Οι ρίζες των «εγκαταστάσεων» εντοπίζονται περίπου στη δεκαετία του 1960 και για πολλούς ξεκινούν όταν ο Γάλλος καλλιτέχνης Marcel Duchamp εισάγει τα ready-made αντικείμενα στην τέχνη. Οι εγκαταστάσεις εκείνης της εποχής, ήταν περισσότερο γνωστές με τον όρο «environment art» και περιέγραφαν ένα είδος τέχνης που είχε να κάνει περισσότερο με το περιβάλλον στο οποίο μπορούσε κανείς να αναπτύξει ή να βρει τέτοιου είδους έργα.
Οι χώροι που φιλοξενούσαν τέτοιου είδους έργα ήραν συνήθως νέοι, «εναλλακτικοί» χώροι οι οποίοι ανήκαν στους ίδιους τους καλλιτέχνες. Αυτό το είδος τέχνης για κάποιους ήταν τέτοιο από τη φύση ώστε να μπορεί να αντιστέκεται σθεναρά στις αγοραπωλησίες έργων τέχνης τις οποίες υποστηρίζουν κατά κύριο λόγο οι γκαλερί.
Σύμφωνα με κάποιους, η τέχνη αυτή «αναγεννήθηκε» μέσα στη δεκαετία του 1990, μετά από τον μακράς διάρκειας λήθαργο στον οποίο είχε πέσει, και περνώντας μέσα από την εξαιρετικά εμπορικού χαρακτήρα δεκαετία του '80. Η ανανέωση της τέχνης των «εγκαταστάσεων» κατόρθωσε να καθιερωθεί στην καρδιά του πυρήνα της τέχνης, στα μουσεία. Σε αυτή την αποδοχή από τέτοιου είδους επίσημους φορείς της τέχνης οφείλεται και η μεταβολή του ονόματος από «environment» [περιβάλλον] σε «installation» [εγκατάσταση] μιας και οι εκθέσεις «εγκαθίστανται» μέσα στους εκθεσιακούς χώρους. Επιπλέον, σήμερα οι σύγχρονες εγκαταστάσεις δεν αντιστέκονται στην εμπορευματοποίηση της τέχνης.
Η περιπλοκότητα στον όρο «εγκατάσταση» βρίσκεται πολύ συχνά στα καλλιτεχνικά μέσα τα οποία χρησιμοποιούνται για την ανάπτυξη τέτοιων έργων. Όπως είπαμε, οι εγκαταστάσεις δεν αποτελούν ένα συγκεκριμένο μέσο, αλλά χρησιμοποιούν πολλά και διαφορετικά μέσα προκειμένου να εκφραστούν. Σε ένα έργο προερχόμενο από τον χώρο των «εγκαταστάσεων» μπορούμε να βρούμε στοιχεία της video και performance art, καθώς και παλαιότερα, πιο παραδοσιακά μέσα όπως είναι η ζωγραφική ή η γλυπτική.
Από εμπορικής πλευράς βέβαια, η ζωγραφική το πλέον παραδοσιακό και περισσότερο διαδεδομένο καλλιτεχνικό μέσο, εξακολουθεί να βρίσκεται στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος στον κόσμο της τέχνης και να επιτυγχάνει τις περισσότερες πωλήσεις. Ωστόσο, και οι «εγκαταστάσεις» έχουν δύο σημαντικά πλεονεκτήματα τα οποία τις κάνουν οικονομικά ανταγωνιστικές και εμπορικές.
Το πρώτο πλεονέκτημα βρίσκεται στον συνεχή ανταγωνισμό των σύγχρονων «εγκαταστάσεων» με τα προϊόντα της μαζικής κουλτούρας. Το πως θα μπορούσε δηλαδή κάποιος να πείσει έναν άνθρωπο να ταξιδέψει σε ένα μουσείο ή σε ένα μέρος μόνο και μόνο για να δει ένα έργο τέχνης και να το «καταναλώσει»;
Μέσα σε αυτό το ανταγωνιστικό πλαίσιο με τον κόσμο της ψυχαγωγίας και του θεάματος, οι εγκαταστάσεις έχουν καταφέρει να προσελκύσουν περισσότερο κοινό δημιουργώντας θέαμα. Χρησιμοποιώντας δηλαδή εικόνα σε μεγάλες οθόνες, ήχο καθώς και άλλα στοιχεία που παραπέμπουν στον κόσμο της ψυχαγωγίας, κρατώντας την ίδια στιγμή αναλλοίωτο το πνευματικό του υπόβαθρο. Αυτή η διαδραστικότητα που επιτρέπουν οι «εγκαταστάσεις» με το κοινό έχει καταφέρει να κερδίσει το ενδιαφέρον και την προσοχή ενός μεγάλου εύρους ανθρώπων, ακόμη και κάποιων εκτός των καλλιτεχνικών κύκλων.
Το δεύτερο αξιοσημείωτο πλεονέκτημα των «εγκαταστάσεων» βρίσκεται στην αποκλειστικότητα της ανάθεσης ενός έργου τέχνης σε κάποιον σημαντικό καλλιτέχνη. Ας πάρουμε για παράδειγμα τις σύγχρονες Biennale, στις οποίες σημαντικά έργα εκτίθενται και προσκαλούν το φιλότεχνο κοινό να τα «ακολουθήσει». Έτσι, σε τέτοιου είδους παγκόσμιες εκθέσεις ανά τον κόσμο, οι οποίες συνεχώς αυξάνονται με το πέρασμα το χρόνου τόσο σε μέγεθος όσο και σε σημασία, οι «εγκαταστάσεις» χρησιμοποιούνται ως μαγνήτες για να προσκαλέσουν σημαντικές φιγούρες προερχόμενες από τους καλλιτεχνικούς κύκλους και ταυτοχρόνως επιτρέπουν την περιφερειακή και αστική ανάπτυξη της εκάστοτε περιοχής.
Στο μεγαλύτερο εύρος του, τα έργα που εντοπίζονται στον χώρο των σύγχρονων «εγκαταστάσεων» έχουν ένα μεγάλο κόστος παραγωγής. Έτσι, βασίζονται είτε σε ιδιωτικές χορηγίες είτε στη δημόσια χρηματοδότηση. Αυτός ο χαρακτήρας των σύγχρονων «εγκαταστάσεων» συνδέει άμεσα την τέχνη με την εμπορευματοποίηση των μουσείων και των κέντρων τέχνης. Αυτό το γεγονός, ωθεί τα κέντρα τέχνης να δημιουργούν όλο και πιο θεαματικές εκθέσεις συνδυάζοντας αρμονικά τα ελιτίστικα στοιχεία της μαζικής κουλτούρας με την παραδοσιακή πνευματικότητα των παραδοσιακών τεχνών.
Αναστασία Βουτσά (Εικαστικός- Μουσειολόγος)
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
- Bishop, C., 2005, Installation Art; A Critical History, Tate, London
- Ferriani, B., 2013, Ephemeral Monuments; History and Conservation of Installation Art, Los Angeles, Getty Publications
- Fried, M., 1998, In Art and Objecthood: Essays and Reviews, Chicago, University of Chicago Press
- Stallabrass, J., 2004, Contemporary Art; A Very Short Introduction, Oxford, Oxford University Press