Υπήρξε προσκεκλημένος του καλλιτεχνικού προγράμματος του Δυτικού Βερολίνου DAAD (1977). Από το 1977 μέχρι και το 1986 ζει και εργάζεται στο Βερολίνο. Από το 1986 μέχρι και το 1992 ζει και εργάζεται στις Βρυξέλες. Το 1994 εκλέγεται καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Έχει κάνει πολλές ατομικές και ομαδικές παρουσιάσεις του έργου του στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στη Δυτική και Ανατολική Γερμανία, στο Λουξεμβούργο, στην Ισπανία, στη Γιουκοσλαβία, στη Ρουμανία, στην Ιρλανδία, στην Αλβανία, στην Κύπρο, στις ΗΠΑ, στη Σουηδία, στο Ισραήλ, στην Αγγλία, στην Ολλανδία, στην Τουρκία, στην Αίγυπτο, στην Ιταλία, στον Καναδά κ.λπ., σε ιδιωτικές γκαλερί, πινακοθήκες και μουσεία.
Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εικαστικής του πορείας, ήταν ένας καλλιτέχνης που αντίκρυσε κατάματα τις αντιφάσεις και τις παραδοξότητες του κόσμου. Από τις δύο παράλληλες ατομικές εκθέσεις του στο Γαλλικό Ινστιτούτο και στο βιβλιοπωλείο "Gazette", καθώς και από δείγματα της δουλειάς του σε ομαδικές εκθέσεις, έγινε φανερό εξ' αρχής πως δεν αντιμετώπιζε την τέχνη σαν αυτόνομη αισθητική ενέργεια, αλλά σαν στάση ζωής. Ο καλλιτεχνικός αυτός προσανατολισμός πήγαζε, ασφαλώς, από προσωπικές εμπειρίες και προβληματισμούς.
Η έξοδός του από την Ελλάδα μέσα στα δύσκολα χρόνια της Χούντας του έδωσε τη δυνατότητα να συνδεθεί με τις ευρωπαϊκές τάσεις και, κυρίως, με αυτή του Κριτικού Ρεαλισμού της Δυτικής Γερμανίας. Ωστόσο, η σύνδεσή του με το καλλιτεχνικό αυτό ρεύμα είχε χαρακτήρα εκλεκτικό, γιατί πλησίαζε περισσότερο τη μεθοδολογία του και λιγότερο τη βιαιότητά του.
Αντίθετα από το Ρεαλισμό, που περιορίζει την πραγματικότητα σε ένα ορισμένο τμήμα της, ο Κριτικός Ρεαλισμός επιχειρεί να συλλάβει την πολυσύνθετη μορφή της και να προβάλει πολυεδρικά τις αντινομίες και τους μηχανισμούς της. Αυτό κατορθώνεται με τον πολλαπλασιασμό των εικονογραφικών επιλογών και την κατάλληλη συναρμολόγησή τους. Συνδυάζονται, επομένως, σε ένα σύνολο διάφορα αποσπάσματα -συγγενικά ή αντιθετικά- ενώ σύγχρονα καθένα τους διατηρεί την αυτοτέλειά του. Με τη χρονική ή α-χρονική αντιπαράθεση γεγονότων, σκηνών, καταστάσεων, συμβόλων, που συμβιώνουν κατά κανόνα μέσα στον ίδιο χώρο, ενεργοποιούνται οι σχέσεις κι οι αλληλεπιδράσεις τους. Έτσι, δίνεται τελικά μία πολύ πιο πιστή εικόνα της πραγματικότητας από τη μονοδιάστατη ρεαλιστική.
Την παραπάνω διαδικασία εφαρμόζει κι ο Ψυχοπαίδης. Χρησιμοποιεί ακόμη και τη φωτογραφία -βασικό όπλο του Κριτικού Ρεαλισμού- όχι όμως άμεσα, αλλά σαν πρότυπο για να διατηρηθεί η αυθεντικότητα του ντοκουμέντου και η αντικειμενικότητα των εικονογραφικών στοιχείων. Ξεκινώντας, λοιπόν, από τις αδιάσειστες αποδείξεις της φωτογραφίας, σχεδιάζει ελεύθερα τις πολυσύνθετες μαρτυρίες της εποχής του. Στα έργα του οι μορφές των απόκληρων και των καταπιεσμένων δεν φέρουν σημάδια απόγνωσης και αλλοτρίωσης. Αντ' αυτού διατηρούν μία αθώα ανθρωπιά, ελπίδες και αμφιβολίες. Αντίθετα, εκείνοι που σφίγγουν τον κλοιό ολόγυρά τους δείχνουν πολύ πιο ομαδοποιημένοι μέσα στην απάνθρωποι σιγουριά τους.
Εκτός, όμως, από το επίκαιρο φωτογραφικό υλικό σε μαύρο-άσπρο, χρησιμοποιεί και διάφορα άλλα έγχρωμα πρότυπα που κι αυτά τα αποδίδει ζωγραφικά, όπως γνωστά έργα παλαιότερων ζωγράφων, τυπωμένους καμβάδες κεντημάτων, γλυκερές καρτ-ποστάλ με τοπία και χαμογελαστά ζευγάρια κλπ.
Σε γενικές γραμμές η ερευνητική ματιά του στρέφεται γύρω από δύο βασικούς πόλους. Από τη μία μεριά συναρμολογεί το σύστημα της εκμετάλλευσης με όλα τα όπλα του ενεργά: καταναλωτικά αγαθά, υπερτονισμός του σεξ, μεγαλοστομίες, χαμόγελα ικανοποίησης, αλλά και δυναμική αντιμετώπιση κάθε απόπειρας να κλονιστεί το καλοστημένο οικοδόμημα. Από την άλλη υπάρχει ο καθημερινός μόχθος, η περιθωριακή ζωή, ο ξεπατρισμός της εργατιάς για την επιβίωση, οι αγώνες που πνίγονται στο ξεκίνημά τους.
Αξίζει, νομίζω, να παραθέσουμε σε αυτό το σημείο τα λόγια του ίδιου του καλλιτέχνη σχετικά με ορισμένα έργα του (....):
"Το "Γράμμα που δεν έφτασε" είναι ένα είδος εικαστικού ημερολογίου που μέσα του εισχωρούν που αυτούσια κομμάτια της πραγματικότητας, ένας δίαυλος επικοινωνίας με τον έξω κόσμο μέσα από την ποίηση, του ευτελούς, του φαινομενικά ασήμαντου και του τυχαίου. Γράμματα, φάκελα, καρτ-ποστάλ γίνανε τα φανερά σημάδια μιας απόκρυφης επικοινωνίας. Αποσπάσματα φανταστικών διαλόγων και μισοτελειωμένες κουβέντες μαρτυρούν αντίθετους κόσμους, αλλά και συμπληρωματικούς. Απέναντι στην απρόσωπη ζωή, τα ακρωτηριασμένα πορτραίτα της κλασικής αρχαιότητας φαντάζουν σαν ένοχες μνήμες ενός ξεχασμένου, ακέραιου κόσμου. Τα κείμενα υπάρχουν για να μην διαβάζονται, αλλά αυτό που διαβάζεται λειτουργεί ως ένα αρχέτυπο του ανθρώπινου λόγου. Ο λόγος και η γραφή είναι μία μεταφορά του ανθρώπινου προσώπου, μία υποκειμενική δύναμη, που ζητά να υπάρξει στο πείσμα της τυπικά οργανωμένης λογικής. Τα "24 γράμματα" με τη μορφή κλειστών βιβλίων, εικονογραφούν σχηματικά ένα αλφάβητο μίας εικαστικής γλώσσας, που θέτει κάποια ερωτήματα, που μιλά για τις σκέψεις των ανθρώπων και του κόσμου. Στο "Face Control" γίνεται μια αντιστροφή. Τα πορτραίτα αυτά -πραγματικά και φανταστικά- επαναφέρουν το βλέμμα σε ένα χώρο υποκειμενικής μοίρας και περιγράφουν την ιστορία εν τέλει ως ένα βίωμα βαθιά ατομικό. Τα πρόσωπα γίνονται τοπίο. Τα θραύσματα ιστορικής-κοινωνικής ζωής εισχωρούν στο ατομικό πεδίο και του προσδίδουν χαρακτήρα, αυτές τις χαρακιές και τα σημάδια των διαφορετικών ψυχισμών του κάθε προσώπου".
Βιβλιογραφία:
- Κολοκοτρώνης, Νέα Ελληνική Τέχνη, 1974-2004, Ίδρυμα Θρακικής Τέχνης και Παράδοσης, Αθήνα 2005.
- Φερεντινού Έφη, "Ο Κριτικός Ρεαλισμός του Γιάννη Ψυχοπαίδη", Περιοδικό Ζυγός.