Έτσι, από την μια πλευρά παρατηρείται ρήξη με την αυθεντία, απώλεια του θέματος στο πλαίσιο της αλληγορικής και αφηγηματικής λειτουργίας, απώλεια της αυτονομίας, εγκατάλειψη της στατικότητας, των παραδοσιακών τεχνικών, καθώς και αλλαγή του τόπου εκθέσεων με την εμφάνιση του μουσείου στο τοπίο. Από την άλλη πλευρά, η νέα γλυπτική θέτει ερωτήματα για τον χώρο, συμβάλλει στο άνοιγμα της διαδικασίας στην κατασκευή ενός γλυπτού, ενώ καινούργιες καλλιτεχνικές αρχές λαμβάνονται πλέον υπόψη όπως η αρχιτεκτονική, η παράσταση, το βίντεο και η μουσική εντάσσοντας το εικαστικό προϊόν στο ιστορικά του περιβάλλον.
Από την γλυπτική του νεοκλασικισμού που διακρίνεται για τα θέματα βίας που αντλούνται από την αρχαιότητα και αποδίδονται με αυστηρό, στατικό τρόπο, κατά τη διάρκεια της Ιουλιανής Μοναρχίας ένας αέρας μοντερνικότητας ανανεώνει τις πηγές έμπνευσης. Αν και ο ρομαντισμός έκανε την εμφάνισή του στην ζωγραφική μετά το 1820, χρειάστηκε να μεσολαβήσουν περίπου 10 χρόνια για να γίνει γνωστή η νέα αυτή τάση και στον χώρο της γλυπτικής στο Σαλόν του 1831. Αυτό που διαφοροποιεί τους ρομαντικούς καλλιτέχνες από τους νεοκλασικούς είναι ότι οι πρώτοι αναζητούν νέες πηγές έμπνευσης στην λογοτεχνία, προερχόμενες από τον χώρο της φαντασίας. Ακολουθώντας τους ρομαντικούς ζωγράφους, οι γλύπτες επηρεάστηκαν από τον Dante Alighieri, τον William Shakespeare, τον Torquato Tasso, τον Ludovico Ariosto, καθώς και από τους σύγχρονους λογοτέχνες που τους επέτρεψαν να υπερβούν τα όρια του χώρου και του χρόνου. Οι «ρομαντικοί» στην γλυπτική αποδίδουν εικαστικά την ψυχή, τον εσωτερικό κόσμο των εικονιζόμενων, εμμένοντας στο στοιχείο της μελαγχολίας, κάτι που συνεχίζει και στο β΄ μισό του 19ου αιώνα με το συμβολισμό, την αλληγορία και τον θάνατο να κυριαρχούν στην αισθητική και την θεματολογία των καλλιτεχνών.
Τη δεκαετία του 1880 παρατηρείται μια άνοδος του ρεαλισμού, με αποτέλεσμα μια νέα κοινωνική δύναμη, η εργατική τάξη, να πρωταγωνιστεί στο εικαστισκό πεδίο. Οι πρώτοι γλύπτες που απεικόνισαν ταπεινούς εργάτες να ασκούν τα καθημερινά τους καθήκοντα δίνοντάς τους μια ηρωική διάσταση ήταν οι Constantin Meunier και Rik Wouters, οι οποίοι προσπάθησαν να δώσουν έμφαση στην πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας, αν και οι ζωγράφοι και οι συγγραφείς κυρίως ήταν εκείνοι που άνοιξαν τον δρόμο, με έναν σύγχρονο ρεαλισμό επιφορτισμένο με κοινωνικό νόημα. Το ρεαλιστικό και παγκοσμίως κατανοητό στυλ επρόκειτο να γίνει το λεξιλόγιο των δημόσιων μνημείων, προσφέροντας βολικά μέσα επικοινωνίας. Τα γλυπτά πορτραίτα του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα καθρέπτιζαν τις επικρατούσες στυλιστικές επιλογές, με το νατουραλισμό να κυριαρχεί.
Η γλυπτική του 20ού αιώνα φέρει εμφανείς επιδράσεις από την αρχαία Ελλάδα, καθώς πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής γλυπτικής συναιρούνται, αλλά και ανατρέπονται, δημιουργώντας μια νέα αισθητική πρόταση. Ο 20ός αιώνας είναι ο αιώνας, όπου η γλυπτική επιφέρει τις μεγαλύτερες τροποποιήσεις από τη στιγμή που ο συνδυασμός διαφορετικών υλικών επιτρέπει τους πειραματισμούς και την ρήξη με την ακεραιότητα του έργου. Tώρα, εμφανίζονται οι «–ισμοί» στην τέχνη, όπως ο ιμπρεσιονισμός, εξπρεσιονισμός, φωβισμός, κυβισμός, φουτουρισμός, νταταϊσμός, σουρεαλισμός κλπ. Τα κινήματα αυτά δεν έχουν απαραίτητα χρονική αλληλουχία, αλλά συναντιούνται. Η λέξη «μοντέρνος» χρησιμοποιήθηκε για αιώνες για να χαρακτηρίσει ένα στυλ που αποκόβει τους δεσμούς του με την παράδοση και έχει ως στόχο τη δημιουργία μορφών οι οποίες ανταποκρίνονται στο πνεύμα και την ευαισθησία μιας νέας εποχής. Χαρακτηριστικά, ο Auguste Rodin, ήθελε να ξαναδώσει στην γλυπτική, τη στυλιστική της αυτοδυναμία, που είχε χαθεί από τότε του πέθανε ο Michelangelo Buonarroti. Όταν μιλάει κανείς για «μοντέρνα τέχνη», εννοεί πλέον σχεδόν αυτόματα ένα είδος τέχνης που έχει απορρίψει την αντίληψη για την τέχνη, ως μίμηση. Αν και η μοντέρνα τέχνη κάνει χρήση εικόνων που πηγάζουν από την αντικειμενική πραγματικότητα, ξεχωρίζει από την τέχνη του παρελθόντος ως προς την επιθυμία και την ικανότητά της να χρησιμοποιεί μη αντικειμενικά σύμβολα ως υποκατάστατα εσωτερικών συνθηκών του νου.
Η εμφάνιση της μοντέρνας γλυπτικής δεν ήταν μια ρήξη με το παρελθόν, αλλά η συνέχιση μιας τάσης προς νέα πεδία εφαρμογών και ευρύτερων εκφραστικών δυνατοτήτων. Πιο συγκεκριμένα, από το 1910 και μετά η γλυπτική των σχημάτων έχει πάρει δύο κύριες κατευθύνσεις: η μία είναι η τέχνη των γεωμετρικών μορφών που σχετίζεται με τον κυβισμό και η άλλη είναι η μορφολογική τέχνη που κατά αναλογία προς την ίδια τη φύση παράγει μια ατελείωτη ποικιλία όντων. Πλέον, η τελειότητα έχει πάψει να είναι ο κύριος στόχος των δημιουργών. Έτσι, το έργο τέχνης, συχνά παρουσιάζει τα ίχνη όλων των φάσεων που έχει περάσει, καθώς είναι ένα αντικείμενο που μπορεί ακόμη να βρίσκεται σε μια διαδικασία αλλαγής και ανάπτυξης.
Ο ιμπρεσιονιστής γλύπτης ενδιαφέρεται να αποδώσει την κίνηση, όχι το φως όπως ο ζωγράφος. Ο Auguste Rodin συνειδητοποίησε ότι η ψευδαίσθηση της ζωής μπορούσε να αποδοθεί με την αναπαράσταση της κίνησης και όρισε την κίνηση σαν μετάβαση από την μία στάση στην άλλη. Το έργο του Rodin δεν είναι ούτε ακαδημαϊκό, ούτε νατουραλιστικό. Όπως και ο Michelangelo, προβάλλει με ανανεωμένο τρόπο την έννοια του «ατελείωτου» στο έργο τέχνης. Έχει την αίσθηση της παράδοσης και ο κλασικισμός και ο ρομαντισμός είναι πάντα παρόντες στο έργο του. Ορισμένα ενδιαφέροντα στοιχεία εισηγούνται με το έργο τους ο Aristide Malliol και ο Emile-Antoine Bourdelle που διαφοροποιούνται από τον Rodin στην προσπάθειά τους να αναβιώσουν το κλασικό ιδεώδες στην πλαστική, αποκαθαίροντάς το ταυτόχρονα.
Οι άμεσοι διάδοχοι του Rodin στην Γαλλία είναι ο Μalliol, ο Bourdelle και ο Charles Despiau. Ο Bourdelle δούλεψε σαν πρώτος βοηθός του Rodin και ο Μalliol πριν γίνει γλύπτης, είχε γοητευθεί από τον ιμπρεσιονισμό. Πάντως και οι δύο ξαναγύρισαν στον κλασικό ιδεαλισμό και αντέδρασαν στον ιμπρεσιονισμό. Ο Despiau εργάστηκε και αυτός για τον Rodin, αλλά περιορίστηκε στα πορτραίτα, που δεν προσέφεραν πολλά στην μελλοντική εξέλιξη της γλυπτικής.
Πιο ανεπιφύλακτα ιμπρεσιονιστής από τον Rodin μπορεί να θεωρηθεί ο Iταλός γλύπτης Medardo Rosso, που από το 1884-5 βρισκόταν στο Παρίσι στο εργαστήριο του Jules Dalou. Το ύφος του είναι μανιεριστικό και βίαιο, κινώντας το ενδιαφέρον των φουτουριστών, στο πρόσωπο του οποίου είδαν έναν πρόδρομο του «δυναμισμού» στην τέχνη, με χαρακτηριστική την περίπτωση του Umberto Boccioni. Υπάρχουν και άλλοι γλύπτες της ίδιας γενιάς που βρίσκονται ανάμεσα στον ιμπρεσιονισμό και τον κλασικισμό, που απορρίπτουν την πρόκληση του μοντερνισμού, όπως εκδηλώθηκε για πρώτη φορά με τον κυβισμό και που με τον εκλεκτικισμό τους βοήθησαν στην αναγέννηση της γλυπτικής. Ένας από αυτούς είναι και ο Αrtuto Martini, τα έργα του οποίου είναι πιο μανιεριστικά από εκείνα του Rosso. Άλλωστε ένας ιδιαίτερος μανιερισμός χαρακτηρίζει όλους τους γλύπτες της ομάδας αυτής των «διστακτικών»: Wilhelm Lehmbruck, Ernesto de Fiori, Georg Kolbe, Gerhard Marcks, Renee Sintenis, οι περισσότεροι εκ των οποίων είναι γερμανικής καταγωγής υπό την επίδραση του μεγάλου γερμανού κλασικιστή Adolpf Hildebrand.
Σε διαφορετική κατηγορία εντάσσεται ο Ernst Barlach, που επιμένει στις αρετές του λαξεύματος και το ξεχωρίζει από το πλάσιμο. Απορρίπτει την κλασική παράδοση για χάρη της γοτθικής και της βόρειας, κάτι που τον φέρνει ως ένα σημείο κοντά στον Rodin που θαύμαζε τους εικονοπλάστες του Mεσαίωνα. Ο Barlach ανήκει στην πραγματικότητα στον εξπρεσιονισμό, καθώς τα γλυπτά προσπαθούν να μορφοποιήσουν εσωτερικές εμπειρίες. Έχουν τόσο την εξωτερική εικόνα του ανθρώπου όσο και την ψυχή του, ενώ παράλληλα αντανακλούν συγκεκριμένα πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, δίνοντας έμφαση στην πίκρα για τις υπάρχουσες συνθήκες και προβάλλουν ουτοπικά ιδεώδη. Οι μορφές έχουν αφύσικες αναλογίες και οι παραμορφώσεις φτάνουν στην υπερβολή. Οι χειρονομίες ξεπερνούν το μέτρο και αυτό οδηγεί σε μη συμβατικές φόρμες που εκφράζουν υπέρμετρα συναισθήματα. Οι εξπρεσιονιστές ενδιαφέρθηκαν για τους πρωτόγονους πολιτισμούς και τις φυσικές ιδιότητες των υλικών τους. Σε αυτή τη κατηγορία ανήκει η πλαστική του Ernest Ludwig Kirchner, που δέχτηκε επίδραση από την εξωευρωπαϊκή τέχνη και δη από γλυπτά του Καμερούν. Στο έργο του Erich Heckel παρατηρείται μια σπάνια συμβίωση βαρβαρικής δύναμης και ανθρώπινης τρυφερότητας που μορφοποιούνται στον ιδιαίτερο τρόπο συντονισμού των πλαστικών όγκων και των περιγραμμάτων. Στον εξπρεσιονισμό, επίσης, εντάσσεται και το έργο του Gerhard Marcks, της Kathe Kollwitz, του Karl Schmidt-Rottluff και του Wilhelm Lehmbruck.
Αν εξαιρέσουμε τον Rodin, εκείνοι που συνέβαλαν περισσότερο στην εξέλιξη της μοντέρνας γλυπτικής πριν την εμφάνιση του κυβισμού είναι ο Edgar Degas και ο Henri Matisse. Η γλυπτική για τους Degas, Paul Gauguin, Pierre-Auguste Renoire, Pierre Bonnard και Μatisse που ήταν ζωγράφοι, ήταν μια διασκέδαση, ένας πειραματισμός με ένα άλλο εκφραστικό μέσο που σχετιζόταν με το πάθος έρευνάς τους για τις πλαστικές αξίες.
Αυτό που έκανε τους μοντέρνους γλύπτες και ζωγράφους να σπάσουν τους κανόνες της παραδοσιακής δυτικής τέχνης ήταν η ανακάλυψη ότι οι εικόνες των «πρωτόγονων» ανθρώπων στις αποικιακές αυτοκρατορίες της Ωκεανίας και της Αφρικής δεν ήταν απλά εξωτικά αξιοπερίεργα αντικείμενα, εθνολογικά δείγματα, παραδείγματα τέχνης σε νηπιακή ηλικία ή βαρβαρικά είδωλα, αλλά εμπνευσμένα έργα ισάξια με την Αφροδίτη της Μύλου. Αυτό το ρεπερτόριο ήλθε από τους πρωτοποριακούς καλλιτέχνες στο Παρίσι και την Γερμανία μετά το 1905, αν και τα προϊόντα της πρωτόγονης τέχνης ήταν γνωστά στην Ευρώπη εδώ και καιρό. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης από ειδικούς με την ελπίδα να βρουν τις πηγές της τέχνης στα έργα των παιδιών και των πρωτόγονων φυλών.
Ο Gauguin στο Σαλόν του Φθινοπώρου το 1906 απέδειξε ότι οι πρωτόγονες φυλές, όπως και οι αρχαίες και εξωευρωπαϊκές κουλτούρες, προσέφεραν μια εναλλακτική λύση στους ακαδημαϊκούς κανόνες της γλυπτικής. Αλλά και ο Pablo Picasso την ίδια χρονιά χρησιμοποίησε την γλυπτική της Ιβηρικής Χερσονήσου, θεωρώντας την πρωτόγονη τέχνη, ένα είδος απελευθέρωσης, όπως και ο Μatisse και ο Μalliol νωρίτερα.
Στειακάκης Χρυσοβαλάντης
(Ιστορικός Τέχνης)
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- Αργκάν, Τζούλιο Κάρλο. Η μοντέρνα τέχνη, Απόδοση από τα ιταλικά Λίνα Παπαδημήτρη, Προλογίζει ο Νίκος Κεσανλής, Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης-Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, 1998 (α΄ έκδοση: Φλωρεντία, RCS Sansoni Editore S.p.A., 1970).
- Gombrich, Ernst H. Το Χρονικό της Τέχνης, Μτφρ. Λ. Κάσδαγλη, Αθήνα, Μ.Ι.Ε.Τ., 19992 (α΄ έκδοση: Λονδίνο, Phaidon, 1950).
- Ρηντ, Χέρμπερτ. Ιστορία της μοντέρνας γλυπτικής, Μτφρ. Μ. Λαμπράκη-Πλάκα, Αθήνα, Εκδόσεις Υποδομή, 1979 (α΄ έκδοση: Νέα Υόρκη, Frederick A. Praeger, 1959).
- Χόνορ, Χιού – Φλέμινγκ, Τζόνσον. Ιστορία της τέχνης, τόμος 3-4, Μτφρ. Παππάς Α., Αθήνα, Εκδόσεις Υποδομή, 1991(α΄ έκδοση: Λονδίνο, MacMillan, 1982).