Ο Πλάτωνας διακρίνει την πραγματικότητα στον κόσμο των ιδεών, όπου υπάρχουν τα αληθινά όντα και στον κόσμο των αισθητών πραγμάτων, όπου υπάρχουν τα αντίγραφα, τα είδωλα των αληθινών όντων. Σύμφωνα με την θεωρία των ιδεών, όλα τα πράγματα που παρατηρούμε γύρω μας με τις αισθήσεις μας, ως αντίγραφα των ιδεών, των πραγματικών όντων, είναι απατηλά, άρα ψεύτικα. Η τέχνη αναπαριστά τα αισθητά πράγματα, καθώς μιμείται με αναπαραστάσεις τα αντίγραφα των αληθινών όντων. Έτσι, όταν ένας ζωγράφος απεικονίζει για παράδειγμα ένα τραπέζι, αναπαριστά ένα αντικείμενο όπως το βλέπει, κάτι δηλαδή που, επειδή το αντιλαμβάνεται με την αίσθηση της όρασής του, είναι ψεύτικο. Τα έργα τέχνης, κατά τον Πλάτωνα, είναι τα αντίγραφα των ψεύτικων πραγμάτων, καθώς αντιγράφουν έναν ψεύτικο κόσμο, τον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε μέσω των αισθήσεων. Αν η ζωή, εξαιτίας των αισθήσεών μας, μάς απομακρύνει μια φορά από την αλήθεια που βρίσκεται στον κόσμο των ιδεών, η τέχνη, αντιγράφοντας τη ζωή μας, μάς απομακρύνει δυο φορές από την αλήθεια. Γι' αυτό ο Πλάτων έλεγε πως, αν απαγορευόταν στην κοινωνία η τέχνη, οι πολίτες θα γλίτωναν από τις απατηλές εντυπώσεις που προσθέτει η τέχνη με τα έργα της στη ζωή τους.
Για τον Πλάτωνα ο όρος τέχνη συνάδει με τον όρο χειροτεχνία. Υπ? αυτή την έννοια τέχνη είναι η ικανότητα να κάνουμε κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα, εξειδίκευση, γνώσεις για τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματώσουμε ένα σκοπό. Οι τέχνες διαιρούνται στις αποθησαυριστικές (π.χ. απόκτηση χρημάτων) και στις παραγωγικές ή δημιουργικές, αυτές που πλάθουν ό,τι πριν δεν υπάρχει. Οι τελευταίες προϋποθέτουν ευρύ φάσμα δεξιοτήτων, όπως η ξυλουργική, η αρχιτεκτονική, η υφαντική, κ.ά. Οι δημιουργικές τέχνες είναι μιμητικές. Άρα οι μιμητές τεχνίτες έχουν διπλή δυνατότητα: Είτε να αναπαράγουν όσο πιο πιστά μπορούν τις πραγματικές ιδιότητες του μοντέλου, επομένως να δημιουργούν μια γνήσια ομοιότητα, είτε να αντιγράφουν την εξωτερική εμφάνιση ενός αντικειμένου, όπως αυτή υφίσταται όταν κάποιος το παρατηρεί από ορισμένη θέση, επομένως να δημιουργούν μια φαινομενική ομοιότητα ή επίφαση.
Όταν η τέχνη είναι σωστή, βοηθά στη σωστή διάπλαση του χαρακτήρα των νέων (Νόμοι, 664,672e), γι? αυτό και το ίδιο το κράτος -και όχι οι καλλιτέχνες -είναι εκείνο που θα πρέπει να επιλαμβάνεται των ζητημάτων που αφορούν στην επίδραση των τεχνών στους ανθρώπους. Ο νομοθέτης οφείλει να επιβλέπει τη σύνθεση των έργων τέχνης, καθώς και τη δημιουργία μύθων και θρύλων (Νόμοι 664a). Ο ποιητής για παράδειγμα θα πρέπει, για τον Πλάτωνα, να υποβάλλει τα έργα του σε λογοκριτές για να παίρνει έγκριση (Νόμοι, 801d) και εφόσον θα έχουν θεσπιστεί από το κράτος κανόνες, όποια καινοτομία τυχόν επιχειρείται, θα πρέπει να τιμωρείται με αυστηρές ποινές (Πολιτεία, 423-424, Νόμοι, 798-799).
Για τον Πλάτωνα ο όρος τέχνη συνάδει με τον όρο χειροτεχνία. Υπ? αυτή την έννοια τέχνη είναι η ικανότητα να κάνουμε κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα, εξειδίκευση, γνώσεις για τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματώσουμε ένα σκοπό. Οι τέχνες διαιρούνται στις αποθησαυριστικές (π.χ. απόκτηση χρημάτων) και στις παραγωγικές ή δημιουργικές, αυτές που πλάθουν ό,τι πριν δεν υπάρχει. Οι τελευταίες προϋποθέτουν ευρύ φάσμα δεξιοτήτων, όπως η ξυλουργική, η αρχιτεκτονική, η υφαντική, κ.ά. Οι δημιουργικές τέχνες είναι μιμητικές. Άρα οι μιμητές τεχνίτες έχουν διπλή δυνατότητα: Είτε να αναπαράγουν όσο πιο πιστά μπορούν τις πραγματικές ιδιότητες του μοντέλου, επομένως να δημιουργούν μια γνήσια ομοιότητα, είτε να αντιγράφουν την εξωτερική εμφάνιση ενός αντικειμένου, όπως αυτή υφίσταται όταν κάποιος το παρατηρεί από ορισμένη θέση, επομένως να δημιουργούν μια φαινομενική ομοιότητα ή επίφαση.
Όταν η τέχνη είναι σωστή, βοηθά στη σωστή διάπλαση του χαρακτήρα των νέων (Νόμοι, 664,672e), γι? αυτό και το ίδιο το κράτος -και όχι οι καλλιτέχνες -είναι εκείνο που θα πρέπει να επιλαμβάνεται των ζητημάτων που αφορούν στην επίδραση των τεχνών στους ανθρώπους. Ο νομοθέτης οφείλει να επιβλέπει τη σύνθεση των έργων τέχνης, καθώς και τη δημιουργία μύθων και θρύλων (Νόμοι 664a). Ο ποιητής για παράδειγμα θα πρέπει, για τον Πλάτωνα, να υποβάλλει τα έργα του σε λογοκριτές για να παίρνει έγκριση (Νόμοι, 801d) και εφόσον θα έχουν θεσπιστεί από το κράτος κανόνες, όποια καινοτομία τυχόν επιχειρείται, θα πρέπει να τιμωρείται με αυστηρές ποινές (Πολιτεία, 423-424, Νόμοι, 798-799).
Η τέχνη υπονομεύει τον ηθικό τρόπο διαβίωσης των ανθρώπων, γεγονός που την καθιστά καταδικαστέα από τον Πλάτωνα. Στα έπη του Ομήρου, του Ησιόδου και στις τραγωδίες οι Θεοί παρουσιάζονται με τρόπο αισχρό, έχοντας ανθρώπινες αδυναμίες αντί να συνιστούν πρότυπα εγκράτειας και ευπρέπειας. Επιπλέον, πρεσβεύει ο Πλάτωνας, ορισμένα μουσικά είδη όπως το λυδικό και ιωνικό καλλιεργούν τη θλίψη και τη μαλθακότητα και συντελούν στον ηθικό υποβιβασμό των ανθρώπων (εξαιρέσεις αποτελούν το δωρικό και φρυγικό μέλος που προάγουν την ανδρεία και την εγκράτεια).
Ο Αριστοτέλης, αποφασισμένος να διαχωρίσει την τέχνη και ειδικότερα την ποιητική τέχνη από τις ηθικές παραμέτρους και την πολιτική, ξεκινάει διαιρώντας τρία είδη "σκέψης" - τομέων όπου μπορεί να διοχετευτεί η ανθρώπινη δραστηριότητα: τη γνώση (θεωρία), την πράξη (πράξις) και τη δημιουργία (ποίησις). Διαιρεί τη μιμητική τέχνη σε δύο κατηγορίες: Στην τέχνη της μίμησης οπτικών εμφανίσεων με τη βοήθεια του χρώματος και του σχεδίου και στην τέχνη της μίμησης ανθρώπινων πράξεων με τη βοήθεια του στίχου, του τραγουδιού και του χορού. Υποθέτει ότι ο άνθρωπος ωθείται στη μίμηση είτε επειδή η αναγνώριση της μίμησης είναι ευχάριστη στον ίδιο ως λογικό ον (η αναγνώριση της μίμησης συνιστά ειδική μορφή μάθησης), είτε επειδή η μελωδία και ο ρυθμός είναι ευχάριστα και σύμφυτα με την ανθρώπινη φύση.
Στο έργο του Ποιητική Τέχνη, ο Αριστοτέλης απαντά στις κατηγορίες που απευθύνει ο Πλάτωνας σε βάρος της ποίησης, ότι δηλαδή είναι υπεύθυνη για την καλλιέργεια των παθών και της διαταραχής της ψυχικής αρμονίας και της λογικής του πολίτη, προασπιζόμενος τον θεραπευτικό χαρακτήρα της τέχνης. Υποστηρίζει ότι αν εστιάσουμε στην άμεση παραφορά του κοινού από την ανακίνηση των παθών, πιθανόν θα θεωρήσουμε ότι η ποίηση είναι βλαβερή. Αν όμως εξετάσουμε τις βαθύτερες μετέπειτα ψυχολογικές επιπτώσεις αυτού του βιώματος, θα διαπιστώσουμε ότι ο θεατρόφιλος είναι σαν τον θρησκευόμενο που νιώθει εξαγνισμένος από τη συγκινησιακή ανακούφιση που του παρέσχε ο ποιητικός λόγος. Γι? αυτό, μακροπρόθεσμα, είναι ο πιο νηφάλιος και ο πιο σοφός, αφού απαλλάσσεται κατά διαστήματα από τους συγκινησιακούς ερεθισμούς που φθείρουν το χαρακτήρα και το πνεύμα του, μέσω της βίωσης του "ελέου" και "φόβου" που επιφέρει την κάθαρση. Ο θεατής καθαίρεται χάρη στην περίτεχνη μετουσίωση των οικείων σ? αυτόν ανθρωπίνων πράξεων σε καλλιτεχνική δημιουργία από τον ποιητή. Επιπλέον, η δραματική ποίηση για τον Αριστοτέλη παρουσιάζει ανθρώπους με καθολική εμβέλεια, ικανούς να αποτελέσουν διαχρονικά πρότυπα ζωής, φορείς αξιών και εμπνευστές ιδανικών για τους θεατές.
Ο Αριστοτέλης, αποφασισμένος να διαχωρίσει την τέχνη και ειδικότερα την ποιητική τέχνη από τις ηθικές παραμέτρους και την πολιτική, ξεκινάει διαιρώντας τρία είδη "σκέψης" - τομέων όπου μπορεί να διοχετευτεί η ανθρώπινη δραστηριότητα: τη γνώση (θεωρία), την πράξη (πράξις) και τη δημιουργία (ποίησις). Διαιρεί τη μιμητική τέχνη σε δύο κατηγορίες: Στην τέχνη της μίμησης οπτικών εμφανίσεων με τη βοήθεια του χρώματος και του σχεδίου και στην τέχνη της μίμησης ανθρώπινων πράξεων με τη βοήθεια του στίχου, του τραγουδιού και του χορού. Υποθέτει ότι ο άνθρωπος ωθείται στη μίμηση είτε επειδή η αναγνώριση της μίμησης είναι ευχάριστη στον ίδιο ως λογικό ον (η αναγνώριση της μίμησης συνιστά ειδική μορφή μάθησης), είτε επειδή η μελωδία και ο ρυθμός είναι ευχάριστα και σύμφυτα με την ανθρώπινη φύση.
Στο έργο του Ποιητική Τέχνη, ο Αριστοτέλης απαντά στις κατηγορίες που απευθύνει ο Πλάτωνας σε βάρος της ποίησης, ότι δηλαδή είναι υπεύθυνη για την καλλιέργεια των παθών και της διαταραχής της ψυχικής αρμονίας και της λογικής του πολίτη, προασπιζόμενος τον θεραπευτικό χαρακτήρα της τέχνης. Υποστηρίζει ότι αν εστιάσουμε στην άμεση παραφορά του κοινού από την ανακίνηση των παθών, πιθανόν θα θεωρήσουμε ότι η ποίηση είναι βλαβερή. Αν όμως εξετάσουμε τις βαθύτερες μετέπειτα ψυχολογικές επιπτώσεις αυτού του βιώματος, θα διαπιστώσουμε ότι ο θεατρόφιλος είναι σαν τον θρησκευόμενο που νιώθει εξαγνισμένος από τη συγκινησιακή ανακούφιση που του παρέσχε ο ποιητικός λόγος. Γι? αυτό, μακροπρόθεσμα, είναι ο πιο νηφάλιος και ο πιο σοφός, αφού απαλλάσσεται κατά διαστήματα από τους συγκινησιακούς ερεθισμούς που φθείρουν το χαρακτήρα και το πνεύμα του, μέσω της βίωσης του "ελέου" και "φόβου" που επιφέρει την κάθαρση. Ο θεατής καθαίρεται χάρη στην περίτεχνη μετουσίωση των οικείων σ? αυτόν ανθρωπίνων πράξεων σε καλλιτεχνική δημιουργία από τον ποιητή. Επιπλέον, η δραματική ποίηση για τον Αριστοτέλη παρουσιάζει ανθρώπους με καθολική εμβέλεια, ικανούς να αποτελέσουν διαχρονικά πρότυπα ζωής, φορείς αξιών και εμπνευστές ιδανικών για τους θεατές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ανδριόπουλος, Δ. (2003). Κοινωνική φιλοσοφία, ηθική, ποιλιτική φιλοσοφία, αισθητική, ρητορική. Είκοσι πέντε ομόκεντρες μελέτες. Τόμοι Ι,ΙΙ. Παπαδήμας, Αθήνα.
Δεσποτόπουλος, Κ., Αναγνωστόπουλος, Γ., Μαρκής, Δ., Αυγελής, Ν., Anton, J.P., Santas, G (2002). Πλάτων. Τόμοι Α΄- Β΄, Παπαδήμας, Αθήνα.
Ελληνική Φιλοσοφική Εταιρία. (1994). Αισθητική και θεωρία της τέχνης. Καρδαμίτσας, Αθήνα.
Μπέρντσλεϋ, Μ. (1989). Η ιστορία των αισθητικών θεωριών [μετάφρ. Κούρτοβικ, Δ. ? Χριστοδουλίδη, Π.]. Νεφέλη, Αθήνα.
Τζαβάρας, Γ. (2007). Ανθολόγιο αισθητικής. Gutenberg, Αθήνα.
Windelband, W., Heimsoeth, H. (1991). Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας ? Η φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων, η φιλοσοφία των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων. Τόμος Α΄. ΜΙΕΤ, Αθήνα.