Η δική μου προσωπική οπτική με την οποία κάθομαι από τη θέση του απλού θεατή από τη μια, αλλά και του αρθρογράφου του artmag.gr από την άλλη, έχει ως βάση αυτό που είχε πει κάποτε ο Φρανσουά Τρυφό ότι «δεν υπάρχουν καλές και κακές ταινίες, υπάρχουν μόνο καλοί και κακοί σκηνοθέτες». Βέβαια παραμένει η βάση. Γιατί την εποχή του Τρυφώ υπήρχαν κινηματογραφικοί δημιουργοί από κάθε ήπειρο και κάθε σχολή, που ακόμα και τότε στην Αμερική τους επέτρεπαν, λίγο ή πολύ, να κάνουν τέχνη και δεν τους συμπεριφέρονται όπως σήμερα σαν υπαλλήλους ενός μεγάλου στούντιο. Γιατί κακά τα ψέμματα στις μέρες μας ειδικά υπάρχουν πολλοί «κακοί υπάλληλοι». Έτσι κάθε φορά που κρίνω μία ταινία ως «κακή» εννοώ πάντα ότι κάποιος πίσω από τη κάμερα, ο σκηνοθέτης, ή ο σεναριογράφος ίσως πολλές φορές, ή ακόμα και οι δύο μαζί, πήραν μια ιδέα και την υλοποίησαν με πολύ άσχημο τρόπο.
Τι σημαίνει όμως αυτο; Τι σημαίνει άσχημος τρόπος όταν τελικά τα πάντα στις τέχνες είναι υποκειμενικά; Σημαίνει ότι η προσέγγιση που επέλεξαν οι συντελεστές της ταινίας για την δημιουργία της τελικά δεν ήταν η ενδεδειγμένη, πάντα όπως το κρίνει το δικό μου υποκειμενικό πρίσμα. Παρόλα αυτά κάθε μορφή τέχνης καλώς ή κακώς ακολουθεί κάποιες νόρμες και κάποιους κανόνες. Δεν μπορούμε όταν καταπιανόμαστε με κάτι να έχουμε ένα πολύ καλό αποτέλεσμα, κάτι πραγματικά ωραίο ως δημιουργία χωρίς να ακολουθήσουμε αυτούς τους κανόνες. Χωρίς να κινηθούμε μέσα σε ένα πλαίσιο, που διδαχθήκαμε. Για να το κάνουμε αυτό...
...θα πρέπει να είμαστε ο Ντέηβιντ Λυντς. Το παράδειγμα του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, αγαπημένου σε μεγάλη μερίδα σινεφίλ κοινού, είναι το ιδανικότερο για να εξετάσουμε λίγο την οπτική με την οποία κρίνω μία ταινία. Είναι αλήθεια πως όλοι έχουμε μια τάση κατά καιρούς να επικροτούμε το διαφορετικό, ίσως επειδή το αναζητούσαμε καιρό και βαρεθήκαμε στο μεταξύ τις ίδιες μανιέρες, όπως επίσης να θέλουμε να εξελίσσουμε τα κοιταγματά μας και την αισθητική μας με το να πειραματιζόμαστε και να «ψάχνουμε» πιο αντισυμβατικά, πιο διαφορετικά, όσον αφορά την προσέγγιση τους, έργα τέχνης, ιδιαίτερα κινηματογραφικά. Ο Ντέηβιντ Λυντς, που κατ?εμέ είναι ένας σκηνοθέτης που δεν μπορώ να παρακολουθήσω, ανήκει σε αυτούς που αφού έκαναν όνομα πειραματίστηκαν, προκάλεσαν τον εαυτό τους και τόλμησαν κάτι διαφορετικό, κάτι εκτός κανόνων, κάτι που δεν υποτάσσεται σε καμμία νόρμα και συνθήκη. Ο λόγος που το έκανε όμως, και αυτό είναι το πιο σημαντικό σημείο, είναι γιατί ήταν ήδη «μεγάλος» και αναγνωρισμένος. Είχε κάνει ένα Eraserhead και ένα Elephant Man! Κι αυτό τείνουμε να το ξεχνάμε όταν κρίνουμε κάποιον ως πρωτοποριακό ή τολμηρό και ξαφνικά θαυμάζουμε το έργο του, ίσως επειδή είναι και «της μόδας». Μπορεί ο Λυντς ως σουρεαλιστής να ξεκίνησε και έτσι να συνέχισε το έργο του αλλά απέκτησε κοινό "παίζοντας" με τους κανόνες του σουρεαλισμού. Διότι για να φτάσει κάποιος στον κινηματογράφο να κάνει κάτι πρωτοποριακό πρέπει ήδη να είναι μεγάλος. Δεν μπορεί να ξεκινήσει έτσι. Γιατί απλούστατα δεν θα τύχει αποδοχής. Και αν δεν τύχεις αποδοχής... δεν μπορείς να κάνεις επόμενες ταινίες. Δεν μπορείς ούτε να εξελίξεις ή να πειραματιστείς περαιτέρω ακόμα και με το ίδιο το είδος που υπηρετείς, εν προκειμένω τον σουρεαλισμό.
Κανείς δεν μπορεί να πει λοιπόν, ούτε εγώ που ο αμφιβληστροειδής μου δεν μπορεί να αποδεχτεί ούτε καρέ του Mulholland Drive ή του Inland Empire, ότι ο Λυντς δεν είναι ένας μεγάλος σκηνοθέτης, δεν είναι μαέστρος στη δουλειά του, δεν κάνει σινεμά, ή οτι οι ταινίες του αυτές δεν είναι ταινίες αλλά όνειρα, και πως δεν συγκαταλέγονται στα έργα τέχνης. Για όσους ξέρουν το έργο του και ξέρουν και τα επιμέρους στοιχεία που συνθέτουν μία ταινία, τα στάδια της παραγωγής της και τη δουλειά που απαιτείται να γίνει σε αυτά, το ότι ο Λυντς είναι ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης είναι τρόπο τινά μια αντικειμενική, γενικής παραδοχής, αλήθεια. Οχι παγκόσμια ή συμπαντική, αλλά ας το πούμε «στοιχειοθετημένη» και με απτές αποδείξεις. Το τελείως υποκειμενικό σημείο του ζητήματος έρχεται την ώρα που κρίνουμε κάτι καθαρά και μόνο βάσει της αισθητικής μας.
Οπότε κάποιος μπορεί να αναρωτιέται τώρα ορμώμενος από το παράδειγμα του Λυντς πως γίνεται να μην μου αρέσει ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης και κάποιες ταινίες του. Ο λόγος είναι απλός. Είμαι θιασώτης της γραφής και όχι της ταχυδακτυλουργικής σκηνοθεσίας. Ενδιαφέρομαι πολύ για την ιστορία που έχει να μου αφηγηθεί κάποιος και για τον τρόπο που επιλέγει να κάνει την αφήγηση αυτή. Μου αρέσουν οι ταινίες με αρχή, μέση και τέλος, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά και δίχως απαραίτητα να μου αποκαλύπτουν τα πάντα συνεχώς χωρίς να μου αφήνουν περιθώρια προσωπικής ερμηνείας. Έτσι έχω φτάσει σήμερα να παρακολουθώ συνεχώς ταινίες παντός είδους και πάσας εποχής, είτε προϊόντα ενός μεγάλου στούντιο είτε δημιουργήματα ενός Ιρανού, που είχε μόνο μία κάμερα στην διαθεσή του.
Και αυτό εδώ το σημείο είναι άλλο ένα εξέχουσας σημασίας, που καθορίζει τη γνώση και τα επίπεδα ανάγνωσης ενός φιλμ. Η προελευσή του. Η γνώση δηλαδή της σχολής στην οποία ανήκει. Γιατί απλά κάθε σχολή είναι υποταγμένη ιστορικά-κινηματογραφικά σε κάποιο πλαίσιο. Για παράδειγμα οι Ασιάτες έχουν σχεδόν ως αποκλειστική θεματολογία στις ταινίες τους τις πολεμικές τέχνες ή τα κοινωνικά δράματα, που συνήθως εξερευνούν τις σχέσεις των δύο φύλων. Οπότε δεν μπορούμε να δούμε ένα π.χ. ντεντέκτιβ στόρυ κάποιου κινηματογραφιστή από το Χονγκ Κονγκ και να το κρίνουμε με τα ίδια μέτρα και σταθμά που κρίναμε το Se7en. Πιο συγκεκριμένα τώρα, σε ορισμένες περιπτώσεις παίζει ρόλο και η ίδια η χώρα προέλευσης πέραν της ηπείρου. Οι εκ της Κορέας ταινίες, επίσης στην πλειοψηφία τους, είναι υπερβολικά ωμές, πράγμα που κάνει π.χ. το Oldboy στα δικά τους μάτια να είναι ένα σχεδόν «αναίμακτο» κοινωνικό δράμα και όχι μια αιματοβαμμένη ιστορία εκδίκησης, που βλέπουμε εμείς με τα δικά μας.
Κάτι επιπρόσθετο σε όλη αυτή την ιστορία με τις σχολές, που ίσως αναπτύξω πιο πολύ σε επόμενο προβληματισμό, είναι και η γνώση λειτουργίας των μεγάλων στούντιο ή των ανεξάρτητων Αμερικανών. Διαφορετικά κρίνουμε έναν auteur του Χόλυγουντ και διαφορετικά έναν υπαλληλό του. Με αυτή τη λογική μπορώ αβίαστα να κρίνω ως αριστουργήματα ψυχαγωγίας (όχι γενικά όμως της 7ης τέχνης) τις ταινίες «Η Μούμια» και «Η Μούμια Επιστρέφει» και ταυτόχρονα να τις κατατάξω μεταξύ των έργων που βγήκαν για ένα μόνο σκοπό. Να ψυχαγωγήσουν. Πιστεύω πως έχει τη μεγαλύτερη σημασία στον κάθε ένα από εμάς τους θεατές να γνωρίζουμε σε πρώτο επίπεδο, όταν κάτσουμε στο κάθισμα κάποιου σινεμά ή στο σαλόνι μας, για ποιο λόγο δημιουργείται ένα έργο τέχνης! Για να ψυχαγωγήσει ή να προβληματίσει; Για να βγάλει συναίσθημα ή απλά να μας κάνει να γελάσουμε; Σε δεύτερο πρέπει να μπορούμε να αναγνώσουμε μέσω του ύφους της ταινίας σε ποια κατηγορία ανήκει. Και έτσι να κάνουμε ένα ξεσκαρτάρισμα των κριτηρίων αξιολογησής μας όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους. Και σε ένα τρίτο επίπεδο πρέπει να μπορούμε να «διαβάσουμε» στην πορεία της θεασής της κατά πόσον οι δημιουργοί της με σεβάστηκαν ως θεατή ενώ αυτοί διασκεδάζαν όταν την έφτιαχναν, ή απλά δεν με σεβάστηκαν και ήθελαν να κάνουν μια αρπαχτή επειδή εκμεταλλεύτηκαν μια καλή, μοδάτη ιδέα!
Προσωπική μου πεποίθηση είναι πως αναπτύσσοντας την ικανότητα ανάγνωσης ενός φιλμ εξελίσσουμε και τον τρόπο που απολαμβάνουμε μία ταινία, έχοντας ως τελικό αποτέλεσμα την εντός μας αξιολογησή της με τα πιο δίκαια ει το δυνατόν υποκειμενικά μας κριτήρια. Κι αυτός είναι ο λόγος που ανέφερα και τις δύο «Μούμιες». Γιατί αν είμαι δίκαιος μαζί της και δεν την χαρακτηρίσω προκατειλλημένα ως «αμερικανιά» χωρίς νόημα και ουσία, τότε θα την απολαύσω όσο μου το επιτρέπει ασφαλώς και η προσωπική μου αισθητική.
Και για να κλείνω αυτόν τον μακροσκελή προβληματισμό και πάντα σε συνάφεια με όλα τα παραπάνω. Αν κάποιος με ρωτούσε ποιο είναι εκείνο το στοιχείο που κάνει έναν κριτικό κινηματογράφου να είναι καλός, υπό την έννοια της δίκαιης αξιολόγησης, πλην της εις βάθους γνώσης θεωρητική ή πρακτική του αντικειμένου, θα έλεγα μία μόνο λέξη. Η Ανεκτικότητα! Επειδή τίποτα δεν κάνει ποτέ κανέναν να κρίνει κάτι μη υποκειμενικά, επειδή όπως είπαμε στην αρχή στις τέχνες δεν υπάρχει αντικειμενικότητα, το μόνο στοιχείο που οφείλει να έχει οπωσδήποτε ο οποιοσδήποτε κριτικός τέχνης είναι η ανεκτικότητα. Δεν έχει κανένα νόημα να ξεκινάει κάποιος να κάνει αυτή τη δουλειά λέγοντας πως δεν του αρέσουν τα γουέστερν ή τα μιούζικαλ ή η κινέζικη γλώσσα ή τα ξεκοιλιάσματα. Νόημα έχει μόνο το να είναι δεκτικός απέναντι σε κάθε κινηματογραφικό έργο αυτής της τέχνης, για να μπορεί έπειτα να αξιολογήσει το κάθε ένα από αυτά. Διαφορετικά θα γίνει ένα ακόμα τραύμα στο πληγιασμένο σώμα του κόσμου των κριτικών που έχοντας ένα συγκεκριμένο πόστο θαρρούν πως μπορούν να το μετατρέψουν σε αξίωμα για να λένε πως αγαπούν το φαγητό αλλά τρώνε μόνο σούπες. Γνώση, ανεκτικότητα, δεκτικότητα και πάνω από όλα αγάπη για το αντικείμενο. Γιατί η απουσία αγάπης οδηγεί στη θόλωση της κρίσης μας και στο να μην αντιλαμβανόμαστε πως στην τελική κάθε έργο τέχνης έχει κάτι να μας δώσει. Οποιαδήποτε προέλευση κι αν έχει αυτό, οποιοδήποτε μήνυμα κι αν φέρει αυτό.