
Η υπογραφή της πρώτης σύμβασης με κατασκευάστρια εταιρεία έγινε το 2007 και προέβλεπε την παράδοση του έργου το 2009. Ακυρώθηκε όμως λόγω μη τήρησης των συμφωνηθέντων απο τον ανάδοχο, ενώ και ο δεύτερος στη σειρά ανάδοχος παραιτήθηκε. Παράλληλα, καθώς οι εργασίες προσπαθούσαν να πάρουν μια σταθερή και συνεχή μορφή, εμφανίζονταν νέα προβλήματα στην δομή του ίδιου του κτιρίου. Η ανακατασκευή του παρουσίασε μεγάλα προβλήματα τόσο στατικότητας όσο κυρίως του γεγονότος οτι βρέθηκαν μεγάλες ποσότητες αμιάντου στους τοίχους του, ο οποίος έπρεπε επιμελώς να αφαιρεθεί, μιας και έχει κριθεί ως καρκινογόνος ουσία με καταστρεπτικές συνέπειες για την υγεία του ανθρώπου.
Φτάνουμε εν έτει 2011 και αυτό που έχει μέχρι σήμερα επιτευχθεί είναι 5 χρόνια καθυστερήσεων, δυο άκυρες συμβάσεις κατασκευής, ένα παραμορφωμένο κουφάρι ενός τεράστιου κτιρίου στο κέντρο της πόλης που είναι σε ακόμη χειρότερη κατάσταση απο αυτήν που βρισκόταν το 2007 και μια Αθήνα που έχει ανάγκη ένα σύγχρονο πόλο Τέχνης αλλά που έχει χάσει την υπομονή της απέναντι σε αυτούς που διαχειρίζονται τους πολιτιστικούς πόρους της πρωτεύουσας και που συνεχίζουν να επαναπροκυρύσσουν έργα τα οποία έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί προ πολλού. Για όποιον περνά έξω απο το κτίριο, η εντύπωση που παίρνει καθώς το βλέπει, είναι αυτή της φθοράς, της αμέλειας, του ετοιμόρροπου, του ξεχασμένου και καταβιασμένου κτιρίου που δύσκολα θα μπορέσει να μετατραπεί σε ένα σύγχρονο κτίριο τέχνης, ικανού να εξυπηρετήσει τις ανάγκες ενός διεθνούς κοινού. Η υπογραφή μιας ακόμα σύμβασης μεταξύ της Πολιτείας και ενός νέου αναδόχου τον Νοέμβριο του 2011, ο οποίος αναλαμβάνει να ολοκληρώσει το κτίριο και να το παραδώσει εντός 23 μηνών, δηλαδή τον Οκτώβριο του 2013, φαίνεται να ρίχνει φως στο τούνελ μιας πολύχρονης υπόθεσης που σαν σύγχρονο γεφύρι της Άρτας επιμένει στην καταστροφή παρά στην περάτωση. Έναντι 27 εκατ. ευρώ, ο νέος ανάδοχος οφείλει να μετατρέψει αυτό το κτίριο σε μια ελληνική Tate Modern, με ότι αυτό συνεπάγεται για την γύρω περιοχή αλλά και για την έκταση του εγχειρήματος και του αναμενόμενου αποτελέσματος. Έχοντας ως σύμμαχο την πανθομολογούμενη ελληνική ιδιαιτερότητα στον τρόπο περάτωσης ενός έργου Πολιτισμού, είναι κάτι παραπάνω απο πιθανό η νέα αυτή σύμβαση να σκοντάψει σε νέα γραφειοκρατικά εμπόδια και στο τέλος να επιστρέψουμε στην ίδια αφετηρία που βρισκόμασταν το 2005, όταν και το όραμα ενός διεθνούς εμβέλειας Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης άρχιζε να μετουσιώνεται σε επίσημη πολιτική του κράτους.
Όμως, στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας, μια άλλη πρόταση θα μπορούσε να φανεί περισσότερο συμφέρουσα τόσο για το Ελληνικό Δημόσιο και τους Έλληνες φορολογούμενους όσο και για το ίδιο το Μουσείο. Η πρόταση έχει ως εξής: Γιατί η Πολιτεία να μην εκμεταλλευθεί έναν ήδη υπάρχοντα χώρο Πολιτισμού και Τέχνης που βρίσκεται σε κεντρικό άξονα της Αθήνας και ο οποίος πληροί όλες τις τεχνικές προδιαγραφές, απο το να μετατρέψει σε Μουσείο ένα ήδη ημι-κατεστραμμένο κτίριο 70 και πλέον ετών, με πληθώρα προβλημάτων και απαιτήσεις δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, που επί χρόνια σκοντάφτει σε γραφειοκρατικά αλλά και κατασκευαστικά εμπόδια; Κατά τη γνώμη μου, ο χώρος για το νέο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Αθήνας υπάρχει εδώ και αρκετό καιρό και είναι το παράρτημα του Μουσείου Μπενάκη στην Οδό Πειραιώς. Χώρος μοντέρνος και προσιτός, τεχνολογικά και υλικοτεχνικά άρτιος και πρωτοπόρος για τα ελληνικά δεδομένα, έχει τις προδιαγραφές εκείνες προκειμένου να μετεξελιχθεί σε ένα σύγχρονο Μουσείο διεθνούς εμβέλειας που δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα περιπτώσεις άλλων μητροπόλεων του κόσμου.
Το συγκεκριμένο κτίριο έχει ορισμένα πλεονεκτήματα απέναντι σε οποιαδήποτε άλλη επιλογή. Πρώτον, πρόκειται για χώρο μεγάλο, με αρκετές ευρύχωρες και ψηλοτάβανες αίθουσες (απαραίτητο για ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης), υπαίθριους χώρους, καφέ και ευκολία στάθμευσης, που έχει στο παρελθόν φιλοξενήσει μεγάλες εκθέσεις, αναδρομικές και μη, και το οποίο θα μπορούσε με ελάχιστες προσθήκες-βελτιώσεις στις εγκαταστάσεις του να μετατραπεί στο ΕΜΣΤ. Βρίσκεται στο κέντρο της πόλης, επί της οδού Πειραιώς, ενός άξονα ο οποίος απο μόνος του συνιστά πόλο πολιτισμού καθώς κατά μήκος του βρίσκονται ορισμένα απο τα σημαντικότερα μουσεία-κέντρα πολιτισμού της πρωτεύουσας, όπως το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και η Τεχνόπολις στο Γκάζι. Δεύτερον, η μεταφορά του ΕΜΣΤ στο Μουσείο Μπενάκη μπορεί να γίνει άμεσα, χωρίς χάσιμο χρόνου και κυρίως χωρίς επιπλέον σπατάλες χρημάτων.
Τα 27 εκατ. ευρώ που προβλέπονται για το παλιό εργοστάσιο του Φιξ κρίνονται υπερβολικά πολλά όταν την ίδια στιγμή μπορείς να επιλέξεις έναν ήδη υπάρχοντα χώρο, εξοπλισμένο και πλήρως στελεχωμένο, ο οποίος δεν χρειάζεται να δημιουργηθεί απο το μηδέν και που μπορεί να σε κάνει να εξοικονομήσεις εκατομμύρια που μπορείς στην συνέχεια να χρησιμοποιήσεις για την αγορά εκθεμάτων ή την διαφημιστική προβολή του Μουσείου. Τρίτον, η μετατροπή του παραρτήματος του Μουσείου Μπενάκη στην Πειραιώς σε ΕΜΣΤ θα βοηθούσε και το ίδιο το παράρτημα να αναδειχθεί ως νέα εστία εικαστικής έκφρασης και Πολιτισμού και να ξεφύγει απο την σημερινή του μέτρια παρουσία στα καλλιτεχνικά δρώμενα της Πόλης ως χώρος που φιλοξενεί περιοδικές εκθέσεις μικρού συνήθως βεληνεκούς (εξαίρεση οι μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις του Γ. Τσαρούχη και του Ν.Εγγονόπουλου) και άγνωστα σε πολλούς συνέδρια και συζητήσεις. Θα ήταν και για το ίδιο το Μουσείο Μπενάκη μια ευκαιρία να επεκτείνει την ενασχόληση του και στην σύγχρονη πλευρά της Ελληνικής έκφρασης και των εικαστικών τεχνών, για να μπορέσει να ολοκληρώσει με αυτόν τον τρόπο την αποστολή του ως ο πληρέστερος φορέας Ιστορίας, Τέχνης και Πολιτισμού στην χώρα μας. Τέλος, η μεταφορά του ΕΜΣΤ στην Πειραιώς αλλά και η ταυτόχρονη κατεδάφιση του σκελετωμένου πλέον κτιρίου της Λεωφόρου Συγγρού και η μετατροπή του σε χώρο πρασίνου, θα επέφεραν ουσιαστική αναβάθμιση δυο περιοχών του κέντρου και θα είχε διπλό περιβαλλοντικό και πολιτιστικό όφελος για τους Αθηναίους πολίτες. Τα χρήματα για την κατεδάφιση του κτιρίου θα μπορούσαν να αναζητηθούν σε ιδιωτικές χορηγίες και δωρεές απο μεγάλα Κοινωφελή Ιδρύματα, όπως αυτό του Ιδρύματος Ωνάση, το οποίο δέχτηκε να χρηματοδοτήσει και την πεζοδρόμηση της οδού Πανεπιστημίου. Όλα τα παραπάνω θα επέφεραν εξοικονόμηση χρόνου, καθώς μέσα σε 6 το πολύ μήνες θα μπορούσαμε να είχαμε το ΕΜΣΤ έτοιμο. Αλλά και χρήματος, ειδικά σε μια περίοδο πρωτόγνωρης δομικής κρίσης όπου πλέον ακόμη και το τελευταίο ευρώ έχει την αξία του.
Η παραπάνω πρόταση είναι εύκολα υλοποιήσημη, πόσο μάλλον αν συγκριθεί με την αποτυχημένη μέχρι και σήμερα πολιτική που ακολούθησε η Πολιτεία για το ΕΜΣΤ. Έχει πολλαπλά οφέλη για τους πολίτες, άμεσα και έμμεσα. Αξιοποιεί ήδη υπάρχοντες δημόσιους χώρους που δεν έχουν δείξει μέχρι σήμερα την δύναμη τους στο μέγιστο βαθμό. Και επιπλέον, δημιουργεί μια άλλη αίσθηση για το πως πρέπει να διαχειριζόμαστε τον δημόσιο χώρο στην Αθήνα. Ακόμη και το τελευταίο τετραγωνικό μέτρο θα πρέπει να αξιοποιείται προς όφελος του πολίτη, όχι με σκοπό την επιπλέον δόμηση του αλλά την αξιοποίηση του με όρους περιβαλλοντικούς και με όρους αναγκών της πόλης. Δεν είναι η μετατροπή χρήσης εκ του μηδενός ενός ξεχασμένου και αισθητικά και λειτουργικά παρηκμασμένου κουφαριού αυτό που λείπει απο την Αθήνα του σήμερα. Αυτό που λείπει είναι η ορθολογική και στον μέγιστο βαθμό χρηστή διαχείριση των ήδη υπαρχόντων δημόσιων υποδομών που κατέχει η πρωτεύουσα, αλλά και η μετατροπή υποβαθμισμένων χώρων (βλέπε εγκαταλελειμμένα νεοκλασικά και ολόκληρες οικιστικές περιοχές σβησμένες απο τον χάρτη) σε νέους πνεύμονες πολιτισμού και περιβαλλοντικής ανάπτυξης με σκοπό την μεγιστοποίηση του οφέλους για τον Αθηναίο πολίτη. Ένα ακόμη κτίριο δεν λύνει το πρόβλημα. Ίσα ίσα το διαιωνίζει. Και το πρόβλημα δεν είναι τόσο η έλλειψη υποδομών όσο η έλλειψη ορθολογικής διαχείρισης των ήδη υπαρχόντων. Και η ορθολογική διαχείριση κτιρίων δεν ορίζει την ες αεί προσπάθεια μετατροπής ενός ημι-κατεστραμμένου κτιρίου σε χώρο πολιτισμού, την στιγμή μάλιστα που η Πολιτεία έχει ήδη χρηματοδοτήσει την δημιουργία εκθεσιακού χώρου που υπάρχει εδώ και χρόνια και που θα μπορούσε γρήγορα και ανέξοδα να καλύψει την ανάγκη ενός Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.
Μόλις και ο τρίτος ανάδοχος αποδειχτεί ανεπαρκής για την ολοκλήρωση του έργου, ίσως η παραπάνω πρόταση φανεί χρήσιμη. Προς το παρόν, ελπίζουμε να έχουμε σε 2 χρόνια απο τώρα ένα Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ικανό να μας βάλει στον παγκόσμιο χάρτη της σύγχρονης εικαστικής δραστηριότητας. Ενός Μουσείου που πραγματικά λείπει απο την πόλη και που σαν σύγχρονο Γεφύρι της Άρτας, ολημερίς το κτίζαμε αλλά το βράδυ εγκρεμιζόταν...