Στην χώρα μας χρησιμοποιούμε την έκφραση «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι», σε περιπτώσεις που θέλουμε να κρίνουμε την λειτουργία κάποιας ομάδας, οποιουδήποτε τύπου. Στην συγκεκριμένη περίπτωση το κεφάλι της Ακαδημίας Κινηματογράφου και Επιστημών (AMPAS) απαρτίζεται από 5.800 μέλη, εκ των οποίων 1300 είναι ηθοποιοί (το ? του συνόλου σχεδόν) και όλα τα υπόλοιπα εκπρόσωποι των επιμέρους ειδικοτήτων που απαρτίζουν κάθε φορά την ομάδα των συντελεστών, που κατασκευάζει μία ταινία. Ο μη κερδοσκοπικός αυτός οργανισμός δημιουργήθηκε το 1927 και σήμερα μετράει 82 χρόνια ζωής. Έκτοτε, και κάθε χρόνο, στις αρχές Ιανουαρίου, τα χιλιάδες μέλη της Ακαδημίας λαμβάνουν μία έντυπη λίστα με τις εμπρόθεσμες υποβολές ταινιών (τέλος υποβολής είναι τα μεσάνυχτα της 31ης Δεκεμβρίου κάθε έτους) και σχεδόν ταυτόχρονα τα στούντιο, ή οι ανεξάρτητοι παραγωγοί, τους αποστέλλουν μία κόπια της ταινία τους. Και η διαδικασία ξεκινά...
Για να κάνουμε μια διεισδυτική ανάλυση στη φιλοσοφία βάσει της οποίας τα μέλη ψηφίζουν τους «καλύτερους» θα κάνουμε ένα μικρότερο ταξίδι πίσω στο χρόνο. Ας γυρίσουμε στο 1994 για λίγο. Στην τελετή που βράβευσε τις καλύτερες ταινίες που παράχθηκαν το 1993. Υποψήφιες ταινίες στην κατηγορία της «Καλύτερης» ήταν τα «Λίστα του Σίντλερ» (ιστορικό δράμα), «Ο Φυγάς» (περιπέτεια), «Εις το Όνομα του Πατρός» (επίσης ιστορικό, πολιτικό δράμα, αλλά ιρλανδικής/αγγλικής συμπαραγωγής), «Μαθήματα Πιάνου» (κοινωνικό εποχής) και «Τα Απομεινάρια μιας Μέρας» (επίσης ρομαντικό, κοινωνικό φιλμ εποχής). Ταυτόχρονα στις υπόλοιπες κατηγορίες υπήρχαν υποψηφιότητες για ταινίες όπως «Η Φίρμα» (αστυνομικό θρίλερ), το «Φιλαδέλφεια» (κοινωνικό δράμα), «Τα Χρόνια της Αθωότητας» (ρομαντική ταινία εποχής) και το «Jurassic Park» (περιπέτεια φαντασίας).
Σε γενικές γραμμές μπορεί να παρατηρήσει κάποιος πως σε αυτή τη πρόχειρη συνοπτική λίστα-αναφορά των υποψηφίων μπορούμε να βρούμε κάτι για όλα τα γούστα. Αν μαζευτούμε 10 σινεφίλ για να σχολιάσουμε αυτές τις ταινίες θα βρούμε κάποιες που μας άρεσαν και θα χαρακτηριζόταν η παρουσία τους «δίκαιη», ενώ ταυτόχρονα κάποιος άλλος θα είχε μια αντίθετη άποψη και θα έβρισκε κάποιες άλλες που ενώ είναι υποψήφιες σε κάποιες κατηγορίες, απουσιάζουν από κάποιες άλλες πιο βασικές που ίσως θα έπρεπε να είναι. Μην ξεχνάμε καταρχάς οτι πρωταρχικός στόχος της Ακαδημίας είναι το «αγοραστικό» κοινό της Αμερικής, λόγω της δημοσιογραφικής κάλυψης όλης αυτής της γιορτής και της προσμονής που χτίζουν, μιας και έχει γίνει πια κάτι σαν «η συνήθεια που έγινε λατρεία», τρόπος του λέγειν. Έτσι άμεσα ορίζεται και ο δεύτερος στόχος που είναι η ικανοποίηση όλης της γκάμας των θεατών με όσο το δυνατόν αντικειμενικά κριτήρια μπορούν να υπάρξουν μέσα σε αυτή τη διαδικασία, για να μην μείνει κανένας τελείως δυσαρεστημένος από τις επιλογές τους αλλά έστω και λίγο ικανοποιημένος με κάποιες από αυτές.
Φέτος είχαμε βασικούς ανταγωνιστές στις κύριες κατηγορίες τις ταινίες «Η Απίστευτη Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» (κατηγορία... παραμύθι), «Slumdog Millionaire» (κοινωνικό), «Milk» (κοινωνικό, πολιτικό), «Σκοτεινός Ιππότης» (περιπέτεια), «Σφραγισμένα Χείλη» (ιστορικό δράμα), «Frost/Nixon» (πολιτικό) και «Αμφιβολία» (κοινωνικό). Δεκαπέντε χρόνια μετά το 1994 βλέπουμε ένα κοινό παρανομαστή, που είναι σχεδόν ταυτόσημος κάθε χρόνο, που ανακοινώνεται η λίστα. Όλοι οι μπροστάρηδες-υποψήφιοι καλύπτουν το βασικό μέρος της γκάμας του γούστου και της προτίμησης του σινεφίλ κοινού, που πηγαίνει, όποτε πηγαίνει, και αφήνει τον οβολό του στο ταμείο του εκάστοτε κινηματογράφου. Κοινώς οι υποψήφιες ταινίες εκτός από καλές πρέπει απαραιτήτως να ανήκουν και στα βασικά είδη προτίμησης της πλειοψηφίας των ανθρώπων που πηγαίνουν σινεμά.
Δεν υποννοώ την γνωστή καραμέλα «όλα γίνονται για τα λεφτά», ακόμα κι αν ισχύει κάτι τέτοιο (και σε τι ποσοστό βέβαια κάθε φορά) για την κινηματογραφική βιομηχανία. Λέμε μόνο ότι το σωστό επικοινωνιακά από μέρους της Ακαδημίας είναι το να μείνουμε όλοι ευχαριστημένοι με το μεγαλύτερο μέρος της λίστας των υποψηφίων. Αν συνυπολογίσουμε σε αυτό, το γεγονός ότι το ? όπως προαναφέραμε των μελών, που ψηφίζουν, είναι ηθοποιοί, καταλαβαίνουμε για ποιο λόγο οι πιο ανθρωποκεντρικές και βασιζόμενες σε ερμηνείες ταινίες είναι πιο πολλές σε σχέση με άλλες που έχουν να «πουν» πιο πολλά στο θεατή αλλά δεν θα τον κάνουν μετά να αγοράσει το περιοδικό που έχει εξώφυλλο τον υποψήφιο για Όσκαρ αστέρα του Χόλυγουντ. Και ταυτόχρονα καταλαβαίνουμε το γιατί ταινίες, επίσης όσο πραγματικά καλές κι αν είναι, που είναι περιπέτειες, βρίσκονται πάντα στη λίστα. Διότι ανήκουν στην κατηγορία του εύπεπτου και ψυχαγωγικού σινεμά (χωρίς να είναι μεμπτό ασφαλώς κάτι τέτοιο), το οποίο μεταφράζεται σε πολλές χιλιάδες χιλιάδων εισιτήρια κοινού, που αντιμετωπίζει πια το σινεμά όχι ως την 7η Τέχνη αλλά ως την 7η Ενασχόληση Ψυχαγωγικού Σκοτώματος Χρόνου. Αναλογιστείτε τις δύο υποψηφιότητες του Iron Man, μιας αξιόλογης ταινίας του είδους, που όμως θα έπρεπε να έχει και άλλους ανταγωνιστές στις τεχνικές κατηγορίες (π.χ. Incredible Hulk, Hellboy II), αλλά δεν είχε γιατί το σήκουελ του Iron Man είναι ήδη στα σκαριά!
Τα πάντα σε αυτή τη «γιορτή» του κινηματογράφου είναι πολύ όμορφα υπολογισμένα. Τα λόμπυ, που όλοι γνωρίζουμε την υπαρξή τους και την δυναμή τους, κινούν τα νήματα της βιομηχανίας και ορίζουν με τις επιλογές τους την αγοραστική τους δύναμη χρόνο με το χρόνο. Έτσι ορίζουν και με τον δικό τους τρόπο τις υποψηφιότητες και τις βραβεύσεις. Το ολοκαύτωμα και ό,τι έχει σχέση με τον εβραικό λαό, είναι μια θεματολογία άκρως αρεστή στα μέλη της Ακαδημίας. Το 1994 κέρδισε η «Λίστα του Σίντλερ» (του Στήβεν Σπήλμπεργκ), Φέτος η Κέητ Γουίνσλετ υποδύθηκε την ναζί γερμανίδα Χάνα, που δούλευε σε στρατόπεδο εκτελέσεως εβραίων, και πήρε το χρυσό αγαλματάκι Καλύτερου Α' Γυναικείου Ρόλου σπίτι της. Και όχι μόνο το πήρε αλλά προσπέρασε το εμπόδιο της Μέρηλ Στρηπ, υποψήφια για την «Αμφιβολία», μίας ταινίας που είχε υποψηφιότητες αποκλειστικά και μόνο στις κατηγορίες ερμηνειών (ακριβώς επειδή το ? των μελών είναι ηθοποιοί όπως αναφέραμε παραπάνω), εκ των οποίων οι δύο για το Β' Γυναικείου τελείως άδικες!
Και κάπου εδώ πρέπει να αρχίσουμε την πιο συγκεκριμένη διείσδυση στην φετινή τελετή, αναφερόμενοι ταυτόχρονα και στους τόσους άλλους παράγοντες που καθορίζουν τις αποφάσεις, πλην αυτών που ήδη αναφέρθηκαν. Η Κέητ Γουίνσλετ φέτος έπαιξε στα «Σφραγισμένα Χείλη», ένα ιστορικό δράμα με μέρος της πλοκής να έχει τη βάση του στο ολοκαύτωμα, και επιπλέον στο «Δρόμο της Επανάστασης», ένα πολύ δυνατό κοινωνικό φιλμ, που ξεμπροστιάζει ολόκληρο το σύγχρονο τρόπο ζωής του δυτικού κόσμου και της χρεωκοπημένης εκ θεμελίων ευτυχίας της αμερικάνικης οικογένειας. Στον ένα ρόλο ερμήνευσε εξαίσια τη Χάνα, επιδεικνύοντας τις σωματικές και εκφραστικές ερμηνευτικές της ικανότητες, και στην άλλη έπρεπε να γίνει η νοικοκυρά της δεκαετίας του ?60 που έχει ακόμα όνειρα και επιθυμίες τα οποία εκεί που ζει, όπως ζει την κάνουν να πνίγεται και έτσι να πολεμάει αδιάκοπα σε έναν ενδοσυζυγικό εμφύλιο, που εντείνεται σε κάθε σεκάνς. Ο λόγος της απουσίας, παρότι κέρδισε και τις 2 Χρυσές Σφαίρες για αυτούς τους ρόλους, της ξεκάθαρα πιο δυνατής και συγκλονιστικής ερμηνείας της στον «Δρόμο της Επανάστασης» από τις υποψηφιότητες του Α' Γυναικείου είναι προφανής. Αφενός το ολοκαύτωμα πρέπει να παραμένει ζεστό στις μνήμες και αφετέρου δεν θα μπορούσε να προταθεί για την ερμηνεία της σε μια ταινία όπου το αμερικάνικο όνειρο και ο τελείως «άδειος» από ουσία τρόπος ζωής ενός έθνους ξεμπροστιάζεται με αυτό τον τρόπο. Επικοινωνιακά λάθος για το κοινό των ΗΠΑ, που όσο λιγότερο υποψιασμένο είναι τόσα περισσότερα σήκουελ μπορούν τα στούντιο να παράγουν για να συνεχίσουν να τους κρατούν ανυποψίαστους.
Η μεγαλύτερη όμως φετινή αδικία ακούει στο όνομα Κλιντ Ήστγουντ και στον τίτλο «Gran Torino». Η καλύτερη ερμηνεία που είδαμε την χρονιά που πέρασε... πέρασε απαρατήρητη. Ένα από τα πλέον καλύτερα σενάρια που «βιώσαμε», πέρασε επίσης απαρατήρητο. Και τέλος ένα έργο που στο συνολό του είναι καθ' όλα άψογο έλειπε από την κατηγορία καλύτερης ταινίας. Ή αν προτιμάτε: το «Gran Torino» δεν ήταν υποψήφιο για απολύτως κανένα βραβείο Όσκαρ. Γιατί ένα τέτοιο αριστούργημα παραγκωνίστηκε; Μα φυσικά για τους ίδιους λόγους που δεν δόθηκε η αρμόζουσα σημασία και στον «Δρόμο της Επανάστασης». Τα κακώς κείμενα της Αμερικής και η έλλειψη ανθρωπιάς που έχει αντικατασταθεί με εγκληματικότητα και ρατσισμό, δεν θα μπορούσαν να είναι πρωτοσέλιδα. Με άλλα λόγια: ο «Δρόμος της Επανάστασης» και το «Gran Torino» ξύνουν πληγές και χτυπάνε το υπερήφανο έθνος εκεί που πονάει. Οπότε μια τέτοια ταινία δεν έχει όχι ελπίδα βράβευσης αλλά ελάχιστες ακόμα και υποψηφιοτήτων. Στον αντίποδα όμως ένα υπέροχο, μα άψυχο, παραμύθι όπως «Η Ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον» όφειλε να είναι, και μάλιστα όπως αποδείχθηκε 13 φορές. Κι αυτό διότι πρόκειται για μια πολιτικά ορθή από την αρχή μέχρι το τέλος της ταινία και ταυτόχρονα δεν θίγει κανέναν μιας και δεν έχει να περάσει στον θεατή κανένα απολύτως ουσιώδες μήνυμα.
Δεκατρείς υποψηφιότητες ο Μπέντζαμιν και καμμία το Gran Torino. Πραγματικά θα μας έκανε να απορούμε αν δεν υπήρχε και άλλος ένας πολύ σοβαρός λόγος (άλλοθι) που δικαιολογεί κατά κάποιο τρόπο την απουσία του αριστουργήματος του Ήστγουντ από τα βραβεία. Ο Κλιντ Ήστγουντ είναι 78 ετών, εκ των οποίων 53 ηθοποιός και 37 σκηνοθέτης. Έχει κατακτήσει τα πάντα στο χώρο έχοντας δημιουργήσει «μεγάλες» ταινίες. Το ζύγι δεν γέρνει υπέρ του όμως σε αυτή την ηλικία. Δεν είναι «εκμεταλλεύσιμο είδος» για τον Τύπο, δεν είναι το πρόσωπο που υπάρχει σκοπιμότητα να γίνει εξώφυλλο. Αντ' αυτού όμως ο Μπέντζαμιν Μπάτον του Ντέηβιντ Φίντσερ, και το κοπρόσκυλο που έγινε εκατομμυριούχος του Ντάνυ Μπόυλ, μπορούν και αξίζουν να βρίσκονται γιατί η πλάστιγγα γέρνει στην δική τους πιο νέα, ελπιδοφόρα και παραγωγική γενιά.
Για τον ίδιο λόγο, και όχι μόνο, βραβεύτηκε και ο Σον Πεν για την ερμηνεία του στο «Milk» κι όχι ο Μίκυ Ρουρκ για τον «Παλαιστή», του τεράστιου σκηνοθέτη Ντάρεν Αρρονόφσκυ, που και αυτός έλειπε από τους υποψηφίους. Αλλά κι αυτός έλειπε γιατί είναι νέος οπότε θα έχει την ευκαιρία στο μέλλον, όπως και ο Σον Πεν, ένας ηθοποιός σε καλή ηλικία ακόμα, που κατά κοινή παραδοχή είναι ένας από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του. Ο Μίκυ Ρουρκ τι είχε να αντιτάξει απέναντι στα νιάτα και τις μελλοντικές ερμηνείες σε αντίστοιχα καλές ταινίες; Την «μεγάλη επιστροφή». Ένα έτοιμο θέμα για όλο τον ειδικό τύπο του χώρου, που από μόνο του αρκεί για να του δώσει το σπρώξιμο που είχε ανάγκη η καριέρα του. Αλλά βράβευση; Όχι, δεν χρειάζεται βραβείο σε κάποιον πολλάκις χειρουργημένο, πρώην κατεστραμμένο ηθοποιό και νυν επανενταγμένο στην κοινότητα. Τα πρωτοσέλιδα της «μεγάλης επιστροφής» του είναι αρκετά.
Ο λόγος της βράβευσης του Πεν βέβαια, όπως αναφέρθηκε, δεν είναι μόνο η ηλικία του και το πόσες ακόμα καλές και εμπορικές ταινίες μπορεί να κάνει. Τα μέλη θέλουν να αποδεικνύουν κάθε φορά το πόσο ανοιχτόμυαλοι είναι, καθώς η δικιά τους ανοιχτομυαλοσύνη καθορίζει και τον τρόπο σκέψης ενός ολόκληρου έθνους. Είτε το 1994 με το «Φιλαδέλφεια», ταινία σταθμό με θεματολογία τη μάστιγα του AIDS, όπου ο Τομ Χανκς είχε πάρει το βραβείο Α' Ανδρικού ρόλου, είτε φέτος με το «Milk», και την ιστορία του ομοφυλόφιλου ακτιβιστή που πάλεψε για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων της Αμερικής, αποδεικνύεται ότι οι ομάδες των κοινωνικά απομονωμένων έχουν έναν ισχυρό σύμμαχο, έστω και σε «μηντιακό» επίπεδο, στο πρόσωπο του θείου Όσκαρ. Και οι απομονωμένες ομάδες αποτελούν αγοραστικό κοινό, όσο ψυχρό κι αν ακούγεται αυτό. Business is business. Και στην βιομηχανία του σινεμά ο παραγωγός επιθυμεί η ταινία του να κόψει όσο πιο πολλά εισιτήρια γίνεται. Αν δεν προωθηθούν λοιπόν ταινίες που ταυτίζονται και με τέτοιες ομάδες τότε μειώνει τα ποσοστά κερδοφορίας της ταινίας του. Απλά, κουκιά μετρημένα.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, των μετρημένων κουκιών, ας αναλογιστούμε και κάτι τελευταίο. Η αντίληψη του μέσου θεατή, που επισκέπτεται κινηματογραφική αίθουσα, όχι κάθε μέρα ή κάθε βδομάδα, αλλά σε λιγότερο πυκνά χρονικά διαστήματα, είναι ιδιαίτερα επιρρεπής σε συγκεκριμένα μηνύματα, σε συγκεκριμένο τύπο διαφήμισης/προώθησης ενός φιλμ. Σκεφτείτε λοιπόν από τώρα, και πλάστε το με τη φαντασία σας, το τρέηλερ της επόμενης ταινίας του Σον Πεν, που θα γράφει «ο δύο φορές βραβευμένος με Όσκαρ». Ή ακόμα και το μήνυμα «του βραβευμένου με Όσκαρ σκηνοθέτη Ντάνυ Μπόυλ» στο τρέηλερ της επόμενης ταινίας του. Φανταστείτε τον αντίκτυπο που έχει αυτή η εμβόλιμη απλή φράση σε τρέηλερ ταινίας, γνωρίζοντας πως ένα τρέηλερ δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα καλοφτιαγμένο διαφημιστικό της μελλοντικής κυκλοφορίας συγκεκριμένου φιλμ. Αφού σκεφτήκατε αυτό τότε θυμηθείτε τώρα κάτι άλλο. Πέρυσι οι αδελφοί Κοέν βραβεύτηκαν με Όσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας, όπως και ο πρωταγωνιστής τους Χαβιέ Μπαρδέμ για το Α' Ανδρικού. Δίχως να κρίνουμε ως δίκαιη ή άδικη την βραβευσή τους, αναρωτιόμαστε πόσοι αλήθεια από εμάς σήμερα θυμόμαστε την ταινία τους; Τον τίτλο της;... «Καμμία Πατρίδα για τους Μελλοθάνατους» ήταν. Πόσοι πραγματικά την θυμόμαστε για να την κατατάξουμε στις 80 καλύτερες ταινίες όλων των εποχών (σύμφωνα πάντα με την Ακαδημία);
Δεν έχει σημασία. Αυτή είναι η ουσία. Γιατί το μόνο που έχει σημασία είναι τα πομπώδη μηνύματα περί των «βραβευμένων με Όσκαρ» που θα έχουν τα μελλοντικά πομπώδη τρέηλερ. Σημασία έχουν τα πολλά εξώφυλλα και λοιπά δημοσιεύματα νέων και όμορφων προσώπων που θα παραμείνουν στο προσκήνιο ως οι «παραγωγικοί» σταρ του στίβου αυτού για δύο δεκαετίες ακόμα (τουλάχιστον). Ένα καλό, φρέσκο, παράδειγμα είναι η Αν Χαθαγουέη, που ενώ μέχρι πρότινος συγκαταλεγόταν στις «δεύτερες» επιλογές και έπαιζε σε όχι ιδιαίτερα σημαντικές ταινίες ή απαιτήσεων, φέτος εξαιτίας του σκηνοθέτη Τζόναθαμ Ντεμ (σκηνοθέτης της Σιωπής των Αμνών το 1991), της δόθηκε η ευκαιρία για μια σημαντική ερμηνεία και έτσι βρέθηκε στη λίστα με τις υποψήφιες Α' Γυναικείου! Στο εναρκτήριο μουσικοχορευτικό νούμερο της τελετής, ο παρουσιαστής Χιου Τζάκμαν πήρε την Χάθαγουέη, που καθόταν τυχαία στην πρώτη σειρά, και την έβαλε να συμμετάσχει και αυτή στο νούμερο τραγουδώντας μαζί του. Καταλαβαίνουμε λοιπόν τους έμμεσους και άμεσους τρόπους που βρίσκουν τα στούντιο για να προωθήσουν τις μελλοντικές... κότες με τα χρυσά αυγά! Το Χόλυγουντ στο πρόσωπο της Χάθαγουέη βρήκε μία ηθοποιό που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τους σκοπούς του με το ταλέντο της για τα επόμενα χρόνια. Ειδικά για τις γυναίκες ηθοποιούς τα πράγματα είναι δυσκολότερα εκεί καθώς η γκάμα των ρόλων και η παραγωγική τους περίοδο είναι πιο περιορισμένη από ότι των αντρών. Έτσι, και σε μια πολύ καλή ηλικία, η Χάθαγουεη βρέθηκε με το «η υποψήφια για Όσκαρ» μήνυμα να εμφανίζεται από εδώ και στο εξής στα τρέηλερ των επόμενων ταινιών της.
Πέραν όλων αυτών που ειπώθηκαν, από ό,τι φαίνεται δεν έχει επίσης καμμία σημασία για όσους πραγματικά αγαπούν το σινεμά και το παρακολουθούν στενά, να δίνουν παραπάνω αξία από όση προσδίδει ο τίτλος «γιορτή» ή «πανηγύρι» στο θεσμό των βραβείων Όσκαρ. Παρατράγουδα θα συμβαίνουν πάντα, παραλείψεις και αδικίες θα γίνονται πάντα, αλλά ελπίζουμε τώρα πως καταφέραμε να σας δώσουμε μία σφαιρική εικόνα του πλαισίου μέσα στο οποίο κινείται το σκεπτικό των μελών της Ακαδημίας όταν καλούνται να υποδείξουν τους καλύτερους υποψήφιους της χρονιάς, και τους νικητές, στα σπουδαιότερα κινηματογραφικά βραβεία του πλανήτη.
Όπως είχε δηλώσει και ο σκηνοθέτης Πήτερ Τζάκσον σχετικά με τα βραβεία αυτά: «Το να παραλαμβάνεις βραβείο Όσκαρ είναι αναμφίβολα μία πολύ σπουδαία στιγμή για την καριέρα μου. Αλλά ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών (ας το παραφράσουμε εμείς «οποιοδήποτε φιλμ γενικά») δεν φτιάχτηκε για τα Όσκαρ. Φτιάχτηκε για τον κόσμο.»
Σπούδασα σε δύο ιδιωτικά ΙΕΚ Γραφιστική και Πολυμέσα και σε δύο Αγγλικά πανεπιστήμια. Εργάζομαι οκτώ χρόνια ως freelancer σε Ελλάδα και εξωτερικό με πελατολόγιο οργανισμούς και πολυεθνικές εταιρείες στο χώρο της δημιουργίας, διοργάνωσης και σκηνοθεσίας multimedia εκδηλώσεων. Ειδικεύομαι κυρίως στη δημιουργία concepts για laser shows, το μοντάζ βίντεο και τη μουσική επένδυση.