Κατά δεύτερον, υπεισέρχεται το ερώτημα ποιος είναι εκείνος που θέτει τους κανόνες για τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να προσλαμβάνεται ένα έργο τέχνης, ο καλλιτέχνης, οι κριτικοί τέχνης ή ο καθένας ενδιαφερόμενος με τα προσωπικά του αισθητικά κριτήρια;
Πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η καλλιτεχνική δημιουργία είναι μια απόπειρα επικοινωνίας του καλλιτέχνη με τον έξω κόσμο. Έχουν διερωτηθεί όμως μήπως ο καλλιτέχνης αισθάνεται την ανάγκη να επικοινωνήσει πρωτίστως με τον εαυτό του, να συνδιαλαγεί με το εσώτατο «είναι» του, με αφορμή συγκεκριμένα βιώματα (πραγματικά ή ψυχολογικά) της ζωής του; Τα βιώματα του δημιουργού δεν μπορεί παρά να παρεισφρύουν στο έργο του, λιγότερο ή περισσότερο μεταμφιεσμένα από τα καλλιτεχνικά μέσα που έχει στη διάθεσή του ο εκάστοτε καλλιτέχνης.
Έτσι, η καλλιτεχνική δημιουργία μεταστοιχειώνει με τα δικά της εργαλεία λογικές ή συνειρμικές σκέψεις και συναισθήματα, που δεν μπορεί παρά να προκύπτουν από αφορμές που παρέχει το εξωτερικό ή εσωτερικό περιβάλλον (που κι αυτό επηρεάζεται από το εξωτερικό) στον ίδιο το δημιουργό. Η Γκερνίκα του Πικάσο είναι γέννημα του αποτροπιασμού του καλλιτέχνη έναντι των επιπτώσεων του Ισπανικού πολέμου. Η κραυγή του Μουνχ αποκαλύπτει ένα έντονο, σαφώς απεικονισμένο προσωπικό ψυχολογικό βίωμα του δημιουργού, αντλημένο από τη συναισθηματική του πραγματικότητα. Ο σουρεαλιστής ζωγράφος Νταλί αποτυπώνει τους συνειρμούς του σ? ένα αινιγματικό χώρο, εντάσσοντας σ? ένα αφιλόξενο περιβάλλον στοιχεία της πραγματικότητας, την οποία επιθυμεί να υπερβεί, ενώ o Πόλοκ, εκπρόσωπος του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, εκφράζει με αμεσότητα τα συναισθήματά του, όπως ένας ποιητής επιδίδεται στην αυτόματη γραφή.
Κατά συνέπεια, με το έργο τέχνης ο εκάστοτε δημιουργός εκφράζεται νοητικά, συναισθηματικά ή συνειρμικά, υπηρετώντας όχι τόσο την επιθυμία του να μεταδώσει συγκεκριμένα μηνύματα στους αποδέκτες του, όσο την εσωτερική του ανάγκη να μεταμορφώσει ένα προσωπικό του βίωμα, για να απελευθερωθεί από αυτό και να λυτρωθεί. Αν δηλαδή ένα έντονο βίωμα καθιστά δέσμιο τον δημιουργό, η καλλιτεχνική δημιουργία γίνεται το μοναδικό καταφύγιο που μπορεί να τον αποδεσμεύσει από το βίωμα που τον καταδυναστεύει. «Η Τέχνη ξαναπλάθει ως λαθραίος Θεός τον κόσμο απ? την αρχή σχεδόν, μεταμορφώνοντας ό,τι μας απελπίζει ως γνωστό και αδιάσειστο σε μια καταπραϋντική αβεβαιότητα» δήλωνε η ποιήτρια Κική Δημουλά σε εκδήλωση που δόθηκε προς τιμήν της στο Αρσάκειο στις 14 Μαϊου του 1996, και ο υπαινιγμός για την πρόσκαιρη θεραπευτική δράση της τέχνης είναι σαφέστατος.
Το κατά πόσον το βίωμα του δημιουργού καθίσταται μερικώς ή απολύτως αποδεκτό από το κοινό ή τους κριτικούς και ιδιαίτερα με τον τρόπο που επιθυμεί ο ίδιος ο δημιουργός, αυτό συνιστά μια άλλη παράμετρο. Σαφέστατα, οι καλλιτέχνες που φιλοτεχνούσαν προσωπογραφίες επιφανών προσώπων κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την παράμετρο αυτή, αφού το εάν το δημιούργημά τους άρεσε σε εκείνον που τους είχε αναθέσει το έργο, τους εξασφάλιζε εκτός από την καλή φήμη και τα προς το ζην.
Δεν είναι όμως λίγες οι φορές που το κοινό εισπράττει περισσότερα ή ακόμα και διαφορετικά μηνύματα από αυτά που ο δημιουργός επιθυμεί μέσω του έργου του να μεταβιβάσει. Και εδώ τίθεται ένα άλλο ερώτημα: Νομιμοποιείται ο καλλιτέχνης να περιορίσει τον ορίζοντα προσδοκιών του κοινού του; Ακόμα και οι κριτικοί, οι οποίοι διαθέτουν το θεωρητικό υπόβαθρο και τα αντικειμενικά κριτήρια για να ερμηνεύσουν τα έργα τέχνης, άρα τυπικά βρίσκονται εγγύτερα στη σκέψη και το συναισθηματικό κόσμο των καλλιτεχνών, εντούτοις οι ερμηνείες τους ενέχουν υποκειμενισμό.
Όπως και στη λογοτεχνία, έτσι και στην τέχνη ο αποδέκτης μεταγράφει και ερμηνεύει το καλλιτεχνικό δημιούργημα, ανάλογα με τα βιώματα και την προπαιδεία του, η οποία προσδιορίζει την αισθητική του αντίληψη, ακόμα και ανάλογα με τις προσδοκίες και τη διάθεσή του, δηλαδή τον συναισθηματικό οπλισμό που διαθέτει τη στιγμή ακριβώς που θεάται ένα έργο τέχνης. «Η ερμηνεία κάθε έργου είναι ερμηνεία του εαυτού μας, όχι εκείνου που το δημιούργησε, αλλά εκείνου που το διαβάζει, το βλέπει ή το ακούει» είχε γράψει ο Γιώργος Σεφέρης (Έκδοση Εμπορικής Τράπεζας "Ι. Μόραλης", Αθήνα 1988, σελ. 451). Συχνά μάλιστα ο θεατής δοκιμάζει την απογοήτευση, όταν ανατρέχοντας σε θεωρίες και καλλιτεχνικά ρεύματα αντιλαμβάνεται ότι όσα έχει συλλογιστεί ή νιώσει ενώπιον ενός έργου τέχνης, αποδεικνύονται διαφορετικά απ? όσα θα «έπρεπε» θεωρητικά να έχει σκεφτεί ή αισθανθεί.
Η καλλιτεχνική δημιουργία δίνει το εισιτήριο στη σκέψη μας να ταξιδέψει μακριά από τη συμβατική σε μια υπερβατική πραγματικότητα με δική της νομοτέλεια. Όπως λοιπόν ένας ο καλλιτέχνης απελευθερώνεται μέσω της δημιουργίας από ένα βίωμα που τον κατατρύχει, έτσι και ο αποδέκτης του έργου τέχνης μετέχει κι εκείνος στη δημιουργία, εκφράζοντας ελεύθερα τις σκέψεις και τα συναισθήματά του ενώπιον του έργου που έχει μπροστά στα μάτια του. Γιατί η τέχνη μας δίνει το εισιτήριο για να κατακτήσουμε την εσωτερική μας ελευθερία, αποτινάσσοντας ό,τι περιορίζει τη σκέψη και τα αισθήματα και μας κρατά δέσμιους μιας πεπερασμένης βιωματικής εμπειρίας. Και η αισθητική αντίληψη θα πρέπει να καλλιεργείται μέσω της παιδείας από τη νεαρή κιόλας ηλικία, για να εφοδιάζει τους νέους με το θεωρητικό υπόβαθρο που θα τους επιτρέψει να νιώσουν τα μηνύματα των καλλιτεχνών και για να τους εθίσει στη διαρκή αναζήτηση και την έρευνα της ερμηνείας των καλλιτεχνικών έργων.