Ξαναδιαβάζοντας λοιπόν τα ποιήματα του Καβάφη, διαπίστωσα ότι στην Τέχνη της Ποιήσεως αναζητά το καταφύγιό του ο ποιητής:
«Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,/ που κάπως ξέρεις από φάρμακα?/νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω.
Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως,/ που κάμνουνε για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή» (Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου ποιητού εν Κομμαγηνή 594μ.Χ., 1921).
Η θεραπευτική επίδραση της τέχνης στον άνθρωπο είναι μεγάλη. Παρόλα αυτά, τα φάρμακά της χαρακτηρίζονται δοκιμές, δηλαδή απόπειρες. Η ποίηση δηλαδή παρέχει στον άνθρωπο μια σχετική βοήθεια, ναρκώνοντας πρόσκαιρα τις πληγές του, όμως αδυνατεί να του παράσχει λύση, οριστική αντιμετώπιση των προβλημάτων του. Η τέχνη πάντως ανακουφίζει, έστω και παροδικά, τον ποιητή. Στο ποίημα Ζωγραφισμένα, ο ποιητής, ατενίζοντας τη ζωγραφισμένη εικόνα του αγοριού, εξομολογείται:
«Και μες στην τέχνη πάλι, ξεκουράζομαι απ' τη δούλεψή της» (Ζωγραφισμένα, 1915).
Η τέχνη, επιπρόσθετα, πέρα από την πρόσκαιρη θεραπευτική της δράση, έχει τη δύναμη στο καβαφικό ποιητικό έργο να ολοκληρώνει ό,τι η πραγματικότητα άφησε -για τους δικούς της λόγους- ημιτελές. Η βιωμένη πραγματικότητα παρέχει πεπερασμένες εμπειρίες στον άνθρωπο. Η τέχνη, συνεπικουρούμενη από τη φαντασία, έρχεται να διευρύνει και να συμπληρώσει τις εμπειρίες της ζωής.
«Επιθυμίες κ' αισθήσεις/ εκόμισα εις την Τέχνην- κάτι μισοειδωμένα,/ πρόσωπα ή γραμμές ερώτων ατελών/ κάτι αβέβαιες μνήμες. Ας αφεθώ σ' αυτήν./ Ξέρει να σχηματίσει Μορφήν της Καλλονής/ σχεδόν ανεπαισθήτως τον βίον συμπληρούσα,/ συνδυάζουσα εντυπώσεις, συνδυάζουσα τες μέρες» (Εκόμισα εις την Τέχνην, 1912).
«Στου δυνατού έρωτος το άκουσμα τρέμε και συγκινήσου/ σαν αισθητής. Όμως, ευτυχισμένος,/ θυμήσου πόσα η φαντασία σου σ' έπλασσεν' αυτά/ πρώτα κ' έπειτα τα άλλα- τα πιο μικρά- που στην ζωή σου/ επέρασες κι απόλαυσες, τ' αληθινότερα κι απτά.-» (Έρωτος άκουσμα,1911).
«Εδώ ας σταθώ. Κι ας γελασθώ πως βλέπω αυτά/ (τα είδ' αλήθεια μια στιγμή σαν πρωτοστάθηκα)?/ κι όχι κ' εδώ τες φαντασίες μου,/ τες αναμνήσεις μου, τα ινδάλματα της ηδονής (Θάλασσα του πρωϊού, 1915).
Ο ποιητής ανασυνθέτει και διατηρεί όψεις της πραγματικότητας με εργαλείο του τον ποιητικό λόγο, υποκινούμενος από την εσώτατη ανάγκη του να διαφυλάξει την όμορφη εξωτερική όψη προσώπων νεαρής κατά κανόνα ηλικίας, σαν η ομορφιά να είναι ικανή να ακυρώσει κάθε ανορθόδοξη πράξη που σημάδευσε κάποτε τις ζωές των συγκεκριμένων αυτών προσώπων.
«Χάσαμε όμως το πιο τίμιο την μορφή του,/ που ήτανε σαν μια απολλώνια οπτασία» (Ευρίωνος τάφος, 1914).
«Αξίζει παραπάνω της εμορφιάς του η μνήμη» (Μέρες του 1896, 1927).
«Όμως τον θυμούμαι σαν πιο έμορφο./ Μέχρι παθήσεως ήταν αισθητικός,/ κι αυτό αφώτιζε την έκφρασί του./ Πιο έμορφος με φανερώνεται/ τώρα που η ψυχή μου τον ανακαλεί, απ' τον Καιρό». (Του πλοίου, 1919).
«όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,/ ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,/ η μέραις του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,/ ταις λέξεις και ταις φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν/ εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω» (Ο Δεκέμβρης του 1903,1904).
Η ποιητική τέχνη λοιπόν, επειδή καταφάσκει στην αξία της ομορφιάς, διασώζει την όμορφη όψη αφανών ανθρώπων που έζησαν σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, για τους οποίους η ιστορία αρνήθηκε να γράψει ο,τιδήποτε. Με τον τρόπο αυτό η τέχνη αποκαθιστά τις αδικίες της ιστορίας, και μάλιστα υπερισχύει του θανάτου, αφού το έργο τέχνης κερδίζει την αθανασία.
«το τέλος του κάπου θα γράφηκε κ εχάθη,/ γιατί η ιστορία και με το δίκιο της τέτοιο ασήμαντο/ πράγμα δεν καταδέχτηκε να το σημειώσει:/ Αυτός που εις το τετράδραχμον επάνω/ μια χάρι αφήκε απ' τα ωραία του νειάτα,/ απ' την ποιητική εμορφιά του ένα φως,/ μια μνήμη αισθητική αγοριού της Ιωνίας,/ αυτός είν' ο Οροφέρνης Αριαράθου» (Οροφέρνης, 1915).
«Στην ιστορία λίγες/ γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,/ κ έτσι πιο ελεύθερα σ? έπλασα μες στον νου μου./ Σ' έπλασα ωραίο κ' αισθηματικό./ Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει/ μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά» (Καισαρίων, 1918).
Η τέχνη ευρύτερα διαθέτει τη δύναμη στην καβαφική ποίηση να υπερνικά τη φθορά του χρόνου, αφού με τη συνδρομή της μνήμης, διαφυλάσσει αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά των αγαπημένων προσώπων.
«Θ' ασχήμισαν - αν ζει - τα γκρίζα μάτια/ θα χάλασε τ' ωραίο πρόσωπο.
Μνήμη μου, φύλαξέ τα συ ως ήσαν./ Και, μνήμη, ό,τι μπορείς από τον έρωτά μου αυτόν,/ ό,τι μπορείς φέρε με πίσω απόψι» (Γκρίζα, 1917).
Δεν είναι λίγες οι φορές που η τέχνη έρχεται να δώσει απαντήσεις σε βασανιστικά ερωτήματα της ανθρώπινης ζωής. Οι απαντήσεις αυτές άλλοτε λυτρώνουν τον άνθρωπο και άλλοτε του προξενούν αναστάτωση και ψυχική ταραχή.
«Ή μήπως καλλιτέχνις/ εφάνηκε η Τύχη χωρίζοντάς τους τώρα/ πριν σβύσει το αίσθημά των, πριν τους αλλάξει ο Χρόνος?» (Πριν τους αλλάξει ο χρόνος, 1924).
«μήπως κ' είχα γελασθεί/ από το πάθος μου, και πάντα του ήμουν ξένος» (Μύρης Αλεξάνδρεια του 340μ.Χ., 1929).
Κάποιες φορές μάλιστα, ο ίδιος ο ποιητής χρησιμοποιεί τον ποιητικό λόγο, ως το μοναδικό μέσο που έχει στη διάθεσή του, προκειμένου να στείλει μήνυμα σε συγκεκριμένο αποδέκτη, έστω και ετεροχρονισμένα, με τον οποίο είχε στο παρελθόν προσωπική συναισθηματική εμπλοκή.
«Κι όμως τον έρωτα που ήθελες τον είχα να στον δώσω?/ τον έρωτα που ήθελα- τα μάτια σου με τώπαν/ τα κουρασμένα και ύποπτα- είχες να με τον δώσεις./
Αλλά κρυφθήκαμε κ' οι δυο μας ταραγμένοι» (Σταις σκάλαις,1904).
Το ποιητικό έργο για τον Καβάφη είναι αξιολογικά ανώτερο από την οποιαδήποτε πράξη. Ακόμη και η συμμετοχή σε αγώνες για την προάσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας δεν μπορεί να παραλληλιστεί σε αξία με το ποιητικό έργο. Γι' αυτό ο Καβάφης, δανείζοντας τη φωνή του σ' ένα νέο της Σιδώνος, καταδικάζει τον Αισχύλο που στο επίγραμμά του μνημονεύει μόνο το ότι πολέμησε μεταξύ πολλών άλλων (!) - εναντίον του Δάτη και του Αρταφέρνη, επιλέγοντας να μην κάνει καμία αναφορά στα δραματικά έργα που συνέθεσε και τα οποία αποτελούν αιώνια κληρονομιά για την ανθρωπότητα.
«Έτσι από σένα περιμένω κι απαιτώ./ Κι όχι απ' το νου σου ολότελα να βγάλεις/ της Τραγωδίας τον Λόγο τον λαμπρό/
- και για μνήμη σου να βάλεις/ μ ό ν ο που μες στων στρατιωτών τες τάξεις, τον σωρό/ πολέμησες και συ τον Δάτι και τον Αρταφέρνη» (Νέοι της Σιδώνος,400μ.Χ., 1920).
Όσο για τον επίλογο, επιλέγω να παραθέσω τους παρακάτω στίχους, σεβόμενη την επιθυμία του ποιητή:
«Απ' όσα έκαμα κι απ' όσα είπα/ να μη ζητήσουνε να βρουν ποιος ήμουν(?)
Η πιο απαρατήρητές μου πράξεις/ και τα γραψίματά μου τα πιο σκεπασμένα-
από εκεί μονάχα θα με νοιώσουν(...) (Κρυμμένα, 1908).