Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα μαρμάρινα ειδώλια -τα περισσότερα εκ των οποίων έχουν βρεθεί σε τάφους και σε συνοικισμούς- είναι γυναικεία. Μια χαρακτηριστική, φυσιοκρατική πρώιμη κατηγορία αυτών των μαρμάρινων ειδωλίων είναι ο τύπος του "Πλαστηρά", που χρονολογείται στα τέλη του πολιτισμού Πήλος της Πρωτοκυκλαδικής Ι. Ορισμένα από αυτά είναι ανδρικά (Εικ. 2), ενώ όλα στέκουν όρθια συνεχίζοντας την παράδοση των Νεολιθικών χρόνων. Τα ειδώλια του "Πλαστηρά" μοιάζουν κάπως αδέξια και άκομψα, συγκρινόμενα με τα καλύτερα από τα προγενέστερα Νεολιθικά. Μερικά έχουν ανάγλυφα χαρακτηριστικά -όπως αυτιά- και λίγα, κυρίως ανδρικά, φορούν ραβδωτούς πίλους ή κυλινδρικά στέμματα στο κεφάλι. Τα μάτια και οι ομφαλοί τους φαίνεται ότι σχηματίζονταν καμία φορά από ένθετα λειασμένα σκοτεινόχρωμα χαλίκια. Λιγότερο σχηματοποιημένα, αλλά εικονιστικά είναι τα ειδώλια του τύπου "Λούρου", που τοποθετούνται χρονικά επίσης στο τέλος του πολιτισμού Πήλος. Στην κεφαλή τους δε δηλώνονται χαρακτηριστικά και τα ατροφικά τους χέρια είναι τεντωμένα σε σχήμα σταυρού.
Η πλειοψηφία, ωστόσο, των κυκλαδικών μαρμάρινων ειδωλίων ανάγεται στην εξελιγμένη φάση της Πρωτοχαλκής εποχής του πολιτισμού Σύρος της Πρωτοκυκλαδικής ΙΙ. Την περίοδο αυτή παρατηρείται μια σημαντική ανάπτυξη στην παραγωγή εικονιστικών λίθινων ειδωλίων, ιδίως στη Νάξο. Τα ειδώλια με τα "Διπλωμένα χέρια" (Εικ. 3), είναι όλα γυναικεία και διαφέρουν από τους προηγούμενους τύπους. Τα χέρια τους είναι διπλωμένα κατά το πλάτος του στήθους και αντί να στέκουν όρθια, όπως τα ειδώλια του "Πλαστηρά", παριστάνονται σα να είναι ξαπλωμένα ανάσκελα, γυμνά, με το κεφάλι να κλίνει προς τα πίσω και τα πόδια χαλαρά με τα δάχτυλα τεντωμένα. Καμιά φορά μοιάζουν να βρίσκονται σε κατάσταση εγκυμοσύνης, λόγω του τονισμένου υπογάστριου. Τα περισσότερα έχουν μήκος 20 εκ. και 30 εκ. -υπάρχουν όμως και πολύ μικρότερα- ενώ τα μεγαλύτερα μπορεί να φτάνουν μέχρι και 1,50 μ. ύφος. Τα ειδώλια αυτά με τα "Διπλωμένα χέρια" είναι λίγο-πολύ φυσιοκρατικά, ενώ υπάρχουν και παραλλαγές όπως εκείνα του "Γωνιώδους τύπου" (Εικ. 4), που αν και η κατασκευή του φαίνεται απλή έχει μια αναντίρρητη γοητεία. Λίγα κυκλαδικά ειδώλια του τύπου με "Διπλωμένα χέρια", απεικονίζουν άνδρες όρθιους και συχνά ντυμένους -έστω και υποτυπωδώς- με αιδιοθύλακα, ζώνη και ταινία που περνά από τον ώμο (Εικ. 5). Ένας κάθεται σε σκαμνί και κρατά με το απλωμένο του χέρι ένα κύπελλο. Γυναίκες με διπλωμένα χέρια αποδίδονται επίσης καθισμένες σε σκαμνιά με πλάτη. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτες όμως είναι οι ανδρικές μορφές από την Κέρο και τη Θήρα, που κάθονται σε καθίσματα με πλάτη και κρατούν άρπες, όπως το ειδώλιο του αρπιστή σε θρόνο (Εικ. 6), το οποίο παρά τη σχηματοποίησή του ξεχωρίζει για την εκφραστικότητα του σε μια σύνθεση που αναδεικνύει την τρίτη διάσταση. Υπάρχουν και όρθιες ανδρικές μορφές που παίζουν κάποιου είδους διπλό αυλό (Εικ. 7). Το ειδώλιο του αυλητή, σε αντίθεση με τα περισσότερα κυκλαδικά, παρουσιάζει έναν άνδρα, με χωριστά σκέλη του οποίου τα πόδια πατούν σταθερά πάνω σε μια μικρή ορθογώνια βάση. Η σίγουρη άρθρωση της μορφής μέσα στον χώρο, η αφοσίωσή της στη δραστηριότητα στην οποία επιδίδεται και η απλότητα της φόρμας, υποδεικνύουν ότι ο γλύπτης ήταν ικανός να προσδίδει καλλιτεχνικό βάθος στην πιθανή έκφραση ενός λαϊκού ή θρησκευτικού αισθήματος.
Οι κεφαλές των ειδωλίων με τα "Διπλωμένα χέρια" και άλλων αναλόγων με αυτά είναι συνήθως σχηματικές, με τη μύτη μόνο να προεξέχει από την ενιαία καμπύλη του προσώπου, ενώ άλλα σημεία -όπως τα αυτιά- είναι εγχάρακτα ή προστίθενται και ανάγλυφα. Ωστόσο, στα ειδώλια με "Διπλωμένα χέρια", οι λεπτομέρειες -όπως τα μάτια και τα μαλλιά- συνήθως δηλώνονται με βαφή ερυθρή ή ερυθρή και κυανή. Η γραπτή αυτή διακόσμηση είχε συχνά τη μορφή στιγμών, ενώ υπάρχουν εικασίες ότι μερικά ειδώλια μπορεί να έφεραν αργυρά διαδήματα. Τα κυκλαδικά ειδώλια φαίνονται να κατασκευάζονται από μια πλάκα μαρμάρου, την οποία ο καλλιτέχνης επεξεργάζονταν με κάποιο λειαντικό μέσο. Η μεγάλη ζήτηση τους επιβεβαιώνεται από την εύρεση εργαστηρίων σε Αθήνα και Νάξο, όπου φιλοτεχνούνταν απομιμήσεις αυτών των ειδωλίων. Η δημιουργία των ειδωλίων με "Διπλωμένα χέρια" μπορεί να συνέχισε στις Κυκλάδες και κατά τη Μεσοχαλκή εποχή. Μια ιδιαίτερα φυσιοκρατική μαρμάρινη κεφαλή από την Αμοργό (Εικ. 8) στο μισό περίπου του φυσικού μεγέθους, χρονολογείται σε αυτή ακριβώς την περίοδο.
Τα πιο εντυπωσιακά κατάλοιπα πήλινων αγαλμάτων και ειδωλίων της ύστερης εποχής του Χαλκού (1700-1100 π.Χ.) που έχουν σήμερα ανακαλυφθεί στον Αιγιακό χώρο, προέρχονται από τον συνοικισμό Αγία Ειρήνη της Κέας των Κυκλάδων. Έχουν βρεθεί κομμάτια από πήλινα αγάλματα, των οποίων το μέγεθος ποίκιλλε, ενώ το ύψος μερικών από αυτά πρέπει να ήταν όχι λιγότερο από 1,50 μ. Τα περισσότερα -κρητικού ρυθμού- υλοποιήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα που καλύπτει στην Κρήτη τη Μεσομινωική ΙΙΙ και την Υστερομινωική Ι και πιθανότατα είχαν θρησκευτική-λατρευτική χρήση. Όλα τα αγάλματα είναι γυναικεία σε στάση όρθια ή με ελαφρά κλίση προς τα εμπρός (Εικ. 9), ενώ εκείνα με τα γυμνά στήθη και τις μακριές φαρδιές φούστες ομοιάζουν αρκετά με την μικρή θεά των φιδιών της Κνωσού. Τα χέρια τους φέρονται προς τα κάτω και οι παλάμες ακουμπούν στους γοφούς, θυμίζοντας θεές ή ιέρειες ή λατρευτές τους από την Κρήτη. Στα πρόσωπα παρατηρείται μεγάλη ποικιλία, κυρίως στα μάτια που αποδίδονται με διαφορετικούς τρόπους, ενώ σε κάποια έχουν βρεθεί ίχνη κονιάματος και βαφής.
Η γλυπτική αυτών των χρόνων θα συμβάλει στην εξέλιξη της ελληνικής πλαστικής της αρχαιότητας, ενώ η σχηματοποίηση και η αφαιρετική διάσταση που τα διακρίνει θα αποτελέσει βασικό αισθητικό πρότυπο της εικαστικής πρωτοπορίας των αρχών του 20ού αιώνα η οποία προάγει τον μινιμαλισμό, τη διάσπαση της μορφής και την ανάδειξη την εσωτερικής έκφρασης στο όνομα του πνευματικού-ιδεαλιστικού στοιχείου στην τέχνη.
Στειακάκης Χρυσοβαλάντης
(Ιστορικός Τέχνης)
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
• Gombrich, E.H., Το χρονικό της τέχνης, μτφρ. Λ. Κάσδαγλη, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 2006.
• Hood, S., Η τέχνη στην προϊστορική Ελλάδα, Μτφρ. Παντελίδου Μ., Θεόδωρος Ξ., Αθήνα, Εκδόσεις Καρδαμίτσα,1993γ.
• Χόνορ, Χ. – Φλέμινγκ, Τζ., Ιστορία της τέχνης, τόμος 1, μτφρ. Α. Παππάς, Αθήνα, εκδόσεις Υποδομή, 1991.