Ο πίνακας «Πωλ Σεζάν, ο γιός του καλλιτέχνη», το 1885, είναι από τους πλησιέστερους και τους πιο επιβλητικούς του Σεζάν. Δεν υπάρχουν στον πίνακα προοπτικές αναφορές, αλλά μια άκρα λιτότητα. Το πλαίσιο μόλις δηλώνεται δεξιά και τοποθετημένο λοξά δημιουργεί ένα χώρο λίγο ως πολύ σημαντικό. Το πρόσωπο κατέχει μεγαλύτερη σημασία. Μερικά από τα βασικά στοιχεία της μορφής επαναλαμβάνονται και αντανακλώνται στο φόντο, όπου ο καλλιτέχνης δείχνει πόσο εξαίρετα γνωρίζει την ζωγραφική. Ο πίνακας έχει ελαφρότητα και διαφάνεια. Το πρόσωπο δεν αντιφεγγίζει καμιά ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση, αλλά παρατηρούμε την λαμπρή απόσταση από τις περιστασιακές ή χρονικές συμπτώσεις και μια σταθερή κλίση προς τη φορμαλιστική έκφραση.
Το τοπίο με «Το όρος Σαίντ – Βικτουάρ, όπως φαίνεται από την Μπελβύ», του 1885, είναι λουσμένο στο φως, αλλά παραμένει στέρεο και συγκεκριμένο. Έχει μια διάταξη διαυγή και όμως δίνει την εντύπωση μεγάλου βάθους και απόστασης. Υπάρχει μια αίσθηση τάξης και ηρεμίας στον τρόπο με τον οποίο ο Σεζάν χαράζει στο κέντρο την οριζόντια του γεφυριού και του δρόμου και τις κάθετες του σπιτιού στο πρώτο πλάνο, πουθενά όμως δεν έχουμε την αίσθηση πως πρόκειται για μια τάξη που επέβαλε στη φύση ο Σεζάν. Ακόμα και οι πινελιές του ρυθμίζονται ώστε να ακολουθούν τις κύριες γραμμές της σύνθεσης και να ενισχύουν την αίσθηση της φυσικής αρμονίας.
Ο τρόπος με τον οποίο ο Σεζάν άλλαζε την κατεύθυνση της πινελιάς του χωρίς να καταφύγει ποτέ στο σχεδίασμα του περιγράμματος είναι επίσης φανερός στο τοπίο «Βουνά στην Προβηγκία», του 1886-1890, που μαρτυρεί πόσο συνειδητά ο καλλιτέχνης εξουδετέρωσε την εντύπωση της επίπεδης σύνθεσης που θα μπορούσε να είχε δημιουργηθεί στο πάνω μέρος της εικόνας, δίνοντας έμφαση στις στέρεες, απτές μορφές των βράχων στο πρώτο πλάνο.
Ο πίνακας «Οι Χαρτοπαίχτες» του 1890-1892, είναι εκείνος που εκφράζει καλύτερα τη σκέψη του Σεζάν, από τις πολλές παραλλαγές του, και την επιθυμία του να φτάσει σε μια λιτότητα γεμάτη μεγαλείο. Παρά τη φαινομενική συμμετρία, ο πίνακας φτάνει σε μεγάλη εκφραστική δύναμη, χάρις σε αρκετές ελαφρές παρεκκλίσεις από αυτή τη συμμετρία, που ξεκινούν από την εκκεντρική διάταξη της σκηνής και φτάνουν στις διαφορετικές αλλά συντονισμένες στάσεις των δύο προσώπων. Το φόντο είναι το αρμονικό τους συμπλήρωμα, με τις διαφοροποιημένες αναλογίες του. Το χρώμα δίνει μια πιο στέρεη έκφραση σε αυτή την τόσο πειθαρχημένη εικόνα. Ένα χρώμα ελαφρό, σχεδόν ρευστό, παλλόμενο, που ντύνει ένα λεπτότατο σχέδιο.
Το 1887 ο Σεζάν εξέθεσε με επιτυχία τις «Μεγάλες Λουόμενες». Το θέμα τον γοητεύει και το 1892 ήδη έχει πραγματοποιήσει μια ολόκληρη σειρά «Λουομένων». Ο καλλιτέχνης δεν περιορίζεται στην αναδημιουργία της φύσεως, αλλά ενσωματώνει σε αυτή και την ανθρώπινη μορφή, με τέτοιο τρόπο ώστε όλα τα αισθητά στοιχεία, όπως δέντρα, νερό βράχια, γυναικεία σώματα πλαστικά σχεδιασμένα, να γίνονται ουσιαστικά στοιχεία μιας αρχιτεκτονημένης συνθέσεως, που εκφράζεται με σαφή επίπεδα σε ρυθμούς αυστηρά συμμετρικούς και παράλληλους.
Στον πίνακα «Προσωπογραφία του Αμπρουάζ Βολλάρ» το 1899, παρατηρούμε την αναζήτηση του καλλιτέχνη προς ένα καθορισμένο στόχο. Τη στέρεη κατασκευή και τη δημιουργία εντυπώσεων χώρου με μια σειρά επίπεδων έγχρωμων επιφανειών, χωρίς τη χρησιμοποίηση των σκιών ή της προοπτικής. Οι θεωρίες του για τη μορφή, τον όγκο και τον χώρο ολοκληρώθηκαν με τια παρατηρήσεις του για το χρώμα. Παρατήρησε ότι σε ένα πίνακα τα ζεστά χρώματα, όπως το κίτρινο και το ζωηρό πορτοκαλί, φαίνεται να πλησιάζουν, ενώ με τα ψυχρά χρώματα, όπως το μπλε και το πρασινογάλαζο, συμβαίνει το αντίθετο και χρησιμοποίησε την τεχνική αυτή στους πίνακές του. Οι ανακαλύψεις του στον τομέα της τεχνικής, που στηρίζονταν σε μια επίμονη προσκόλληση στη φυσική παρουσίαση των αντικειμένων, αξιοποιήθηκαν αργότερα από τους κυβιστές.
Ο Σεζάν συνήθιζε να ξαναγυρίζει πολλές φορές στο ίδιο θέμα, όταν ήθελε να μελετήσει τις πολυάριθμες δυνατότητες εκφράσεως που θα μπορούσε να του δώσει. Η μέθοδός του ήταν, να τοποθετείται σε διαφορετικές αποστάσεις από το θέμα του, πότε μακριά, πότε κοντά, σε σημείο ώστε σχεδόν να γέρνει επάνω του. Έτσι στον πίνακα «Ο Μαύρος Πύργος» του 1904, είμαστε σαν αιχμαλωτισμένοι μέσα στο λαμπρό δάσος, που το ξαναβρίσκουμε, ιδωμένο από ψηλά, στον πίνακα της συλλογής David Levy στη Νέα Υόρκη.
Στο τελευταίο αυτό έργο η πανοραμική άποψη κυριαρχείται από τον πύργο και από μια μεγάλη έκταση του ουρανού. Ο πίνακας της Ουάσιγκτον είναι από τους πιο πυκνούς και τους πιο δραματικούς που ζωγράφισε ο καλλιτέχνης. Πυκνός και γιατί εμφανίζονται ταυτόχρονα, διάφορα επεισόδια, αλλά και για τους ποικίλους χώρους, που άλλοτε συντέμνονται και άλλοτε πλαταίνουν ειρηνικά. Το φύλλωμα σκεπάζει τη γη και ξεχύνεται ακατάστατα στον ουρανό. Επιπλέον υπάρχει μία γραμμή όπου αρχίζει από το αριστερό τμήμα του πίνακα, εκεί όπου ο δρόμος ανοίγεται στο πρώτο επίπεδο, σαν σκιερή γαλαρία, ανάμεσα στους κορμούς και στα κλαδιά του δάσους. Αυτοί οι κορμοί και αυτά τα κλαδιά προετοιμάζουν, χάρη στη διαγώνια διάταξη των όγκων, την πτώση και σχεδόν το βούλιαγμα της γης δεξιά, και δένουν τα πρώτα επίπεδα με το κρηπίδωμα όπου υψώνεται ο πύργος. Δεξιά, η ισορροπία κατορθώνεται με τα ογκώδη εγκάρσια κλαδιά στο επάνω μέρος. Αν εξαιρέσουμε μερικά μπλε πιο ζωηρά, οι τόνοι που κυριαρχούν είναι το πράσινο και γαλάζιο σβησμένο, που μεταμορφώνονται σε καστανό της γης και σε πορτοκαλί, εκεί όπου συγκεντρώνεται το αστραφτερό φως. Η σύνθεση φόρμας και χρώματος είναι ολοκληρωτική, χαρακτηριστικό του καλύτερου στυλ του Σεζάν.
Βιβλιογραφία:
- E.H. Gombrich, 1998, «Το χρονικό της Τέχνης», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Τόμος 14ος, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Εγκυκλοπαίδεια έγχρωμη «ΔΟΜΗ», Όλες οι γνώσεις για όλους, Πινακοθήκη, 1975, Εκδόσεις «ΔΟΜΗ» Αθήναι
- Τα Μεγάλα Μουσεία του Κόσμου, (Εθνική Πινακοθήκη-Ουάσιγκτων), (Λούβρο-Παρίσι), (Μουσείο Καλών Τεχνών-Βοστώνη), 1970, Εκδόσεις Φυτράκη-Αθήναι
- Ιστοσελίδα της Wikipedia