Στη σύγχρονη εποχή ο όρος auctor συνδεόμενος κατά κύριο λόγο με την έννοια της λογοτεχνικής συγγραφής, χρησιμοποιείται σε ευρεία κλίμακα. Όλο και περισσότεροι δηλώνουν συγγραφείς σήμερα, είτε το έχουν αποδείξει εμπράκτως, δημοσιοποιώντας κάποιο λογοτεχνικό έργο τους, είτε επιθυμώντας διακαώς να το πράξουν. Η δημοσιοποίηση ενός λογοτεχνικού έργου πραγματοποιείται στις μέρες μας είτε μέσω της συμβατικής οδού, οπότε πραγματοποιείται η έκδοση του έργου από ένα εκδοτικό οίκο σε έντυπη μορφή, του οποίου οι αξιολογητές έκριναν ότι το συγκεκριμένο πόνημα πιθανόν ενδιαφέρει το αναγνωστικό κοινό, είτε μέσω των σύγχρονων τεχνολογιών και ειδικότερα του διαδικτύου, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα σε οποιονδήποτε δυνάμει συγγραφέα να δημοσιοποιήσει ελεύθερα (με παραχώρηση πνευματικών δικαιωμάτων βάσει άδειας Creative Commons) το έργο του στον κυβερνοχώρο σε ψηφιακή μορφή (e-book).
Με όποιον τρόπο κι αν ένα σύγχρονο λογοτεχνικό έργο φθάσει στους αναγνώστες, ωφελημένος κρίνεται ο συγγραφέας εκείνος που θα κερδίσει την εκτίμηση του αναγνωστικού κοινού. Αυτός εξάλλου είναι και ο στόχος κάθε συγγραφέα από την αρχαιότητα ως τις ημέρες μας. Στην περίπτωση που το σύγχρονο λογοτεχνικό έργο εκδοθεί από ένα οίκο, ο τελευταίος προβαίνει σε προωθητικές κινήσεις για να διαφημίσει όσο καλύτερα γίνεται το προτεινόμενο έργο. Στην περίπτωση που ένα λογοτεχνικό έργο διατεθεί ελεύθερα στο διαδίκτυο, ο ίδιος ο συγγραφέας του κοινοποιεί το έργο του μέσα από τους ηλεκτρονικούς διαύλους επικοινωνίας που παρέχουν κατά κύριο λόγο οι σύγχρονες πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, προκειμένου να πετύχει την αναγνωσιμότητα και την αποδοχή των αναγνωστών (αν φυσικά το έργο του αξίζει τέτοιας ευρείας αποδοχής). Αρκούν όμως τα παραπάνω για να αποδοθεί σ' ένα σύγχρονο συγγραφέα ο χαρακτηρισμός «αυθεντία»;
Οι κριτικοί της λογοτεχνίας πιθανόν θα χαρακτηρίσουν ευπρόσδεκτους τους νεωτερισμούς των πρωτοεμφανιζόμενων σύγχρονων συγγραφέων, σίγουρα όμως δε θα αναλάβουν με ευκολία το ρίσκο να ανακηρύξουν ως αυθεντίες τους ίδιους τους συγγραφείς. Ακόμα δηλαδή κι αν κατορθώσει να γίνει δημοφιλής ένας συγγραφέας σήμερα, είναι δύσκολο να χαρακτηριστεί ως αυθεντία από τη σύγχρονη κριτική, καθώς αυθεντίες θεωρούνται κατά κανόνα προγενέστερης χρονικής περιόδου συγγραφείς, των οποίων το έργο καταξιώθηκε με την πάροδο του χρόνου και εγγράφηκε στις συνειδήσεις του αναγνωστικού κοινού, ως προϊόν μεγάλης λογοτεχνικής αξίας, λειτουργώντας παράλληλα και ως πρότυπο μελέτης για κριτικούς και επερχόμενους συγγραφείς.
Σαφέστατα, η δημοτικότητα των σύγχρονων συγγραφέων επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από το έργο των κριτικών της λογοτεχνίας, οι οποίοι -ως οφείλουν- εστιάζουν στη λογοτεχνική ποιότητα του εκάστοτε κειμένου. Οι διακεκριμένοι κριτικοί των γραμμάτων (σύγχρονοι ή παλαιότεροι) με το κριτικό έργο τους (εκδομένο σε βιβλία ή δημοσιευμένο σε εφημερίδες ή λογοτεχνικά περιοδικά) καθοδηγούν σε κάθε εποχή το αναγνωστικό κοινό να μελετήσει τα έργα των συνιστώμενων από αυτούς συγγραφέων, οι οποίοι ξεχώρισαν μεταξύ άλλων για την αφηγηματική τους ικανότητα, για την υφολογική τους πρωτοτυπία, για την ικανότητα χειρισμού του γλωσσικού κώδικα, για τη διεισδυτική τους ματιά στη σύγχρονη πραγματικότητα, για την ειλικρίνεια των προθέσεών τους. Αυτών των συγγραφέων την αλήθεια καλούνται να διαδώσουν στο ευρύ κοινό, αναμένοντας ότι οι σύγχρονοι φερέλπιδες συγγραφείς θα δώσουν κι άλλα σημαντικότερα δείγματα γραφής στο μέλλον και ίσως μάλιστα κάποιοι από αυτούς χαρακτηριστούν από την επόμενη γενιά κριτικών ως αυθεντίες.
Το φαινόμενο της ενίσχυσης της φήμης των συγγραφέων από τους κριτικούς συναντάται και στην περίοδο του Μεσαίωνα. Εδώ όμως έχουμε μια διαφοροποίηση, καθώς μιλάμε περισσότερο για υστεροφημία παρά για φήμη. Οι κριτικοί της εποχής ασχολούνταν μόνο με εκλιπόντες συγγραφείς, αναλαμβάνοντας τη διάδοση του έργου τους, κυρίως εξαιτίας της επικρατούσας αντίληψης που μυθοποιούσε τα έργα των αρχαίων συγγραφέων. Εξ ου και ο όρος auctor αποδιδόταν, ως αναγνώριση, σε ένα συγγραφέα από μεταγενέστερους λόγιους και συγγραφείς, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν αποσπάσματα από τα έργα του ως αποφθέγματα σε διαλέξεις που πραγματοποιούσαν, χρησιμοποιώντας τα ως πρότυπα, ή σχολιάζοντάς τα επιδοκιμαστικά. Μάλιστα, τα αποδεκτά λογοτεχνικά έργα αυτής της περιόδου έπρεπε για τους ειδικούς να πληρούν δύο προϋποθέσεις: α. να συμφωνούν με τη χριστιανική αλήθεια, με την αυθεντία της Βίβλου και β. να είναι γνήσια προϊόντα ενός διακεκριμένου εκλιπόντος auctor, αφού για τις πεποιθήσεις της εποχής, μόνο οι συγγραφείς παλαιότερων εποχών ήταν αποδεδειγμένα αξεπέραστοι σε ταλέντο και πνευματικότητα, ενώ οι σύγχρονοι αντιμετωπίζονταν με καχυποψία.
Οποιοδήποτε κείμενο ξεχώριζε στη μεσαιωνική εποχή, αποκτώντας μεγάλη δημοτικότητα, είτε εισέπραττε την αμφισβήτηση των λογίων που υποψιάζονταν ότι ο συγγραφέας του αντέγραψε κάποιο άλλο προγενέστερης χρονικής περιόδου, είτε (ακόμη χειρότερα) αποδιδόταν a priori σε κάποιο αναγνωρισμένο συγγραφέα παλαιότερης εποχής. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Walter Map, του οποίου το έργο "Dissuasio Valerii ad Rufinum" που γράφτηκε στα τέλη του 12ου αιώνα αποδόθηκε από τους λόγιους κριτικούς του Μεσαίωνα στο Ρωμαίο ιστορικό του 1ου αιώνα Βαλέριο Μάξιμο. Ο συγγραφέας του παραπάνω κειμένου ομολογεί ότι χρησιμοποίησε στον τίτλο του έργου λατινικά ονόματα νεκρών ανδρών, του Βαλέριου και του Ρουφίνου, αφού εκτίμησε ότι έτσι το έργο του θα έχαιρε εκτίμησης από τους κριτικούς και δε θα κρινόταν εξαρχής απορριπτέο (Ας αναλογιστούμε μήπως την πρακτική του Walter Map τη συναντάμε και στο χώρο των νεοελληνικών γραμμάτων, όπου συγγραφείς αρέσκονται να χρησιμοποιούν λέξεις συναισθηματικά φορτισμένες στους τίτλους των έργων τους, όπως εμφύλιος, Σμύρνη κ.ά.)
Για να επιστρέψουμε στα δικά μας, αξίζει να σημειώσουμε ότι βάσει των αξιολογικών κρίσεων των κριτικών της εγχώριας νεοελληνικής λογοτεχνίας που το αναγνωστικό κοινό έχει αποδεχτεί σχεδόν ως θέσφατων, έχουν εισαχθεί αποσπάσματα λογοτεχνικών έργων των συγγραφέων που θεωρούνται αυθεντίες στα εγχειρίδια της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας. Βεβαίως και περίοδο του Μεσαίωνα, κάθε επιστημονικό πεδίο είχε τους auctores του, των οποίων τα κείμενα αποτελούσαν τη βάση του εκπαιδευτικού συστήματος, μόνο που η λογοτεχνία δεν είχε θέση μέσα στο σχήμα των επτά ελευθέριων τεχνών, ούτε στην πρώτη υποδιαίρεσή τους (Trivium: γραμματική, ρητορική, διαλεκτική), ούτε στη δεύτερη (Quadrivium: αριθμητική, γεωμετρία, αστρονομία, μουσική). Στη γραμματική επί παραδείγματι επικρατούσαν ως αυθεντίες ο Πρισκιανός, ο Δονάτος και οι αρχαίοι κλασικοί ποιητές, στη ρητορική ο Κικέρωνας, στη διαλεκτική ο Αριστοτέλης, ο Πορφύριος και ο Βοήθιος, στη θεολογία η Βίβλος και οι Sentences του Peter Lombard κλπ.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε ότι στο Μεσαίωνα καλός auctor είναι μόνο ο νεκρός auctor που συντασσόταν με την αλήθεια των κειμένων της Βίβλου. Κι επειδή οι συγγραφείς της περιόδου αυτής, ακόμα κι αν δεν αντιτίθεντο στο χριστιανισμό, ήταν αδύνατο να διορθώσουν το ελάττωμα του να είναι ζώντες, συμβιβάζονταν εξ ανάγκης με την ιδέα ότι αν αξίζουν, θα αναγνωριστούν μετά θάνατον. Στις μέρες μας τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα, μιας και auctor μπορεί να χαρακτηριστεί οποιοσδήποτε, αρκεί να έχει την ικανότητα να πείσει για τη δική του μη επιβεβλημένη έξωθεν αλήθεια μια μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού και των δύσπιστων κριτικών ότι αξίζει να διεκδικήσει και -γιατί όχι- να αποσπάσει ένα τέτοιο τίτλο.