Στο ποίημά σας «Το δέντρο» διερωτάσθε «Ποια η ζωή και ποια η ποίηση». Πόσο δυσδιάκριτα θεωρείτε ότι είναι τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα, όπως την βιώνετε καθημερινά και στην πραγματικότητα της ποίησης;
Η εικόνα ενός μεγάλου δέντρου με βαθιές ρίζες είναι αυτή που καλύτερα αποδίδει τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τη σχέση της ποίησης με την πραγματικότητα. Μόνο που δεν ξέρω κάθε φορά ποια απ? τις δυο είναι το δέντρο και ποια είναι οι ρίζες του. Η ποίηση συχνά αφορμάται από την πραγματικότητα για να αναρριχηθεί στη νέα, δική της πραγματικότητα, την ποιητική. Οι δυο τους μοιάζουν σαν δυο υποζύγια. Πότε τραβάει το ένα, πότε το άλλο για να πορευτεί ο ζυγός της αλληλένδετης αυτής πραγματικότητας. Το ενδιαφέρον είναι πως αυτές οι δυο καταστάσεις, αυτή που καθημερινά βιώνουμε και η άλλη, η ποιητική, δεν ταυτίζονται μεταξύ τους. Καμιά φορά δεν μοιάζουν κιόλας. Η ποίηση άλλοτε γίνεται σκληρό κάτοπτρο της πραγματικότητας κι άλλοτε παραμορφωτικός καθρέφτης που την μεγεθύνει, που την ομορφαίνει, ανάλογα με τα μάτια που τον κοιτάζουν. Τελικά η ποίηση είναι η πραγματικότητα που αντέχουμε ή που ευχόμαστε. Ο ποιητής γράφοντας το ποίημα μεταφράζει την πραγματικότητα την αντιληπτή με τις αισθήσεις σε μια άλλη, δική του, υπερούσια. Κι έπειτα, επειδή ο αναγνώστης είναι συχνά συνδημιουργός, αποκωδικοποιεί το ποιητικό φαινόμενο φτιάχνοντας μια δική του τρίτη πραγματικότητα.
Στη δεύτερη ποιητική συλλογή σας με τον τίτλο «Καινός Διαιρέτης» μεταφέρετε τον αναγνώστη σ? ένα μακρινό χωροχρόνο: Σε μια περίοδο πριν από το προπατορικό αμάρτημα και σ? έναν τόπο πριν από τον Παράδεισο. Η φυγή αυτή ήταν απόρροια σκόπιμης επιλογής ή επιβεβλημένης ? έσωθεν ή έξωθεν ? ανάγκης;
Η μετατόπιση αυτή έγινε απολύτως συνειδητά. Είναι ένα ελάχιστο βήμα, κι ωστόσο μέγιστο. Αρκεί να μετατοπιστεί κανείς λίγα εκατοστά στον χώρο ή λίγες στιγμές στον χρόνο κι αμέσως αναφαίνεται ένας νέος κόσμος, αλλιώτικος στην ολότητά του. Αν η ποίηση είναι το ξανακοίταγμα του κόσμου, και σε έναν βαθμό η αναδημιουργία του, η μετατόπιση αυτή είναι και επιβεβλημένη. Ο δημιουργός πρέπει να απεκδυθεί το βλέμμα με το οποίο τον έχει γαλουχήσει η κοινωνία, για να μπορέσει να σταθεί έξω απ? αυτήν, έξω κι απ? τον ίδιο του τον εαυτό, και να τον κοιτάξει απ? αρχής. Κι αν ο κόσμος υπάρχει επειδή τον βλέπουμε, κάθε νέα ματιά ξαναφτιάχνει τον κόσμο. Ο «Καινός Διαιρέτης» αποτελεί ένα ποιητικό αφήγημα της επανένωσης του εγώ με τη συνείδηση. Για να το κατορθώσει αυτό κανείς, πρέπει να φτάσει ως την πρώτη ώρα της απόλυτης ουσίας, πριν κι απ? τον ίδιο τον χρόνο. Εκεί είναι που ο ποιητής αναβαπτίζεται στην ίδια του τη συνείδηση και μπορεί να ξανακοιτάξει τον κόσμο με την αθωότητα και συνάμα με την επίγνωση που απαιτείται για να συντελεστεί το ποιητικό φαινόμενο.
Το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημά σας «Καθρέφτες» αναζητά το πρόσωπό του μέσα στα νερά των τριών συμβολικά φορτισμένων ποταμών, του Ισμηνού, του Σκάμανδρου και του Ιορδάνη. Μιλήστε μας για το περιεχόμενο του στίχου «Όπου καθρεφτιστείς το πρόσωπό σου απαράλλαχτο», που ηχεί απαισιόδοξος στ? αυτιά και τις ψυχές μας.
Τα ποτάμια έχουν μια περίεργη γοητεία. Το ήρεμο νερό του ποταμού γίνεται καθρέφτης ενώ κινείται. Βλέπεις το είδωλό σου κάθε στιγμή αλλιώτικο, κι ωστόσο πάντα ίδιο. Γιατί η συνείδηση αποτελεί ενιαία και αδιαίρετη ουσία. Ο καθρέφτης απλώς επιβεβαιώνει την ύπαρξή της στα μάτια μας. Είναι μάρτυρας αισθήσεων. Η ύπαρξή μας εξακολουθεί να υπάρχει και ερήμην του καθρέφτη. Όπως και η ποίηση: εξακολουθεί να υπάρχει και ερήμην του ποιητή, ερήμην του ποιήματος. Υπάρχει ως ουσία, ως ενέργεια και συντελείται πριν και μετά απ? το ποίημα, έξω απ? αυτό. Κατά συνέπεια ο κινούμενος καθρέφτης συμβολίζει την αέναη εναλλαγή των αποτυπώσεων της μορφής μας, της συνείδησής μας, της ποίησης, μέσα από την οποία καλούμαστε να διατηρήσουμε, και εν πολλοίς να συλλάβουμε, την ολότητά της.
Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος των ποιητών σε μια πανθομολογουμένως αντι-ποιητική σύγχρονη εποχή;
Να μου επιτρέψετε να πιστεύω ?κάπως αισιόδοξα ίσως? πως κάθε εποχή είναι το ίδιο ποιητική, τουλάχιστον υπό την έννοια της ποιητικής σύλληψης και βίωσης του ποιητικού φαινομένου. Αν ξεχωρίσουμε τον ποιητή που κατα-γράφει ένα ποίημα από τον ποιητικό νου που εγ-γράφει ένα ποίημα, μια ποιητική ιδέα, τότε ίσως μπορούμε να δεχτούμε πως η πραγματικότητα καθορίζει την ποιητική παραγωγή, όχι όμως και την ποιητική σκέψη, την ποιητική σύλληψη του κόσμου. Γιατί, αν το δεχτούμε αυτό, είναι σαν να παραδεχόμαστε την ήττα της ποίησης από την αντιξοότητα. Απεναντίας, όσο πιο τραχιά είναι η ζωή, τόσο πιο αδήριτη αναφαίνεται η ανάγκη για ποίηση, για ποιητικότητα ας πω καλύτερα, δηλαδή για καταβύθιση, για αναθεώρηση του κόσμου και αναδημιουργία. Η ποίηση στέκει εκεί πάντα για να μας δείχνει ολοκάθαρα τον κόσμο κι ύστερα να τον συμπληρώνει, να αναδεικνύει την ομορφιά του ή να απαλύνει την ασχήμια του. Είναι οι ταχύτατοι ρυθμοί που σήμερα δεν μας επιτρέπουν να σταθούμε και να συλλάβουμε το ποιητικό γεγονός, ακόμη και αυτό που συντελείται μέσα μας. Όπου και υπό όποιες συνθήκες εξακολουθεί να συναντά ο άδολος αναγνώστης την ποίηση, της παραδίνεται. Ο ρόλος του ποιητή είναι να αποκρυσταλλώσει μια αέναα μετακινούμενη και αναδιαμορφωνόμενη πραγματικότητα. Για να το κάνει αυτό πρέπει για μια στιγμή να παγώσει τον χρόνο. Δεν είναι εύκολο, ούτε πάντα εφικτό. Κι όσο πιο έντονη είναι η κίνηση στην έξωθεν πραγματικότητα, τόσο πιο δύσκολο φαντάζει το έργο τού ποιητή. Υπό αυτή την έννοια θα συμφωνήσω πως ζούμε σε μια ?επιτρέψτε μου την αναδιατύπωση? ποιητικά δύστοκη εποχή. Συλλαμβάνει κανείς ποιητικά τον κόσμο και διστάζει να το αποκαλύψει, πρώτα και κύρια στον εαυτό του. Δεν προλαβαίνει να το συνειδητοποιήσει, γιατί την επόμενη στιγμή δέχεται ένα νέο ισχυρό ερέθισμα που τον αποσυντονίζει. Αυτό που λείπει, νομίζω, από την εποχή μας δεν είναι η ποιητικότητα αλλά η νηφάλια περίσκεψη που προϋποθέτει η συνειδητοποίησή της. Κατά συνέπεια ο ποιητής σήμερα, πιο πολύ παρά ποτέ, επιχειρεί μια επαναστατική πράξη.
Η ανάγκη σας για ποιητική έκφραση λειτουργεί για εσάς απελευθερωτικά ή νιώθετε ότι ενίοτε σας καταδυναστεύει;
Η ποίηση είναι μια δύναμη πέρα και πάνω από τον ποιητή και ως τέτοια, τον ελέγχει. Η σχέση του ποιητή με την ποίηση ενέχει τον αγώνα δυο ερωμένων να κατακτήσουν ο ένας τον άλλον και να επικρατήσουν καθένας επί του άλλου. Ο ποιητής αναλαμβάνει τον δύσκολο αγώνα να ελέγξει τα εκφραστικά του μέσα και να προχωρήσει ?αν το μπορέσει? την ποίηση λίγο παραπέρα. Γιατί η ποίηση είναι η αποτύπωση της ποιητικής ιδέας κάθε ποιητικού νου. Δεν πρέπει να χρησιμοποιεί ο ποιητής την ποίηση, αλλά η ποίηση αυτόν. Αν ο μόχθος του ποιητή είναι να διαστείλει, έστω και στο ελάχιστο, τα όρια της ποίησης, αυτό σημαίνει ότι λειτουργεί εντός ορίων για να τα αναδιατάξει. Το παράδοξο είναι πως για να το καταφέρει αυτό πρέπει, ακολουθώντας τις ποιητικές διεργασίες μέσα στα όρια της ποίησης, να κινείται με απόλυτη ελευθερία. Γιατί πώς αλλιώς, αν όχι με την παραφορά και την αμεριμνησία ενός εφήβου, να συλλάβεις και να αποτυπώσεις το έως τότε άρρητο; Ο ποιητής πορεύεται μέσα σε ένα σκοτεινό και δαιδαλώδες σπήλαιο. Κάποτε, αν ευτυχήσει, ανακαλύπτει μια σκοτεινή πτύχωση στον βράχο, πίσω από ένα σαθρό πέτρωμα. Και τότε αρχίζει με μανία, με απόλυτη προσήλωση, να το λαξεύει, για να αναδείξει μια ακόμη γωνιά, έστω και παραμικρή. Είναι απόλυτα ελεύθερος στην προσπάθειά του αυτή ?αν και συνάμα απόλυτα μόνος. Και τότε αυτός είναι ο θρίαμβος του ποιητή και της ποίησης. Το νέο, το πρωτοειπωμένο, αν και από αιώνες εκεί.
Ας μιλήσουμε για τα μελοποιημένα ποιήματα. Οι θιασώτες της μελοποιημένης ποίησης ισχυρίζονται ότι με τη συνδρομή της μελωδίας παρέχεται δυνατότητα να επικοινωνήσει η ποίηση με το ευρύ κοινό, ενώ οι επικριτές της πρεσβεύουν ότι η μουσική ερμηνεύει σαφώς το ποίημα, γεγονός που αποδυναμώνει κάθε προσπάθεια του αποδέκτη του ποιήματος να το ερμηνεύσει ο ίδιος αυτόβουλα. Ποια είναι η προσωπική σας τοποθέτηση;
Είναι, πράγματι, ένα ζήτημα που έχει και τους υποστηρικτές και τους επικριτές του. Η αλήθεια είναι πως το τραγούδι είναι ?πρέπει να είναι? μια αυτόνομη οντότητα πέρα και έξω από τις δυο τέχνες που το συναποτελούν. Το παράδοξο είναι πως, όταν ένας μουσικός αποπειραθεί να μελοποιήσει ένα ποίημα, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ήδη διαμορφωμένη και ολοκληρωμένη πραγματικότητα και μάλιστα με μια πραγματικότητα που, τις περισσότερες φορές, δεν δημιουργήθηκε για να μελοποιηθεί. Ο κοινός παρανομαστής μεταξύ μουσικής και ποίησης είναι ο ρυθμός. Και όσο πιο έκδηλος είναι ο ρυθμός της ποίησης, τόσο πιο αρμονικό μπορεί να είναι το μεταξύ τους πάντρεμα. Το πρώτο παράδειγμα που έχω στο νου είναι οι αρχαίοι λυρικοί, που συνέθεταν τα ποιήματά τους εξ αρχής για να τα μελοποιήσουν, και μάλιστα οι ίδιοι τις περισσότερες φορές. Η πρόθεση της μελοποίησης από τον ίδιο τον ποιητή κάνει το ποίημα να «ανέχεται» την μουσική επένδυση και κάποιες φορές μάλιστα να την αποζητά (φέρνω στον νου μου «Τα ρω του έρωτα» του Ελύτη ή τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» του Ρίτσου). Παρόλο που έχουμε δει περιπτώσεις που το ποιητικό έργο ευτύχησε μιας εμπνευσμένης μελοποίησης, υπάρχουν και πολλές άλλες που η μουσική φαντάζει σαν ένα παραπανίσιο φτιασίδι πάνω στο σώμα της ποίησης. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, η μελοποίηση είναι η «ανάγνωση» του ποιήματος από τον μουσικό. Ο μουσικός λειτουργεί ως ένας αναγνώστης που επιχειρεί να μυήσει και άλλους στην επικοινωνία του με το ποίημα. Κι ως τέτοια υποβάλλεται και στον αναγνώστη-ακροατή. Αν η ανάγνωση είναι κοντά στις προθέσεις του ποιητή, τότε το αποτέλεσμα είναι θεμιτό, κάποιες φορές μάλιστα και εντυπωσιακό. Και στην πραγματικότητα, αν το καλοσκεφτείτε, στις περιπτώσεις αυτές μόνο είναι που η ποίηση βρίσκει αντίκρισμα στο ευρύ κοινό. Σε διαφορετική περίπτωση, η μελοποίηση λειτουργεί μάλλον απωθητικά και συμπαρασύρει τον αποδέκτη σε πιθανή απόρριψη και της ίδιας της ποίησης.
Ακούγεται συχνά η άποψη του αναγνωστικού κοινού ότι η ποίηση είναι ακατάληπτη ή λιγότερο εύληπτη σε σχέση με τον πεζό λόγο. Ποια εφόδια θα πρέπει να διαθέτει ένας σύγχρονος αναγνώστης που επιχειρεί να υπερβεί τις προσωπικές του αγωνίες και τα αδιέξοδα, αναζητώντας καταφύγιο στην ποίηση;
Η ποίηση είναι μια σπουδαία υπόθεση μέσα στην απλότητά της. Επειδή, έχω την αίσθηση, προπορεύεται πάντα του πεζού λόγου, επιφορτίζεται με το βάρος να χαράζει ολοένα νέους δρόμους στον λόγο, είτε μιλάμε για τον στοχασμό είτε για την έκφραση, να διαστέλλει τα όριά του, δίχως όμως να τα σπάει. Οι κατά καιρούς πειραματισμοί, είναι αλήθεια, αιφνιδιάζουν και κάποιες φορές αποθαρρύνουν τους αναγνώστες της ποίησης. Αυτό είναι όμως φυσιολογικό, αν θέλουμε να έχουμε στο μέλλον έναν λόγο αναγεννημένο, αναπαρθενευμένο. Γιατί η ποίηση πρέπει να αποτολμά να σπάει τα δεσμά με το παρελθόν, με τον κίνδυνο βέβαια, έτσι μετέωρη που απομένει, είτε να καταποντιστεί, είτε να αναληφθεί σε νέα ύψη. Ωστόσο κάθε σπουδαία ποίηση αρύεται από την πιο βαθιά, γι? αυτό πιο ειλικρινή μας αλήθεια. Κι αυτό απαιτεί και από τον αναγνώστη. Να της δώσει το ελάχιστο, δηλαδή την αθωότητά του, για να του αντιγυρίσει το μέγιστο, δηλαδή την αθωότητά του και πάλι. Τα Cantos του Ezra Pound, για να αναφέρω ένα παράδειγμα, είναι ποιήματα πολύ απαιτητικά, που προϋποθέτουν έναν αναγνώστη με ποιητική παιδεία, με ευρυμάθεια, έναν καθολικό άνθρωπο, αλλά την ίδια στιγμή μπορούν να συγκινούν και τον πιο παρθένο και απαίδευτο αναγνώστη ποίησης. Το ζήτημα είναι κατά πόσο μπορεί ένα ποίημα να προκαλεί, πέρα από την νοητική διεργασία, και τις εντάσεις της ευαισθησίας μας.
Ποια είναι η γνώμη σας για την πολυσημία του ποιητικού λόγου; Είναι θεμιτή η ερμηνεία του ποιήματος βάσει των υποκειμενικών οπτικών του αναγνώστη;
Από τη στιγμή που το ποίημα βγαίνει απ? το συρτάρι μου ?αν μπορούσα να αναφερθώ σε έναν άλλο τρόπο επικοινωνίας, πριν από τον γραπτό, θα έλεγα από τη στιγμή που βγαίνει απ? το κεφάλι μου? αυτονομείται. Αρχίζει τον δικό του δρόμο πέρα από τις δικές μου προθέσεις και επιθυμίες. Αν δεν θέλω να παρερμηνευθεί, να παραναγνωστεί, τότε δυο λύσεις υπάρχουν: ή να μην το δημοσιεύσω ποτέ ή να εξηγήσω στον αναγνώστη με κάθε λεπτομέρεια τι έγραψα και γιατί το έγραψα. Ο Ελύτης αναφέρει κάπου πως κάθε ποιητής, όταν καλείται να εξηγήσει τα ποιήματά του, θα είναι ψεύτης αν ισχυριστεί ότι θυμάται με απόλυτη ακρίβεια το ερέθισμα ή την σκέψη, το αίσθημα που κρύβεται πίσω από κάθε στίχο, από κάθε λέξη. Κι αν ο ίδιος ο ποιητής δεν μπορεί να ανακαλέσει με απόλυτη πιστότητα, τότε σημαίνει πως και η κάθε δική του εκ των υστέρων ανάγνωση του ποιήματός του είναι μια παρανάγνωση. Συνεπώς και ο αναγνώστης έχει το δικαίωμα να «διαβάσει» μέσα στο ποίημα αυτό που ο ίδιος θέλει ή μπορεί. Εναπόκειται στον ποιητή να καταφέρει να μεταδώσει όσο πληρέστερα και εναργέστερα μπορεί το δικό του πρώτο πρώτο ερέθισμα για να το ανακαλέσει κι ο ίδιος, άλλωστε, κάθε φορά που ξαναδιαβάζει το ποίημά του. Η πολυσημία της ποίησης, τόσο ως πρόθεση του ίδιου του δημιουργού, όσο και ως αποτέλεσμα της πρόσληψης από τον αναγνώστη, μπορεί να φαντάζει ως αδυναμία, στην πραγματικότητα όμως είναι μια δύναμη απόλυτης ελευθερίας μέσα στα πλαίσια της τέχνης, δηλαδή της εσώτατης φύσης του ανθρώπου.
Ο Γ. Παυλόπουλος στο ποίημά του «Τα αντικλείδια» έχει καταθέσει ότι η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Συμφωνείτε με την άποψη ότι όλοι εμείς που επιχειρούμε να ερμηνεύσουμε τον ποιητικό λόγο αναζητούμε ματαίως κλειδιά και αντικλείδια, προκειμένου να φθάσουμε στο βάθος των νοημάτων του;
Δεν έχω διαβάσει πιο «εύληπτα» ποιήματα από τα ποιήματα που «δεν θέλουν να πουν τίποτε». Με το παράδοξο αυτό σχήμα θέλω να εννοήσω τα ποιήματα που, απαιτώντας το ελάχιστο της κατανόησής μας, προσφέρουν το μέγιστο στο συναίσθημά μας. Επειδή το μέσο της ποίησης είναι ο λόγος, έχουμε εγκλωβιστεί στην προσδοκία του νοήματος. Η ερώτηση «Τι θέλει να πει ο ποιητής;» καταλύει την ίδια την δύναμη της ποίησης που είναι η ελευθερία. Όταν κοιτάζουμε έναν πίνακα ζωγραφικής, όταν ακούμε ένα αγαπημένο μουσικό έργο, τι προσδοκούμε να «καταλάβουμε»; Αφήνουμε ανοιχτούς τους διαύλους που οδηγούν στο απώτατο συναίσθημα, στην πιο κρυφή γωνιά της συνείδησής μας. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και όταν ερχόμαστε σε επαφή με ένα ποίημα. Με τούτο δεν εννοώ πως δεν πρέπει το ποίημα «να λέει κάτι». Δεν πρέπει όμως να είναι αυτό το πρώτο και, κυρίως, το μόνο μας μέλημα. Αυτό που αποτελεί αιτούμενο για μένα είναι η εσωτερική πληρότητα του ποιήματος. Το κάθε ποιητικό βιβλίο, το κάθε ποίημα, πρέπει να αποτελεί ένα ολοκληρωμένο και αυτοδύναμο σύστημα, ικανό να αναπαράγεται και να αναγεννιέται σε κάθε ανάγνωσή του, ικανό να σχηματοποιεί ένα μικρό υποσύμπαν στη συνείδηση του δέκτη. Ένα ποίημα μπορεί «μη λέγοντας» τίποτε να λέει τα πάντα. Αρκεί να αναπτύξουμε την ευαισθησία και τη δεκτικότητά μας, να το αποκωδικοποιούμε ή να το ανασυνθέτουμε. Κάποιες φορές η εμμονή μας σ? αυτό «το ζητούμενο του νοήματος» μας έχει οδηγήσει να παραναγνώσουμε ποιήματα που στόχευαν σε ένα απώτατο συναίσθημα, εκλογικεύοντάς τα σε αστείο καμιά φορά βαθμό. Σε αυτό βέβαια έχει ευθύνη και η εκπαίδευση, η διδασκαλία της ποίησης στα σχολεία. Η εμμονή στην «ερμηνεία» του ποιήματος αποδυναμώνει την λειτουργικότητά του στην συνείδηση των νέων ανθρώπων, που είναι άδολοι και γι? αυτό άριστοι δέκτες της ποίησης, και τους αποθαρρύνει από την ανάγνωσή της. Δεν ανήκω σε αυτούς που πιστεύουν πως η ποίηση «δεν διδάσκεται», αν τη διδασκαλία της όμως την εκλάβουμε ως «μύηση» στο ποιητικό φαινόμενο, ως «κοινωνία» συναισθήματος ή ως αφορμή αναστοχασμού.
Σύντομα πρόκειται να κυκλοφορήσει η τρίτη ποιητική συλλογή σας. Μιλήστε μας για τη συνέχεια ή τις μετατοπίσεις που πρόκειται να κομίσει η νέα αυτή συλλογή στο έργο σας.
Ο ποιητής επιχειρεί, νομίζω, στην ποιητική του πορεία πιο πολύ να αφήνει πίσω του πράγματα παρά να φορτώνεται με καινούργια. Αποκτά βέβαια την εμπειρία (χωρίς αυτό να σημαίνει κατ? ανάγκη και κάτι καλό ή πάντως κάτι εντυπωσιακό για την ποίησή του), κυρίως αποκτά επίγνωση της ποιητικής λειτουργίας, και γίνεται ολοένα και πιο αυστηρός κριτής του έργου του. Κυρίως όμως απεκδύεται. Είναι σαν να προχωράς κόντρα σε έναν δυνατό άνεμο και να φεύγουν από πάνω σου ένα ένα τα ρούχα που σε βάραιναν. Στο τέλος απομένεις καθαρή ουσία. Καθαρή ιδέα. Δηλαδή φτάνεις πιο κοντά στην επικράτεια της ποίησης, μεταφράζοντας ολοένα και λιγότερο όσα αντίκρισες εκεί. Σε κάθε νέο βιβλίο προσπαθώ να αφήσω πίσω στοιχεία «ποιητικότητας» και να κατακτώ στοιχεία ατόφιας ποίησης. Θέλω να πω με τούτο πως μέλημά μου είναι να λέω όσο πιο απλά γίνεται όσο το δυνατόν περισσότερα και πιο αληθινά. Το τρίτο αυτό βιβλίο είναι γραμμένο σε έναν λόγο πιο απλό και γι? αυτό πιο άμεσο. Αυτό, ξέρετε, δεν είναι καθόλου εύκολο. Ισορροπείς ανάμεσα στην αφαίρεση και την απλότητα από τη μια και στην αοριστία από την άλλη. Είναι σαν να μαδάς ένα κλειστό τριαντάφυλλο μέχρι να φτάσεις στον μικρό καρπό του. Και το πιο δύσκολο είναι πως η διαδικασία αυτή είναι επώδυνη γιατί πρέπει να αρνηθείς ποιητικές ευκολίες, συναισθηματολογίες που, εν θερμώ τουλάχιστον, σε εντυπωσιάζουν (και το πιο επικίνδυνο είναι πως μπορεί να εντυπωσιάζουν και τον αναγνώστη). Πρόκειται και αυτή τη φορά για ποιητική σύνθεση, γιατί πιστεύω πως έτσι μπορεί και ο ποιητής να εκφράσει πιο ολοκληρωμένη τη σκέψη του και την ποιητική του πρόταση, αλλά και ο αναγνώστης να ανασυνθέσει τον συναισθηματικό και νοηματικό χάρτη της ανάγνωσής του πληρέστερα. Εντούτοις επιχειρώ να έχει το κάθε ποίημα την δική του νοηματική και εκφραστική αυτοτέλεια. Συνεπώς και την μελλοντική του αυθυπαρξία. Το βιβλίο θα περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα για/προς/με αφορμή αγαπημένους μου ποιητές. Θα έλεγα ότι αποτελούν οφειλή και ταυτόχρονα ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Ποιήματά σας διατίθενται ελεύθερα σε ηλεκτρονική μορφή στο διαδίκτυο. Ποιο πιστεύετε ότι είναι το μέλλον της λογοτεχνίας στην ψηφιακή εποχή;
Παρά τους ευσεβείς πόθους των ρομαντικών αναγνωστών και των συναισθηματικά δεμένων με το βιβλίο και την αισθητική του, βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα πραγματικότητα αναντίρρητη. Και θα εθελοτυφλούσαμε, αν αρνιόμασταν τις νέες δυνατότητες που προσφέρει το διαδίκτυο και η τεχνολογία γενικότερα. Το ζητούμενο είναι να μεταφέρουμε μέσα στην νέα αυτή πραγματικότητα την αισθητική και την τέχνη μας. Είναι αλήθεια πως το διαδίκτυο ενέχει τον κίνδυνο της αυθαιρεσίας, της παραλογοτεχνίας, στοιχεία που όμως συναντούσαμε και στο συμβατικό παραδοσιακό μέσο της τυπογραφίας. Όμως, από την άλλη, δίνει τη δυνατότητα σε κάθε δημιουργό, κυρίως σε έναν νέο δημιουργό, να γνωστοποιήσει το έργο του. Εντέλει ο καλύτερος κριτής όλων μας είναι ο χρόνος και η αντοχή των ποιημάτων μας στη συνείδηση των αναγνωστών. Συνεπώς η ελευθερία και η επικοινωνία που εξασφαλίζει το διαδίκτυο είναι η αναγκαία συνθήκη για την τέχνη, για την ποίηση. Όλα τα άλλα είναι ζήτημα της ιδιομορφίας του κάθε μέσου. Εξάλλου τα ηλεκτρονικά μέσα φέρνουν την ποίηση πιο κοντά στους νέους και τους νέους πιο κοντά στην ποίηση. Υπάρχει βέβαια πάντα και το ζήτημα της κατοχύρωσης του έργου, της προστασίας του. Αλλά τα πνευματικά δικαιώματα δεν θα πρέπει να είναι το κύριό μας μέλημα. Το πρώτιστο που πρέπει να μας απασχολεί είναι η αξία ενός ποιητικού έργου, η παρουσία του στον χρόνο και η επίδραση που θα ασκήσει σε σύγχρονους και μεταγενέστερους. Πνευματικά δικαιώματα δεν είχαν κατοχυρώσει ούτε η Σαπφώ, ούτε ο Ρωμανός ούτε ο Σολωμός - κι όμως το έργο τους θεμελίωσε την ποίησή μας.
Περισσότερες πληροφορίες για το έργο του Γιάννη Ευθυμιάδη είναι διαθέσιμες στο ιστολόγιο http://efthymiades.blogspot.com. Η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο «Καινός Διαιρέτης» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Νεφέλη.
Aσχολούμαι με την μοντέρνα ζωγραφική και κατοικώ στο Ηράκλειο Κρήτης. Έχω σπουδάσει Κλασική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, με μεταπτυχιακά στο ΕΑΠ. Μαθήτευσα στο εργαστήρι ζωγραφικής του λέκτορα αισθητικής αγωγής Αζαρία Μαδανιάν. Έχω συμμετάσχει σε διεθνείς και πανελλήνιες ομαδικές εκθέσεις, αποσπώντας διακρίσεις σε διαγωνισμούς και έχω πραγματοποιήσει μία ατομική έκθεση.