Πριν από μερικές ημέρες ολοκληρώθηκε το φεστιβάλ στην Αθήνα και μαζί με αυτό πραγματώθηκε και το , ένας διαδραστικός ψηφιακός καμβάς που εμπνεύστηκαν οι συντελεστές του . Το ενδιαφέρον σημείο του Pixel Project ήταν η δυνατότητα των επισκεπτών, εκτός από την επιλογή του αγαπημένου τους χρώματος, να καταθέτουν ηλεκτρονικά τις απόψεις τους για το τί είναι η τέχνη, πώς δηλαδή θα προσδιόριζαν το περιεχόμενο ή τη σημασία της κατά την προσωπική τους υποκειμενική σκοπιά.
Τα σχόλια των συμμετεχόντων υπήρξαν εξαιρετικά ενδιαφέροντα. Πολλοί από εκείνους που θέλησαν να μετάσχουν στο Pixel Project όρισαν την τέχνη ως ένα τρόπο διαφυγής από την πραγματικότητα (οδυνηρή πολλές φορές) που όλοι μας βιώνουμε καθημερινά. Ως μία ευκαιρία να μετακινήσουμε το βλέμμα μας και να αντικρίσουμε την πραγματικότητα υπό μια διαφορετική οπτική γωνία, η οποία θα φωτίσει κάποιες κρυμμένες όψεις του κόσμου που μας περιβάλλει και εν τέλει της ίδιας της ύπαρξής μας. Η εμμονή της κοινής γνώμης στην ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου να διαφύγει από τον κλοιό της πραγματικότητας που αδυνατεί πλέον να υποφέρει είναι καταφανής. Επιπλέον, η καταφυγή του ανθρώπου στην τέχνη, η οποία εγγυάται το διανοητικό ή συναισθηματικό ταξίδι μακριά από τις καθημερινές μας οπτικές και λοιπές εμπειρίες και παραστάσεις, μάς γεννά σαφέστατα αισιοδοξία σε ό,τι αφορά την τέχνη αυτή καθαυτή, το μέλλον και τις προοπτικές της, τα υποκείμενα που τη δημιουργούν, όσο και τα προϊόντα της.
Από την άλλη πλευρά όμως αναδύονται στην επιφάνεια ορισμένες σκέψεις που αφορούν στην αδυναμία του σύγχρονου ανθρώπου να ανακαλύψει άλλες διεξόδους στη ζωή (πέρα από την τέχνη), προκειμένου να υπερνικήσει το άγχος της ύπαρξής του και να διαφύγει, έστω και παροδικά από τον εγκλεισμό του στις έγνοιες της καθημερινότητας. Σήμερα διαπιστώνουμε, ολοένα και πιο συχνά ότι δεν μας παρέχονται ευκαιρίες να ανάγουμε τη σκέψη μας στην αφαιρετική σφαίρα των ιδεών που συγκροτούν και προσδιορίζουν ή επαναπροσδιορίζουν τις πεποιθήσεις και την ατομική ή κοινωνική ταυτότητά μας.
Θα παραθέσω στο σημείο αυτό ένα απόσπασμα του
Francis Bacon από τη συνομιλία του με τον David Sylvester, όπως παρατίθεται στο βιβλίο
«Η ωμότητα των πραγμάτων», το οποίο θεωρώ ότι συμπλέει με τον προαναφερθέντα προβληματισμό:
«Νομίζω πως τώρα ο άνθρωπος έχει συνειδητοποιήσει ότι είναι μια μάταιη ύπαρξη, ένα τυχαίο συμβάν, ότι είναι υποχρεωμένος να παίξει ένα παιχνίδι χωρίς λόγο. Νομίζω πως ακόμη και ο Βελάσκεθ όταν ζωγράφιζε, ακόμα και ο Ρέμπραντ, ανεξάρτητα από τη στάση τους απέναντι στη ζωή, κατά κάποιον τρόπο καθορίζονταν από ορισμένους τύπους θρησκευτικών δυνατοτήτων, που σήμερα πια μπορείς να πεις ότι ο κόσμος έχει διαγράψει εντελώς. Βέβαια αυτό που κάνει τώρα ο άνθρωπος είναι να ξεγελάσει για λίγο τον εαυτό του αγοράζοντας ένα είδος αθανασίας από τους γιατρούς, στην προσπάθειά του να παρατείνει τη ζωή. Έτσι και η τέχνη σήμερα έχει γίνει ένα είδος παιχνιδιού με το οποίο ξεχνιέται κανείς. Βέβαια μπορείς να πεις ότι πάντα ήταν έτσι, όμως σήμερα είναι αποκλειστικά έτσι. Και νομίζω ότι ως προς αυτό έχουν αλλάξει τα πράγματα, και ότι το συναρπαστικό τώρα είναι ότι θα γίνουν πιο δύσκολα για τον καλλιτέχνη γιατί για να είναι καλός, θα πρέπει να εμβαθύνει πραγματικά στο παιχνίδι».Ο Bacon εντοπίζει εξαρχής τη συνειδητοποίηση εκ μέρους του ανθρώπου της ματαιότητας της ύπαρξής του, καθώς και της υποχρέωσής του να μετέχει καθημερινά σ? ένα
«παιχνίδι χωρίς λόγο». Οι θρησκευτικές εν ζωή και μετά θάνατον δυνατότητες και υποσχέσεις που ενστερνίζονταν ακόμα και ζωγράφοι όπως ο Ρέμπραντ και ο Βελάσκεθ (για τους οποίους, θα εικάζαμε ότι θα αρκούσε να εναποθέτουν την πίστη τους αποκλειστικά στην ίδια την τέχνη με την οποία καταπιάνονταν), δεν φαίνεται να πείθουν τον άνθρωπο του εικοστού, πόσο μάλλον του εικοστού πρώτου αιώνα που καταθέτει πιο ρητά από ποτέ την πίστη του στον ίδιο τον άνθρωπο και τα επιτεύγματά του.
Για τον Bacon τα επιτεύγματα της ιατρικής επιστήμης έχουν καταφέρει, ως ένα βαθμό, να δώσουν την ελπίδα στον άνθρωπο ότι θα παρατείνει την ανυπόφορη μεν, εξόχως σημαντική δε -όσο περνούν τα χρόνια- ζωή του. Ακόμα και η ιατρική όμως δεν δύναται να συνεισφέρει στη νοηματοδότηση της ζωή μας, αφού δεν επικεντρώνεται στο περιεχόμενο, αλλά μεριμνά αποκλειστικά για τη διάρκειά της.
Συνεπώς, η τέχνη φαίνεται σήμερα να είναι εκείνη που καλείται να αναλάβει το χρέος να καταστήσει την ύπαρξη βιώσιμη για τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος καταφεύγει σε αυτήν, γιατί έχει τη δύναμη να τον μεταφέρει σε μια υπερβατική πραγματικότητα, από την οποία στη συνέχεια ο άνθρωπος επιστρέφει στην υπάρχουσα γεμάτος εμπειρίες και γνώσεις, με φρέσκια, πιθανόν και αναθεωρημένη, οπτική έναντι στα πράγματα.
Γι? αυτό, κατά τον Bacon, ο καλλιτέχνης θα πρέπει να «εμβαθύνει πραγματικά στο παιχνίδι» της ζωής, προκειμένου να πείσει ότι η εικαστική του πρόταση απορρέει από την ειλικρινή εσωτερική του ανάγκη να εκφραστεί και να εκφράσει εκ νέου τον κόσμο, αποκαλύπτοντας τις άρρητες εσωτερικευμένες αγωνίες όλων μας. Γιατί όταν αντιλαμβανόμαστε ότι ο καλλιτέχνης είναι αληθινός, δίνουμε το δικαίωμα σε αυτόν να μας ξεγελάσει και στην τέχνη του να αποδιώξει το δυσβάστακτο φορτίο της ύπαρξής μας.