Οι καλλιτέχνες των οποίων τα έργα κατασχέθηκαν ή καταστράφηκαν, ονομάστηκαν «εκφυλισμένοι καλλιτέχνες». Εκτός αυτών των βιωμάτων καταστροφής και κατάσχεσης των έργων τους, πολλές ήταν και οι περιπτώσεις των καλλιτεχνών που βίωσαν την απαγόρευση. Συγκεκριμένα, σε πολλούς καλλιτέχνες απαγορεύθηκε να πάρουν μέρος σε εικαστικές εκθέσεις ή ακόμα και να ασκήσουν την καλλιτεχνική τους πρακτική.
Ακόμα και όσοι ασχολούνταν με τη διδασκαλία της τέχνης ή εργάζονταν σε άλλα ιδρύματα τέχνης, εάν συνδέονταν κατά κάποιο τρόπο με τα «εκφυλισμένα έργα» απειλούνταν με το να χάσουν τις θέσεις τους. Παρόμοιες εκκαθαρίσεις τέχνης έχουν διεξαχθεί και από άλλα ολοκληρωτικά καθεστώτα όπως για παράδειγμα στη Σταλινική Ρωσία (1928-1953) ή στην περίπτωση της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο (1966-1970) στην Κίνα.
Η εκκαθάριση των «εκφυλισμένων έργων» ξεκίνησε στην Καρλσρούη, το 1933, με μια έκθεση που επιτίθονταν στους παρακμιακούς μοντέρνους καλλιτέχνες και τα έργα τέχνης τους. Γεγονός που ακολουθήθηκε από το κλείσιμο της Σχολής Σχεδιασμού Bauhaus, με πολλούς από τους διδάσκοντες εκεί να διατηρούν Εβραϊκές ή Ρωσικές διασυνδέσεις, καθώς και το κλείσιμο της Deutscher Werkbund (Γερμανικής Ομοσπονδίας Εργασίας). Το 1934, σε ένα συλλαλητήριο του Ναζιστικού κόμματος στη Νυρεμβέργη, ο ίδιος ο Χίτλερ έβγαλε λόγο ενάντια στην εκφυλισμένη τέχνη χλευάζοντας τόσο τους καλλιτέχνες όσο και τα «ανάρμοστα» έργα τους.
Έως το 1937, η έννοια του εκφυλισμού είχε παγιωθεί για τα καλά στη Ναζιστική πολιτική. Στις 30 Ιουνίου του ίδιου έτους, ο Άντολφ Τσίγκλερ, τέθηκε επικεφαλής του Επιμελητηρίου για τις Εικαστικές Τέχνες και υπεύθυνος μια εξαμελούς επιτροπής που στόχο είχε την κατάσχεση οποιουδήποτε έργου τέχνης θα μπορούσε να θεωρηθεί μοντέρνο, εκφυλισμένο ή υπονομευτικό ανάμεσα στα μουσεία και στις συλλογές ολόκληρου του Ράιχ. Τα έργα αυτά στη συνέχεια, θα παρουσιάζονταν σε μια έκθεση, με κύριο στόχο να προκαλέσουν στο ευρύ κοινό μεγάλη αποστροφή και απέχθεια εναντίον του «διεστραμμένου Εβραϊκού πνεύματος» που προσπαθούσε να πλήξει την Γερμανική κουλτούρα.
Κατασχέθηκαν συνολικά περίπου 16.000 έργα από τα καλύτερα μουσεία και τις γκαλερί στη Γερμανία. Ανάμεσά τους η Εθνική Πινακοθήκη στο Βερολίνο και το Kunsthalle στο Αμβούργο. Όλα θεωρήθηκαν επισήμως «εκφυλισμένα» ενώ προέρχονταν από εκατοντάδες καλλιτέχνες, κυρίως από τον γεωγραφικό χώρο της Γερμανίας, μεταξύ των οποίων 759 έργα του Χέκελ, 639 του Ερνστ Λούντβιχ Κίρχνερ και 508 του Μαξ Μπέκμαν, καθώς και μικρότερος αριθμός έργων από καλλιτέχνες όπως ο Μαρκ Σαγκάλ, Ανρί Ματίς, Πάμπλο Πικάσο και Βίνσεντ βαν Γκογκ.
Η εκστρατεία κορυφώθηκε τον Ιούλιο του 1937, με τη μεγάλη έκθεση με τίτλο «Entartete Kunst», δηλαδή «Έκθεση Εκφυλισμένης Τέχνης». Η έκθεση που παρουσίαζε πάνω από 650 πίνακες, γλυπτά, χαρακτικά και βιβλία από τις συλλογές τριάντα δυο γερμανικών μουσείων στο σύνολο, άνοιξε τις πύλες της στο Μόναχο στις 19 Ιουλίου 1937 και διήρκεσε μέχρι τις 30 Νοεμβρίου, πριν μεταφερθεί σε έντεκα ακόμη πόλεις της Γερμανίας και της Αυστρίας.
Προσέλκυσε πάνω από δυο εκατομμύρια επισκέπτες ενώ εξίσου μεγάλη προσέλευση είχε και κατά τη διάρκεια της περιοδείας στις υπόλοιπες πόλεις της Γερμανίας και της Αυστρίας, καθιστώντας την το πιο δημοφιλές σόου της μοντέρνας τέχνης που έγινε ποτέ. Έτσι, κατά λάθος, οι ναζιστικές αρχές έκαναν περισσότερα για την προώθηση της μοντέρνας ζωγραφικής από οποιαδήποτε κυβέρνηση υπήρξε πριν ή μετά.
Η έκθεση στήθηκε στο δεύτερο όροφο ενός κτιρίου που ανήκε στο Ινστιτούτο Αρχαιολογίας. Οι επισκέπτες έφταναν στο χώρο της έκθεσης και συναντούσαν το πρώτο έργο, ένα πολύ μεγάλο θεατρικό πορτρέτο του Ιησού. Το έργο τοποθετήθηκε στην είσοδο εσκεμμένα ώστε οι επισκέπτες να «προσβάλλονται» αντικρίζοντάς το κατά την είσοδό τους.
Η διαρρύθμιση των δωματίων ήταν πρόχειρη και χαοτική, ο φωτισμός πολύ κακός και οι πίνακες κρεμασμένοι σε πυκνή διάταξη και πολλές φορές χωρίς κορνίζα. Στους τοίχους γύρω από τα έργα είχαν γραφτεί συνθήματα, σε στυλ γκράφιτι που προσπαθούσαν να αναδείξουν την «υπονόμευση» της Γερμανικής πολιτιστικής γραμμής. Ανάμεσα στα συνθήματα ήταν για παράδειγμα τα εξής: «Προσβολή στη Γερμανίδα Γυναίκα», «Η τρέλα γίνεται μέθοδος», «Εσκεμμένο σαμποτάζ της εθνικής αμύνης», «Η αποκάλυψη της ψυχής της Εβραϊκής φυλής», «Η φύση μέσα από τα μάτια άρρωστων ψυχών», κ.α.
Δίπλα σε πολλούς πίνακες υπήρχαν ταμπέλες με το χρηματικό ποσό που είχε ξοδέψει το μουσείο προκειμένου να αποκτήσει το έργο. Τα πρώτα δωμάτια ήταν θεματικά οργανωμένα και περιείχαν έργα που θεωρούνταν προσβλητικά για τη θρησκεία, έργα Εβραίων καλλιτεχνών και έργα που προσέβαλαν τις γυναίκες, τους στρατιώτες και τους αγρότες της Γερμανίας. Ο χώρος είχε σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αναδεικνύει την ιδέα πως ο μοντερνισμός δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια συνωμοσία κάποιων ανθρώπων που προσπαθούσαν να καταπατήσουν την Γερμανική αξιοπρέπεια.
Ανάμεσα στους ζωγράφους, τους γλύπτες και τους χαράκτες που χαρακτηριστήκαν ως «εκφυλισμένοι», συμπεριλαμβάνονταν εξαιρετικά διακεκριμένοι εξπρεσιονιστές καλλιτέχνες, καλλιτέχνες του κυβισμού από την Γερμανία, την Αυστρία, τη Ρωσία, τη Γαλλία και την Ολλανδία. Επίσης, ανάμεσά τους, σημειώθηκαν εκφραστές του σύγχρονου καλλιτεχνικού στυλ όπως ο Ernst Barlach (1870-1938), ο Edvard Munch (1863-1944), ο πρωτοπόρος του εξπρεσιονισμού, Ernst Ludwig Kirchner (1880-1938), κ.α.
Μια από τις τραγικές ειρωνείες στη λίστα των «εκφυλισμένων καλλιτεχνών» ήταν η προσθήκη του συνταξιοδοτημένου καλλιτέχνη Emil Nolde (1867-1956). Του απαγορεύθηκε να εκθέτει τα έργα του, ενώ του κατασχέθηκαν πάνω απόν 1.000 έργα τέχνης παρά το γεγονός ότι ανήκε στην άρια φυλή και ήταν και μέλος του Ναζιστικού Κόμματος.
Βουτσά Αναστασία (Εικαστικός- Μουσειολόγος)
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
- Adam, P., Art of the Third Reich, Harry N. Abrams, NY, 1992
- Barron, S., Degenerate Art, 1991
- Von Halasz, J., Hitler's Degenerate Art: The exhibition catalogue, Foxley Books, 2008