Χώρες όπως η Γαλλία ή το Ηνωμένο Βασίλειο επένδυσαν σε αυτήν την μορφή διπλωματίας καθώς έδωσαν σημαίνουσα βαρύτητα στην πρόταση πολιτισμού (σημ. 1) την οποία κομίζουν και την οποία προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τρόπο μεθοδικό και ισχυρό προκειμένου να επιτύχουν εθνικές επιδιώξεις οικονομικού, εμπορικού ή και πολιτικού χαρακτήρα. Τα αποτελέσματα αυτής της διπλωματίας τα αναγνωρίζουμε όλοι: εκατομμύρια τουρίστες και φοιτητές από όλον τον κόσμο κατακλύζουν Λονδίνο και Παρίσι, το πολιτιστικό brand name Αγγλίας και Γαλλίας είναι κάτι παραπάνω από διακριτό στις μέρες μας, ενώ η μουσική και οι ταινίες τους κατακλύζουν την παγκόσμια κινηματογραφική και μουσική βιομηχανία αντίστοιχα.
Θα περίμενε κανείς, ότι μια χώρα όπως η Ελλάδα, με ένα τεράστιο και πολυδιάστατο πολιτιστικό φορτίο, με αυτήν την μοναδική αισθητική ταυτότητα που την κάνει ακόμη να ξεχωρίζει μέσα στην χοάνη της πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης και με επιπλέον σύμμαχο την πανθομολογούμενη παραδοχή ότι η σημερινή Ελλάδα αποτελεί αυτοδίκαιη κληρονόμο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, θα είχε ήδη καταστεί πρότυπο άσκησης πολιτιστικής διπλωματίας και παράδειγμα προς μίμηση για όσους προσπαθούν να επικοινωνήσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα προς όφελος των εθνικών τους επιδιώξεων. Δυστυχώς όμως η πραγματικότητα είναι πολύ διαφορετική. Στην Ελλάδα επικρατεί ένα δομικό πρόβλημα, που δεν είναι μόνο πρόβλημα που εντοπίζεται στην άσκηση ή μη πολιτιστικής διπλωματίας. Είναι πρόβλημα γενικότερο, που αφορά στο σύνολο της Δημόσιας Διοίκησης και το οποίο εντοπίζεται και σε επίπεδο νοοτροπίας. Πρόκειται για την έλλειψη οργανωτικής και διοικητικής δομής τέτοιας που να διευκολύνει την άσκηση ουσιαστικής, εν προκειμένω πολιτιστικής, διπλωματίας, σε συνδυασμό με την έλλειψη πολιτικής βούλησης, που οδηγεί μοιραία και στην υποβάθμιση της συμβολής του Πολιτισμού στο διπλωματικό ισοζύγιο. Η απουσία ενός ισχυρού και διακριτού Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού στο εξωτερικό πιστοποιεί, όπως αναλύεται στην συνέχεια, το έλλειμμα οργάνωσης και εξωστρεφούς νοοτροπίας που αντιμετωπίζει η χώρα μας και που δεν την αφήνει να εκφράσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα που εστιάζονται στο πεδίο του Πολιτισμού.
Η απουσία ενός ισχυρού Κέντρου Πολιτισμού
Η ελληνική περίπτωση χαρακτηρίζεται από μια πολυδιάσπαση των κέντρων εξουσίας, παραγωγής πολιτικής και υλοποίησης στόχων, τόσο σε υπηρεσίες της Κεντρικής Κυβέρνησης όσο και σε πιο αποκεντρωμένους φορείς που δραστηριοποιούνται στην περιφέρεια ή στο εξωτερικό. Η πολυδιάσπαση αυτή δεν προκάλεσε την πολυδιαφημισμένη και χιλιοειπωμένη «αποκέντρωση αρμοδιοτήτων» που έχει ανάγκη ο τόπος αλλά την διάχυση αρμοδιοτήτων που συχνά αλληλεπικαλύπτονται και αυτοακυρώνονται, με αποτέλεσμα στο τέλος να επέρχεται η καθολική οργανωτική παράλυση και ο ιδιότυπος διοικητικός λαβύρινθος. Η πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων και φορέων εξουσίας στον τρόπο προβολής του ελληνικού Πολιτισμού βρίσκει το ηχηρότερο παράδειγμα του στην μέχρι και σήμερα απουσία ενός διακριτού και οργανωτικά αυτόνομου Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού στο εξωτερικό, ικανού να συσπειρώσει πολιτιστικές εκδηλώσεις, καλλιτεχνικά δρώμενα, μορφωτικές υποθέσεις και ανάγκες πολιτιστικής προβολής, με καίριο στόχο την ικανοποίηση συλλογικών, εθνικών θα έλεγα, στόχων οικονομικού και πολιτικού χαρακτήρα.
Όλοι μας, λίγο πολύ, έχουμε έλθει σε επαφή με κάποιο Ίδρυμα Πολιτισμού άλλων χωρών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα. Το Βρετανικό Συμβούλιο, το Γαλλικό Ινστιτούτο, το Ινστιτούτο Θερβάντες ή το Ινστιτούτο Πούσκιν αποτελούν απτά παραδείγματα του πώς ευρωπαϊκές ή άλλες χώρες προωθούν έμπρακτα και συστηματικά την πολιτιστική τους διπλωματία προς όφελος των εθνικών τους συμφερόντων. Από ζητήματα γλωσσικής εκμάθησης μέχρι την προετοιμασία και την διοργάνωση μεγάλων θεατρικών ή μουσικών παραστάσεων και από την υποστήριξη ενός μεγάλου συνεδρίου ή μιας αναδρομικής έκθεσης μέχρι την μετάφραση σημαντικών ιστορικών και λογοτεχνικών κειμένων, οι οργανισμοί αυτοί παίζουν σημαίνοντα ρόλο στην πολιτιστική ανάπτυξη του τόπου μας, ακόμη και αν δεν το διακρίνουμε με την πρώτη ματιά. Παράλληλα καταφέρνουν μέσα από την ευαίσθητη οδό της πολιτιστικής διείσδυσης να δημιουργήσουν τις κατάλληλες βάσεις για περαιτέρω σύσφιγξη των διπλωματικών σχέσεων με την Ελλάδα και σε τομείς πέρα από τον Πολιτισμό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συμβολή του Βρετανικού Συμβουλίου στην ενημέρωση και εν τέλει στην προσέλκυση χιλιάδων φοιτητών για σπουδές στην Μεγάλη Βρετανία. Η μαζική φοίτηση Ελλήνων σε πανεπιστήμια του Λονδίνου θα ήταν αδύνατη αν δεν υπήρχε ένας σταθερός και οργανωτικά άρτιος πολιτιστικός οργανισμός που θα εκπροσωπούσε τα βρετανικά συμφέροντα και ο οποίος θα ήταν υπεύθυνος τόσο για την ενημέρωση των υποψήφιων φοιτητών για διάφορα ζητήματα που αφορούν την χώρα όσο και για την προετοιμασία αυτών στην εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας. Η αναμφισβήτητη οικονομική και εκπαιδευτική επιτυχία του Ηνωμένου Βασιλείου στην προσέλκυση ξένων φοιτητών θα ήταν προβληματική αν προηγουμένως δεν είχε δράσει προς την κατεύθυνση της οργανωτικής επάρκειας και της διοικητικής συσπείρωσης.
Το ερώτημα επομένως είναι το εξής. Έχει άραγε υπάρξει κάτι ανάλογο στο εξωτερικό που να προωθεί τα ελληνικά πολιτιστικά στοιχεία, την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας και την εν γένει προβολή του πολιτιστικού μας προϊόντος; Η απάντηση είναι αρνητική. Μέχρι σήμερα η ελληνική Πολιτεία δεν φρόντισε να συστήσει, να οργανώσει και να στελεχώσει δυναμικά έναν διακριτό πολιτιστικό και εκπαιδευτικό οργανισμό που να συσπειρώνει γύρω του όλες τις προαναφερθείσες λειτουργίες που είναι απαραίτητες για την άσκηση μιας σοβαρής πολιτιστικής διπλωματίας στο εξωτερικό. Δυστυχώς για την Ελλάδα, η σημερινή νοοτροπία της μετριότητας μετουσιώνεται και σε μια κατάσταση αποσπασματικότητας και ιλαροτραγικής αναβλητικότητας. Οι μόνες περιπτώσεις δραστηριότητας, και αυτές σε νηπιακό στάδιο, είναι η παρουσία του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, σε ορισμένες μόνο χώρες με έντονο το ελληνικό στοιχείο, καθώς και του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού, το οποίο έχει ακόμα μικρότερη παρουσία και περιορίζεται στην εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας. Παράλληλα, υπάρχουν τα κατά τόπους Προξενεία και οι Πρεσβείες που αναλαμβάνουν κάθε φορά την προετοιμασία ενός πολιτιστικού γεγονότος που αφορά την Ελλάδα. Τίποτα επομένως το συγκεντρωτικό, το οργανωμένο σε μεγάλο εύρος και τομείς. Τίποτα που να θυμίζει ένα Κέντρο Πολιτισμού που να ασχολείται από τις πιστοποιήσεις στην εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας μέχρι την διοργάνωση μια μεγάλης έκθεσης του Μεγάλου Αλεξάνδρου στο Λούβρο. Ενός οργανισμού που θα σκέφτεται και θα πράττει με απόλυτη εξωστρέφεια και δεν θα απευθύνεται μόνο στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού αλλά πρωτίστως σε αυτούς που αποζητούν την επαφή τους με αυτό που ονομάζουμε «ελληνική πρόταση Πολιτισμού».
Διέξοδος πολιτιστικής ανάτασης και δημιουργίας
Πριν από 57 ακριβώς χρόνια και αναφερόμενος στις ασύγκριτα μεγάλες αλλά διαχρονικά ανεκμετάλλευτες δυνάμεις της σύγχρονης Ελλάδας, ο Κώστας Αξελός (σημ. 2) διατύπωσε ένα κρίσιμο ερώτημα που παραμένει μέχρι και σήμερα επίκαιρο και δυστυχώς αναπάντητο: «Στους κόλπους του νεωτερικού Κόσμου που κυριαρχείται από τις μεγάλες δυνάμεις, με ποιον τρόπο θα εδραιώσει η Ελλάδα την αρμονία ανάμεσα στην δύναμη και την αδυναμία της; Η σύγχρονη Ελλάδα θα εκτιναχθεί- σαν μεταλλικό ελατήριο πιεσμένο από καιρό- προς την κατάκτηση της δικής της κίνησης;». Το ερώτημα αυτό ταλανίζει την ελληνική κοινωνία του σήμερα, σε μια περίοδο οικονομικής τελμάτωσης αλλά και ηθικού αδιεξόδου. Μιας κοινωνίας που ψάχνει απεγνωσμένα τρόπους διαφυγής από στείρες «πολιτικές ανάπτυξης» και «εκσυγχρονισμού» που βασίζονταν στην κατανάλωση, στον δανεισμό και στην παραίτηση από την εκμετάλλευση των όποιων συγκριτικών της πλεονεκτημάτων. Μιας χώρας που αντιμετωπίζει καθημερινά τις δομικές της αδυναμίες, πράττει όμως ελάχιστα για την αξιοποίηση της δύναμης της.
Η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα θα μπορούσε να βρεθεί σε μια σοβαρή και μεθοδική άσκηση πολιτιστικής διπλωματίας, που θα αξιοποιούσε την «πρωτογενή πηγή» του πολιτιστικού φορτίου που η χώρα κατέχει και που θα όριζε ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές, εθνικού χαρακτήρα, με σκοπό να καταστεί η Ελλάδα «πολιτιστικό πάρκο» της Ευρώπης και του κόσμου. Η πολιτική βούληση προκειμένου να βγει από την αφάνεια ένα τεράστιο και ανεκμετάλλευτο κομμάτι της διπλωματίας μας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση επιτυχούς έκβασης οποιουδήποτε εγχειρήματος. Η οργανωτική αναδιάταξη των αρμόδιων Υπουργείων, η κατάργηση των ήδη υπαρχόντων αδύναμων, σπάταλων και εν τέλει αποτυχημένων οργανισμών προώθησης του Ελληνικού Πολιτισμού και η αντικατάσταση τους από διακριτά, σε επίπεδο αρμοδιοτήτων και προβολής, Κέντρα Ελληνικού Πολιτισμού, με πλήρη οργανωτική αυτοτέλεια και με πρότυπο παρόμοια ισχυρά Κέντρα άλλων χωρών, θα θεωρηθεί το αποτέλεσμα της αλλαγής νοοτροπίας που χρειάζεται η Ελληνική διπλωματία και επιστέγασμα της στροφής προς την αξιοποίηση του πολιτιστικού μας πλεονάσματος. Ενός πολιτιστικού πλεονάσματος εξαίρετης συμβολής και σημειολογίας, που κάθε φορά που αξιοποιήθηκε μεθοδικά και ορθολογικά η Ελλάδα επέτυχε τις εθνικές της επιδιώξεις. Η είσοδος στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα με πρωτεργάτη τον Κωνσταντίνο Καραμανλή αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της σημασίας που οι άλλοι απέδιδαν και συνεχίζουν να αποδίδουν στην Ελληνική πρόταση Πολιτισμού. Είναι, λοιπόν, στο χέρι της Ελλάδας αυτή η πρόταση πολιτισμού και το πολιτιστικό πλεόνασμα που την διακρίνει να αξιοποιηθεί ξανά προς όφελος των εθνικών επιδιώξεων και της κοινωνικής και οικονομικής ανάτασης που έχει ανάγκη ο τόπος.
Σημειώσεις
1.Η συγκεκριμένη φράση, με όλο το νοηματικό της περιεχόμενο, συνιστά πεδίο έντονης ακαδημαϊκής ενασχόλησης του ομότιμου καθηγητή Χρήστου Γιανναρά, όπως αυτή διανθίζεται στα βιβλία του και συγκεκριμένα στο «Πολιτιστική Διπλωματία, προθεωρία Ελληνικού σχεδιασμού», 2003 και «Ελληνότροπος Πολιτική, εξ αντιθέτου κριτήρια και προτάσεις», 1996, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα.
2.Κώστας Αξελός, «Η Μοίρα της Σύγχρονης Ελλάδας», 2010, εκδ. Νεφέλη, σελ.60