Η αποτυχία επαναπατρισμού των Γλυπτών είναι πλήρως συνυφασμένη με την στρατηγική που ακολουθήσαμε τα τελευταία χρόνια. Ο εκάστοτε Υπουργός Πολιτισμού αναφερόταν κατά τις προγραμματικές του δηλώσεις στην αναγκαιότητα επανένωσης των απαχθέντων τμημάτων του Παρθενώνα και των άλλων ναών της Ακροπόλεως. Προανήγγελλε άμεσες δράσεις, σύσταση επιτροπών και ανάληψη πρωτοβουλιών για να πετύχουμε τον στόχο, «να φέρουμε επιτέλους τα Μάρμαρα στον τόπο που τα γέννησε».
Σε όλες όμως τις προσπάθειες, με εξαίρεση αυτήν της Μελίνας Μερκούρη, το ζήτημα των Γλυπτών αντιμετωπίστηκε πρωτίστως ως νομικό ζήτημα με πολιτικές προεκτάσεις και όχι το ακριβώς αντίθετο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, νομικοί και διεθνολόγοι να διασταυρώνουν μάταια τα ξίφη τους για να αποδείξουν ή να καταδείξουν την πιστότητα των δικών τους νομικών επιχειρημάτων και τεκμηρίων. Αυτό, τις περισσότερες περιπτώσεις, μεταφράζεται σε τέλμα και αδιέξοδο, πόσο μάλλον όταν δεν υπάρχει και ένα ειδικό διεθνές δικαστήριο για ζητήματα επαναπατρισμού πολιτιστικής κληρονομιάς προκειμένου να αποφασίσει για το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Μπήκαμε σε μια διαδικασία εμείς να λέμε τα δικά μας και οι Βρετανοί να επιμένουν στα δικά τους επιχειρήματα χωρίς περιθώρια συμβιβασμών και υποχωρήσεων. Είναι φυσικό κάτι τέτοιο να συμβεί όταν η σημειολογία που η κάθε πλευρά αποδίδει στα Μάρμαρα είναι εντελώς διαφορετική: γιατί για τους μεν Έλληνες το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών είναι πρωτίστως ζήτημα εθνικής ταυτότητας, γοήτρου και εθνικής κληρονομιάς ενώ για τους δε Βρετανούς είναι αποκλειστικά ζήτημα νόμιμης κτήσης, όπως δηλαδή ένα απλό συνηθισμένο αντικείμενο. Και εδώ γεννάται το δεύτερο ερώτημα: πρέπει να αντιμετωπίζουμε το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών ως ένα ζήτημα καθαρά νομικό ή πρέπει να το αντιμετωπίζουμε κάπως διαφορετικά και πιο πολυδιάστατα, αν θέλουμε να δούμε το όνειρο μας να γίνεται πραγματικότητα;
Είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω το συνέδριο «Η σύγχρονη προστασία των πολιτιστικών αγαθών. Διαστάσεις, Προκλήσεις, Προοπτικές σε εθνικό και διεθνές επίπεδο», το οποίο διοργανώθηκε από την Ελληνική Εταιρία Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων στην Κέρκυρα στις αρχές Οκτωβρίου. Είναι από τα λίγα συνέδρια στην Ελλάδα που έθεσαν επί τάπητος ζητήματα προστασίας και διακίνησης πολιτιστικών αγαθών αλλά και νομοθεσίας και νομολογίας γύρω από αυτά. Σε αυτό το συνέδριο κατάλαβα το πώς η ακαδημαϊκή κοινότητα αντιμετωπίζει ζητήματα όπως αυτό των Μαρμάρων του Παρθενώνα. Η πλειοψηφία των ομιλητών που ασχολήθηκαν με το θέμα του επαναπατρισμού βιαίως εξαχθέντων πολιτιστικών αγαθών, εστίασαν στις νομικές πτυχές τέτοιων περιπτώσεων και πολύ λιγότερο στην πολιτική τους αντιμετώπιση από τους ενδιαφερομένους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η νομική νίκησε την πολιτική, καθώς ζητήματα όπως η επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα εξετάστηκαν πρωτίστως από την σκοπιά των νομικών επιχειρημάτων και εργαλείων με τα οποία είναι εφοδιασμένη η ελληνική και η βρετανική πλευρά παρά υπό το πρίσμα της πολιτικής πίεσης που μπορεί να ασκηθεί για να επιτευχθεί ο στόχος. Αφού λοιπόν, τόσα χρόνια τώρα, η νομική αντιμετώπιση της επιστροφής των Γλυπτών παρήγε πενιχρά αποτελέσματα για την ελληνική πλευρά, γιατί εμμένουμε σε μια νομικιστική προσέγγιση του ζητήματος αντί να κάνουμε μια αποφασιστική στροφή στον τρόπο διεκδίκησης;
Τα παραπάνω ερωτήματα μπορούν να απαντηθούν μαζί: Είναι γεγονός ότι μέχρι τώρα, ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε το θέμα δεν είναι αποτελεσματικός. Θα έλεγα είναι αντιπαραγωγικός. Το ζήτημα της επιστροφής των Γλυπτών όχι μόνο δεν έχει λυθεί, αλλά κάθε χρόνος που περνάει, το αίτημα της επιστροφής φθείρεται και μεταφέρεται στην σφαίρα του ουτοπικού. Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού, ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, ακολουθεί την ίδια μετριοπαθή ως ανύπαρκτη πολιτική. Χρησιμοποιεί το αίτημα της επανένωσης των Γλυπτών πρωτίστως ως επικοινωνιακό εργαλείο ευαισθητοποίησης των πολιτών απέναντι της και λιγότερο ως ένα αίτημα που επιτακτικά κρίνεται ως εθνικό και αναγκαίο να επιλυθεί. Κατ'ουσίαν, το ζήτημα της επιστροφής μέχρι και σήμερα δεν διακρίνεται από τα χαρακτηριστικά μιας μεθοδικής, διαχρονικής και σταθερής πολιτικής διεκδίκησης η οποία θα μεταφέρεται από υπουργό σε υπουργό και από κυβέρνηση σε κυβέρνηση. Η πολιτική πίεση είναι απούσα, η τελευταία φορά που Βρετανός πρωθυπουργός άκουσε κάτι μισόλογα περί επιστροφής ήταν από τον Κώστα Σημίτη προ δεκαετίας και αυτό μεταξύ τύρου και αχλαδίου (είναι ιλαροτραγική η εικόνα να βλέπεις τον Πρωθυπουργό της χώρας σου να παρακαλά τον Τόνι Μπλερ με ένα φλιτζάνι τσάι στο χέρι να του επιστρέψει τα Γλυπτά επί τη ευκαιρία των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας και ο Μπλερ να κάνει ότι τον καταλαβαίνει). Όσο εμμένουμε στην παρωχημένη αντίληψη ότι το ζήτημα θα λυθεί μέσω των νομικών διεργασιών και των διαπραγματεύσεων μεταξύ επιτροπών, άλλο τόσο το ζήτημα θα τελματώνει, γιατί πολύ απλά τέτοια ζητήματα λύνονται πρωτίστως με ισχυρή πολιτική πίεση η οποία να αξιοποιεί ως εργαλείο την νομική επιχειρηματολογία και όχι το αντίθετο.
Πολιτική πίεση σημαίνει ο Υπουργός Πολιτισμού να επισκεφθεί το Βρετανικό Μουσείο και να δηλώσει μπροστά από τα Γλυπτά του Παρθενώνα την έναρξη εθνικής εκστρατείας επιστροφής των βιαίως εξαχθέντων πολιτιστικών μας θησαυρών.
Πολιτική πίεση σημαίνει να φιλοτιμηθεί το Μουσείο της Ακροπόλεως να τοποθετήσει τουλάχιστον μια ενημερωτική πινακίδα που να μπορούν οι επισκέπτες να δουν και να μάθουν από αυτήν τι ζητάμε και κυρίως γιατί το ζητάμε.
Πολιτική πίεση σημαίνει ο Πρωθυπουργός της χώρας, κάθε φορά που έχει διμερείς επαφές με τον ομόλογο του, να μην αφήνει στην άκρη το ζήτημα αλλά να το θίγει και να το έχει ψηλά στις εθνικές του προτεραιότητες. Να καλέσει τον Βρετανό Πρωθυπουργό να δει από κοντά το μακάβριο θέαμα των ακρωτηριασμένων γλυπτών που το ένα τους χέρι βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο και το άλλο στην Αθήνα.
Πολιτική πίεση σημαίνει το Υπουργείο Πολιτισμού να αγκαλιάσει τις διάφορες ιδιωτικές πρωτοβουλίες ευαισθητοποίησης των πολιτών για το ζήτημα και να τις ενθαρρύνει να συνεχίσουν το έργο τους μέσα απο τα social media και τις διεθνείς εκστρατείες ενημέρωσης. Να επανακαθορίσει την χρηματοδότηση του σε αμφιβόλου ποιότητας και φερεγγυότητας οργανισμούς προβολής του ελληνικού πολιτισμού στο εξωτερικό και να χρηματοδοτήσει στοχευμένες ενέργειες που σκοπό έχουν και την προβολή αλλά και την επιστροφή των πολιτιστικών μας αγαθών.
Πολιτική πίεση σημαίνει το Υπουργείο Πολιτισμού να διοργανώσει επιτέλους μια διεθνή έκθεση γύρω από το ζήτημα της κλοπής της πολιτιστικής κληρονομιάς. Να ενεργοποιηθεί μέσα στα διεθνή fora, στους διεθνείς οργανισμούς και στα παγκόσμια συνέδρια, και να συσπειρώσει γύρω του όλες εκείνες τις χώρες που βιώνουν το ίδιο πρόβλημα με εμάς και που θέλουν κάποια στιγμή τμήματα του πολιτιστικού τους πλούτου να επιστρέψουν στον τόπο που τα γέννησε.
Πολιτική πίεση, τέλος, σημαίνει ο Υπουργός Πολιτισμού να μην περιορίζεται στην σύσταση συμβουλευτικών επιτροπών (οι οποίες καλώς υπάρχουν αλλά δεν είναι αρκετές) αλλά να πάρει προσωπικές πρωτοβουλίες, να αντιμετωπίσει τελείως διαφορετικά το θέμα και να αφήσει στην άκρη την απαισιοδοξία και τον αρνητισμό όσων «ειδημόνων» τον βεβαιώνουν ότι το αίτημα της επιστροφής είναι ένα μη ρεαλιστικό αίτημα. Να καταλάβει τέλος, οτι η Ελλάδα έχει κάθε δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζεται ως μια απο τις ηγέτιδες δυνάμεις στον χώρο του Πολιτισμού που μέσα απο μια συστηματική πολιτιστική διπλωματία μπορεί να αποκομίσει πολλαπλά οφέλη σε πολιτικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο. Να βάλει στην άκρη την ηττοπάθεια και να δει το αίτημα της επιστροφής απο την θέση του καλώς εννοούμενου επιτιθέμενου και όχι του αμυνόμενου.
Το κλειδί λοιπόν στην όλη υπόθεση βρίσκεται στον συνδυασμό της μεθοδικής και προσεκτικής άσκησης εθνικής εξωτερικής πολιτικής και της ταυτόχρονης αξιοποίησης όλων των νομικών επιχειρημάτων και εργαλείων που βρίσκονται στην διάθεση της ελληνικής πλευράς. Ασκώντας πολιτική πίεση, δημιουργώντας συμμαχίες με άλλες ομοιοπαθούσες χώρες, τραβώντας κόκκινες γραμμές και δείχνοντας την ισχύ της Ελλάδας στα παγκόσμια πολιτιστικά πράγματα, οι πιθανότητες μας να δούμε την αίσια έκβαση του εγχειρήματος θα είναι πολύ μεγαλύτερες από το να περιμένουμε τους τεχνοκράτες να μας λύσουν το πρόβλημα.