Η αγροτική οικονομία αναπόφευκτα οδήγησε σε μονιμότερους τρόπους διαμονής, οι πιο γνωστοί των οποίων είναι η Ιεριχώ στην Παλαιστίνη, το Τσατάλ Χουγιούκ στην Ανατολία και το Τζάρμο στο Ιράκ. Γύρω στο 8000 π.Χ. η Ιεριχώ ήταν μια πόλη με ωοειδείς κατοικίες από αργοπλινθοδομή πάνω σε πέτρινα θεμέλια που ακολουθούσαν ένα υποτυπώδες σχέδιο, ενώ γύρω στο 7500 π.Χ. περιβάλλεται από ένα προστατευτικό τείχος ύψους 3,5 μ., επιβεβαιώνοντας τον οργανωτικό χαρακτήρα της κοινωνίας. Στα ερείπια της, έχουν βρεθεί γλυπτά κυρίως κεφάλια (Εικ. 1) που τοποθετούνταν πάνω στους τάφους και είχαν για βασικό τους υλικό το ίδιο το κρανίο του νεκρού -χρωματισμένο με ασβεστοκονίαμα ως υποκατάστατο της σάρκας- το οποίο έφερε ένθετα όστρακα στην θέση των ματιών. Πρόκειται προφανώς για πρώιμου τύπου γλυπτές -ανιμιστικών προθέσεων- προσωπογραφίες, οι οποίες ξεχωρίζουν για την πλαστικότητα και την ευαισθησία στην απόδοση των ιδιαίτερων ατομικών χαρακτηριστικών.
Τα γλυπτά και οι τοιχογραφίες του Τσατάλ Χουγιούκ είναι μεταγενέστερα. Οι κάτοικοι του οικισμού από τα μέσα της 7ης χιλιετίας και για 800 χρόνια συνέχιζαν να κυνηγούν ζώα, ενώ παράλληλα καλλιεργούσαν δημητριακά, εξέτρεφαν βοοειδή, πρόβατα και εμπορεύονταν όστρακα και καθρέπτες από οψιδιανό. Οι κατοικίες ήταν ορθογώνιες, πλίνθινες με είσοδο από τη σκεπή, ενώ τα σπίτια βάφονταν και διέθεταν πλούσια διακόσμηση με γεωμετρικά σύμβολα και θέματα κυνηγιού ή και θανάτου. Στα ιερά, κάτω από τα οποία θάβονταν οι νεκροί, έχουν βρεθεί ζωγραφικές και γλυπτές παραστάσεις, που αν και απλές σκιαγραφίσεις, οι φιγούρες εντυπωσιάζουν για τη νατουραλιστική απόδοση της αίσθησης της κίνησης (Εικ. 2). Σε αντίθεση με την Παλαιολιθική εποχή, οι επιφάνειες στις οποίες φιλοξενούνται τώρα οι εκάστοτε σκηνές προετοιμάζονται κατάλληλα, ενώ οι μορφές εξακολουθούν να αποδίδονται ελεύθερες χωρίς φόντο. Άμεσα συνδεδεμένη με την ανάδυση των πρώτων αγροτικών κοινωνιών είναι και η διάδοση της αγγειοπλαστικής όπως μαρτυρείται μέσα από τη μαζική παραγωγή πήλινων αντικειμένων -κυρίως αγγείων- που εντοπίζεται από νωρίς στις αγροτικές κοινότητες της νοτιοδυτικής Ασίας. Στο Τζάρμο, ήδη από το 6500 π.Χ. στους λάκκους όπου φυλάσσονταν τα τρόφιμα έχουν βρεθεί κομμάτια ψημένου πηλού. Στις αρχές της 6ης χιλιετίας πήλινα σκεύη και ειδώλια κατασκευάζονταν και στην Χασούντα και το Χασιλάρ της Ανατολίας φέροντας εγχάρακτες διακοσμήσεις, ενώ απεικονίσεις ζώων, πουλιών, ψαριών και ανθρώπων απαντώνται σε νοτιότερες περιοχές. Λίγο μετά το 5000 π.Χ. στα λεπτά και ανθεκτικά αγγεία που έχουν βρεθεί στο Τελ Χαλάφ κάνουν την εμφάνισή τους διακοσμητικά μοτίβα, όπως το κεφάλι του ταύρου, ο διπλός πέλεκυς και ο σταυρός της Μάλτας. Ο πηλός συνεχίζει να πλάθεται στο χέρι από ερασιτέχνες αγγειοπλάστες και να ψήνεται σε μικρούς φούρνους, ενώ η παρουσία του επαγγελματία τεχνίτη κεραμικών χρονολογείται γύρω στο 3400 π.Χ. στη Μεσοποταμία, γύρω στο 3000-2500 π.Χ στην Κίνα και όχι πριν το 2400 π.Χ. στην νοτιοδυτική Ευρώπη. Ο ψημένος πηλός χρησιμοποιείται και για την κατασκευή ειδωλίων όπως γίνεται αντιληπτό από αγαλματίδια που έχουν βρεθεί σε ερείπια κατοικιών και όχι σε τάφους στην Ευρώπη τα οποία, παριστώντας άγρια, κατοικίδια ζώα και ανθρώπους, παραπέμπουν σε αφαιρετικά αλλά ταυτόχρονα ζωντανά πορτραίτα με αφηρημένα και αρκετά τυποποιημένα χαρακτηριστικά (Εικ. 3, 4).
Η σταθερότητα στις συνθήκες ζωής έφερε και την ανάλογη ανάπτυξη της αρχιτεκτονικής. Έτσι, στις αρχές της 4ης π.Χ. χιλιετίας κάνει την εμφάνισή του στη νότια Μεσοποταμία, ένας συγκεκριμένος χώρος λατρείας, ο ναός. Ένα μικρό ιερό της περιόδου έχει βρεθεί στην Εριντού και διαθέτει ένα πρώτο είδος σηκού στο εσωτερικό του και ένα πρωτόγονο τραπέζι προσφορών. Οι ναοί της περιόδου ήταν κτίσματα από αργοπλινθοδομή, ενώ η χρήση της πέτρας θα καθιερωθεί πολύ αργότερα. Οι ναοί στη Μάλτα και το νησί Γκότζο τα οποία χτίστηκαν το 3000 π.Χ. και εγκαταλείφθηκαν το 2200 π.Χ. είναι τα πρώτα περίοπτα λίθινα οικοδομήματα που είναι σήμερα γνωστά. Τα ιερά αυτά ήταν κτισμένα με τεράστιους ογκόλιθους στην εξωτερική επιφάνεια των οποίων υπήρχε διάστικτη, γεωμετρική και φυτική διακόσμηση (Εικ. 5). Το εσωτερικό τους ήταν ωοειδές ή σε σχήμα τριφυλλιού και ορισμένες φορές διέθεταν και ξύλινη σκεπή.
Το απλό τρίλιθο το οποίο χρησιμοποιείται στις εισόδους των ναών της Μάλτας είχε ήδη υιοθετηθεί πριν μερικούς αιώνες από τους κατασκευαστές μεγαλιθικών τάφων με τη μορφή τύμβων στη δυτική και βόρεια Ευρώπη. Ορισμένα είδη πέτρας είχαν μια ιδιαίτερη σημασία. Έτσι, εξηγείται και το γεγονός ότι στην Βρετανία γύρω στο 2100 π.Χ., 19 κομμάτια κυανόλιθου, ύψους 1,8 έως 2,4 μ. μεταφέρθηκαν από την Ουαλία στην κοιλάδα του Σώλσμπερι για να αποτελέσουν το γνωστό μνημείο του Στόουνχεντζ (Εικ. 6). Πολλές ερμηνείες έχουν δοθεί για την φύση και τη σημασία του συγκεκριμένου μνημείου, αν και ο ακριβής χαρακτήρας και ρόλος του παραμένει ακόμη άγνωστος. Σίγουρα αποτελούσε σημαντικό λατρευτικό κέντρο, ενώ πρόσφατα έχει υποστηριχτεί και η άποψη ότι λειτουργούσε ως παρατηρητήριο αστρονομικών φαινομένων. Η μεταφορά των συγκεκριμένων λίθων και η επεξεργασία τους, είναι εντυπωσιακά προηγμένη. Τα υπέρθυρα τα οποία κάλυπταν τον εξωτερικό κύκλο είχαν τρύπες ώστε να εφαρμόζουν σε ανάλογες προεξοχές που είχαν οι ορθοστάτες και η κορυφή ήταν ευθυγραμμισμένη. Παράλληλα για πρώτη φορά στο μνημείο αυτό εισάγονται οπτικές βελτιώσεις, καθώς οι προσόψεις των υπέρθυρων κόβονται για να έχουν μια κλίση προς τα έξω και να δείχνουν κατακόρυφες.
Η βόρεια Ευρώπη παρέμεινε στη Νεολιθική εποχή ακόμη και μετά τις απαρχές της εποχής του Ορείχαλκου στην Εγγύς Ανατολή, τη νοτιοανατολική Ευρώπη και Μεσόγειο. Στην Εγγύς Ανατολή, από τα τέλη της 7ης π.Χ. χιλιετίας κατασκευάζονταν μικρά αντικείμενα από χαλκό και χρυσό, αν και λόγω της μειωμένης ανθεκτικότητάς τους ως υλικά δεν αξιοποιήθηκαν για τη κατασκευή εργαλείων. Μετά από 3 χιλιετίες διαπιστώθηκε στην Εγγύς Ανατολή ότι το κράμα χαλκού και κασσίτερου μπορούσε να δώσει ένα υλικό πιο ισχυρό, τον ορείχαλκο. Η ανακάλυψη αυτή έγινε γνωστή στην Κίνα και την Ευρώπη γύρω στο 2500 π.Χ., σηματοδοτώντας την έναρξη μιας νέας φάσης της ευρωπαϊκής προϊστορίας.
Στειακάκης Χρυσοβαλάντης
(Ιστορικός Τέχνης)
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
- Gombrich, E.H. Το χρονικό της τέχνης, Μτφρ. Κάσδαγλη Λ., Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ, 1992 (α΄ έκδοση: Λονδίνο, Phaidon Press, 1950), σ. 39-53.
- Χόνορ, Χ. – Φλέμινγκ, Τζ. Ιστορία της τέχνης, τόμος 1, Μτφρ. Παππάς Α., Αθήνα, Εκδόσεις Υποδομή, 1991, σ. 12-25.